Μικρές κόκκινες καρέκλες
Μετάφραση Χριστίνα Σωτηροπούλου
Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2017
σελ. 339, τιμή 14,40 ευρώ
Διαπιστώνουμε –καθώς διαβάζουμε το νέο μυθιστόρημα της 87χρονης Εντνα Ο’Μπράιαν –ότι η πεζογραφία αυτής της μεγάλης κυρίας της σύγχρονης αγγλόφωνης λογοτεχνίας δεν έχει χάσει τίποτα από το νεύρο και την ορμητικότητά της. Ο Φίλιπ Ροθ μάλιστα έγραψε, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο (2015), ότι οι «Μικρές κόκκινες καρέκλες» είναι το αριστούργημά της. Η (επινοημένη) Κλουνόιλα, κάπου στη Δυτική Ιρλανδία, είναι ο τόπος της «αρχέγονης αθωότητας». Εκεί ζει η όμορφη και φιλότεχνη Φιντέλμα, μια γυναίκα δυναμική αλλά ταλαιπωρημένη, που σαρανταρίζει, που έχει χάσει δύο μωρά και αναγκάστηκε να κλείσει την «μπουτίκ» της εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Ολα ανατρέπονται όταν καταφθάνει ένας μυστηριώδης ξένος από τα Βαλκάνια, ένας παράξενος «εναλλακτικός γιατρός και σεξοθεραπευτής» από το Μαυροβούνιο, ο δόκτωρ Βλαντίμιρ Ντράγκαν. «Οπως ο Οβίδιος, έτσι και εκείνος ήταν ποιητής και εξόριστος» αναφέρει η Ο’Μπράιαν. Ο ίδιος σαγηνεύει την τοπική κοινωνία και ξελογιάζει τη Φιντέλμα. Τα αποτελέσματα θα είναι επώδυνα και τρομακτικά. Γιατί ο «Βλαντ» είναι η ενσάρκωση του Κακού και έχει παρελθόν, ένα κατάμαυρο και αιματοβαμμένο παρελθόν, είναι «ο νούμερο ένα καταζητούμενος και επικηρυγμένος στην Ευρώπη». Η σπουδαία ιρλανδή συγγραφέας μίλησε για όλα αυτά στο «Βήμα». Και το έκανε με εγκαρδιότητα.
Αν μου επιτρέπετε, από τι σας διακόπτω, κυρία Ο’Μπράιαν;
«Παρ’ όλο που είμαι λίγο ζορισμένη τούτη την περίοδο και με έχει απορροφήσει τελείως ένα άλλο έργο, θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στις ερωτήσεις σας όσο καλύτερα μπορώ».
Γράφετε, δηλαδή, κάτι καινούργιο;
«Ναι, το νέο μου εγχείρημα με έχει μεταφέρει στη Βόρεια Νιγηρία, η οποία, όπως είναι ευρέως γνωστό, είναι ένας τόπος δολοφονικός. Προσπαθώ να φανταστώ την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, μιας μαθήτριας που απάγεται από την τρομοκρατική οργάνωση «Μπόκο Χαράμ», τα μαρτύρια που υφίσταται ενόσω είναι αιχμάλωτη, την απόδρασή της, τον χρόνο που περνάει στο δάσος παρέα με ένα μωρό, την τελική επιστροφή της στην πόλη και εν συνεχεία στο χωριό της· μια επικίνδυνη πορεία γεμάτη αδιανόητους κινδύνους και ασύλληπτα εμπόδια».
Οι «Μικρές κόκκινες καρέκλες» είναι ένα μάλλον απρόβλεπτο βιβλίο από μέρους σας, εν μέρει τουλάχιστον. Αναρωτιέμαι, όμως, πώς προέκυψε αυτός ο εκρηκτικός συνδυασμός Ιρλανδίας και Βαλκανίων.
«Ολο και περισσότερο, καθώς μεγαλώνω, νιώθω ότι τα βάσανα και οι σφαγές στον κόσμο με επηρεάζουν πιο πολύ. Είναι αναπόφευκτο. Αλλωστε, τα βλέπουμε όλα αυτά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες κάθε βράδυ. Και μοιάζουν με την Αποκάλυψη. Επομένως, έχοντας αφιερώσει αρκετά χρόνια γράφοντας για τη ζωή μου και την ίδια μου τη χώρα, θέλησα να συνθέσω μια ιστορία που θα ήταν συγχρόνως προσωπική αλλά και πολιτική. Παράλληλα, απέφυγα συνειδητά κάθε διδακτισμό, κάθε κατήχηση. Ηθελα απλώς να αφηγηθώ μια ιστορία. Και αποφάσισα ότι το θέμα μου θα ήταν αυτό: πώς ο πόλεμος και ο εκτοπισμός σε μια γωνιά του πλανήτη έχουν απρόβλεπτες συνέπειες και σε πολλά άλλα μέρη. Με άλλα λόγια, είναι αυτό που έγραψε ο ποιητής Τζον Νταν: «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα, χτυπάει για σένα»».
Προβλέψιμη αλλά απαραίτητη η επόμενη ερώτηση: γιατί σας ενέπνευσε η περίπτωση του Ράντοβαν Κάρατζιτς;
«Επέλεξα τον Ράντοβαν Κάρατζιτς, τον οποίο ορθά αποκάλεσαν και «τέρας της Βοσνίας», εξαιτίας της δολιότητας της συμπεριφοράς του. Διότι έχει δύο τρομακτικά αντιφατικές πτυχές στον χαρακτήρα του, όπως ο δόκτωρ Βλαντ στο βιβλίο: η μια φαντάζει συνετή, λογική και άλλη δυσοίωνη και εκδικητική. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως η μεταμόρφωση αυτού του ανθρώπου από μαχητή και εγκληματία πολέμου σε μια φιγούρα ιαματική, ας πούμε, με όλα τα αξεσουάρ που συνοδεύουν έναν γκουρού, θα ήταν η ιδανική στρατηγική για να φτιάξω έναν συναρπαστικό μυθιστορηματικό ήρωα».
Εχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι στη Φιντέλμα, την άλλη πρωταγωνίστρια του βιβλίου σας –τη βασική ίσως –έχετε επενδύσει περισσότερο. Είναι ακόμη πιο περίπλοκη η περίπτωσή της.
«Ναι, η Φιντέλμα είναι ένα αρκετά σύνθετο πλάσμα. Είναι μια εκκολαπτόμενη ποιήτρια, εγκλωβισμένη σε έναν μικρό και εσωστρεφή κόσμο και διαπνέεται από ένα είδος επιπολαιότητας που θυμίζει και λίγο τη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλωμπέρ. Οπως λέει κάπου ο Τζακ, ο σύζυγός της, «είναι άπιαστη σαν σύννεφο». Είναι, επίσης, ένα πλάσμα γεμάτο λαχτάρα. Κοιτάξτε, η πολυπλοκότητα είναι ένα πεδίο προνομιακό για έναν μυθιστοριογράφο. Οι χαρακτήρες πρέπει να είναι αμφίσημοι γιατί έτσι είναι στην πραγματικότητα και οι άνθρωποι. Και τους ανθρώπους πρέπει πάντα να τους προσεγγίζουμε μέσα από τις πολλαπλές επιστρώσεις τους, τις αντινομίες τους, τα αντιφατικά συναισθήματά τους. Στην ουσία, η Φιντέλμα φλερτάρει, παίζει με τον κίνδυνο επειδή το θέλει σε κάποιο ασυνείδητο κομμάτι της ύπαρξής της».
Η συνθήκη τού να είσαι ξένος, να είσαι μακριά από το σπίτι σου, η συνθήκη του μετανάστη και του πρόσφυγα είναι κάτι που μοιράζονται οι κύριοι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Είναι μια διάσταση σημαντική στην αφήγησή σας. Πέρα όμως από την προφανή επικαιρότητά της, νομίζω ότι συνδέεται ευθέως και με την εμπειρία σας ως έναν βαθμό.
«Τα πάντα, στον εαυτό και στην ψυχή μας, είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Πράγματι, υπήρξα εξόριστη, αλλά εξόριστη από επιλογή, ακόμα και έτσι όμως δεν έπαψα ποτέ να αφουγκράζομαι εκείνη τη μουσική που με γυρίζει πίσω στο σπίτι, με τη διαφορά ωστόσο ότι δεν ξέρω επακριβώς τι είναι αυτό που εννοούμε «σπίτι». Μπορεί τελικά να είναι απλώς μια πνευματική ή ψυχική κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ανήκω στους εξόριστους που ήταν τυχεροί. Δεν δραπέτευσα από κάποιο τυραννικό και βάρβαρο καθεστώς όπως αυτά που παρατηρούμε και τώρα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους σημερινούς πρόσφυγες και τους μετανάστες η φυγή αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου και πολλές φορές ακόμα και η ζωή, την οποία είναι αρκούντως τυχεροί να βρουν αλλού, κάτω από έναν άλλο ουρανό, συνήθως δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή του φόβου, της υποβάθμισης και της αβεβαιότητας».
Υπήρξε μια εποχή που στην Ιρλανδία –τη γενέτειρά σας που εγκαταλείψατε οικειοθελώς –τα βιβλία σας απαγορεύτηκαν, αρκετοί μάλιστα τα έκαψαν. Πώς άραγε τα θυμάστε όλα αυτά;
«Οντως, η υποδοχή ήταν άγρια, κάτι που βεβαίως δεν σταμάτησε στα τρία πρώτα μου βιβλία, συνεχίστηκε μέσα στα χρόνια, με κάποια μικρή σπόντα ή κάποιου είδους αποκήρυξη, και σήμερα που μιλάμε δεν έχει εκλείψει πλήρως το φαινόμενο. Επρεπε ωστόσο, από πολλές απόψεις να προστατεύσω τον εαυτό μου: από τη μια ήταν η συνθήκη της εξορίας και από την άλλη η ακαταπόνητη αποφασιστικότητά μου να συνεχίσω να γράφω με κάθε κόστος, ανεξαρτήτως των αντιδράσεων. Μια από τις ηρωίδες μου το έχει διατυπώσει τολμηρά: «Οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη να ψηφίζουν, οι γυναίκες έχουν ανάγκη να εξοπλιστούν»».
Ανατρέχοντας στη δημιουργική σας πορεία, από το πρώτο μυθιστόρημα «The Country Girls» (1960) ως το σχετικά πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Country Girl» (2012), θα ήθελα να μου πείτε: η λογοτεχνία σας είναι αποτέλεσμα εξίσου της δικής σας εμπειρίας και των κειμένων των άλλων;
«Οι συγγραφείς αντλούν πάντοτε από τις ίδιες τους τις εμπειρίες και πάντοτε μαθαίνουν, με μια γόνιμη απληστία, από τους μεγάλους λογοτέχνες που προηγήθηκαν με το έργο τους. Υπό αυτή την έννοια, είμαι τόσο κλέφτρα όσο είναι και οι υπόλοιποι. Το έχω ξαναπεί νομίζω, έχω αντιγράψει ολόκληρες παραγράφους από τον Τζέιμς Τζόις και τον Αντον Τσέχοφ, τότε που εκπαιδευόμουν στο Δουβλίνο για να γίνω φαρμακοποιός (δεν ήταν δική μου κλίση, δεν το επέλεξα εγώ, αλλά η οικογένειά μου), τότε που με ενέπνεαν και με ενθουσίαζαν οι ιστορίες των «Δουβλινέζων» του Τζόις και τα αφηγήματα του Τσέχοφ, πρωτίστως η «Στέπα» του. Μπορεί οι προτιμήσεις μου να άλλαξαν μέσα στα χρόνια, να έγινα ακόμη πιο απαιτητική και ψαγμένη ενδεχομένως, αλλά οι πρώτες αγάπες, ειδικά στη λογοτεχνία, δεν ξεχνιούνται ποτέ».
Εχετε αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή στα γράμματα. Γιατί είναι τόσο σημαντική η λογοτεχνία για εμάς που διαβάζουμε, συγγραφείς και αναγνώστες; Εν πάση περιπτώσει, γιατί το κάνετε ακόμα και γιατί εμείς σας ακολουθούμε;
«Είμαι παθιασμένη, εμμονική θα έλεγα, με την αναγκαιότητα της αυθεντικής λογοτεχνίας –για την πνευματική μας ισορροπία –η οποία είναι πάντοτε συγχρονική. Και ξέρετε κάτι; Ολος αυτός ο κόσμος με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και –ναι, οφείλω να το πω –ολος αυτός ο συρφετός με τα μυθιστορήματα που γράφονται με μια απίστευτη μεγαλομανία, χωρίς ίχνος συναίσθησης και υπευθυνότητας, μπορούν να με εξαγριώσουν. Οι λέξεις είναι ιερές. Οι λέξεις είναι ανίερες. Οι λέξεις είναι θανατηφόρες. Οι λέξεις είναι η χαρά. Οι λέξεις είναι τα πάντα. Ο Σάμιουελ Μπέκετ, όταν τον ρώτησαν γιατί ο Τζόις ήταν τόσο σπουδαίος, έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Εκανε τις λέξεις να κάνουν τη δουλειά»».
Σημειώνετε κάπου «πόσο απαίσια είναι η μοναξιά». Σας έχω ακούσει και διαβάσει να λέτε ότι η μοναξιά είναι το προαπαιτούμενο για να γράψει κανείς λογοτεχνία. Συμπεραίνω επομένως ότι συνιστά για εσάς δύναμη υποστηρικτική. Δεν σκεφτήκατε ποτέ όμως –έστω σε μια στιγμή απόγνωσης –ότι μπορεί να ξεπουλήσατε άδικα όλον αυτόν τον προσωπικό χρόνο; Οι λέξεις ήταν ανέκαθεν η καλύτερη συντροφιά για εσάς;
«Διακρίνω –ενυπάρχουν, αν θέλετε –δύο διαστάσεις στο ερώτημά σας. Η μία σχετίζεται με τη συνεχή και αδιατάρακτη συγκέντρωση. Κάποιος πρέπει να περάσει πολύ χρόνο μακριά από τους άλλους ανθρώπους για να γράψει, ακόμα και από την οικογένειά του, κυρίως απ’ αυτήν! Η δημιουργική σπίθα, καταπώς λέμε, είναι μια μυστήρια και περίπλοκη υπόθεση. Ο Τ.Σ. Ελιοτ την ονόμασε «το σκοτεινό έμβρυο». Επομένως, αυτό το σκοτεινό έμβρυο πρέπει να ανακαλύψει κάθε λέξη από μόνο του. Και δεν πρέπει να υπάρξει διακοπή σε αυτήν τη διαδικασία. Η μοναξιά είναι, αν θέλετε, η σύντροφος αυτού του εμβρύου. Οταν είμαστε μόνοι, σκάβουμε βαθύτερα, στοχαζόμαστε βαθύτερα, σκεφτόμαστε πράγματα που μας έχουν αφήσει και μας έχουν πληγώσει με έναν τρόπο που δεν μπορούμε να το κάνουμε όταν περιφερόμαστε, όταν είμαστε μέσα στον κόσμο. Εν τέλει, θα επικαλεστώ εδώ για τρίτη φορά τον Τζέιμς Τζόις, ο οποίος τόσο πολύ αγαπούσε την αρχαία Ελλάδα και τη μυθολογία της. Μια φορά μάλιστα είχε επιμείνει τόσο πολύ για ένα συγκεκριμένο μπλε χρώμα (αυτό που θεωρούσε ελληνικό), το οποίο ήθελε να μπει στο εξώφυλλο του δικού του «Οδυσσέα», που έκανε τους τυπογράφους να παραφρονήσουν! Αυτό είχε πει, λοιπόν, ο Τζόις και αυτό πρέπει να είναι το μάντρα κάθε συγγραφέα: «Ενα μέτρο για να εκτιμήσουμε τη σημασία ενός έργου τέχνης είναι να συνεξετάσουμε από πόσο βαθιά αναβλύζει μια πηγή»».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ