Στιγκ Ντάγκερμαν
Το φίδι
Μετάφραση Γρηγόρης Ν. Κονδύλης
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 320, τιμή 16,96 ευρώ
Ο κανόνας λέει ότι η πεζογραφία προϋποθέτει την εμπειρία και ότι οι πεζογράφοι γράφουν τα καλύτερα έργα τους σε ώριμη ηλικία. Βεβαίως, οι κανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους. Ο Νόρμαν Μέιλερ λ.χ. εξέδωσε το ογκώδες μυθιστόρημά του Οι γυμνοί και οι νεκροί (από τα καλύτερά του) όταν ήταν 25 ετών. Ο Σουηδός Στιγκ Ντάγκερμαν είναι ανάλογη περίπτωση. Το πρώτο του μυθιστόρημα (Το φίδι) κυκλοφόρησε το 1945, όταν ήταν μόνο 22 ετών. Το διαβάζει κανείς με κομμένη ανάσα και ολοκληρώνοντάς το αδυνατεί να πιστέψει ότι σε αυτή την ηλικία μπορεί κάποιος να γράψει ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα βιβλία αυτού του τραγικού συγγραφέα, που γεννήθηκε το 1923 και αυτοκτόνησε στη Στοκχόλμη το 1954 στα 31 του χρόνια.
Ο Ντάγκερμαν δεν είναι άγνωστος στη χώρα μας. Αλλα τρία έργα του έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, και τα τρία μεταφρασμένα από τη Μαργαρίτα Μέλμπεργκ: το μυθιστόρημα Καμένο παιδί (1998) από την Εστία, το θεατρικό Η σκιά του Μαρτ (2004) από τη Νεφέλη και το σύντομο δοκίμιο Η ανάγκη μας για παρηγοριά (2005) από το Μελάνι. Τα βιβλία αυτά, όλα πολύ αξιόλογα, δεν είχαν δυστυχώς την επιτυχία που περίμεναν οι εκδότες. Αν ο αναγνώστης δεν είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τον σκληρό –και κάποτε ακραίο –ρεαλισμό του Ντάγκερμαν και τη μαύρη ποίησή του, θα δυσκολευθεί να τον διαβάσει. Εκείνος ο νεαρός αναρχικός υπαρξιστής έγραφε για την κοινωνία και το άγχος της ύπαρξης με έναν τρόπο μοναδικό, που σε κάνει να αισθάνεσαι ξένος. Ξένος στη σχέση σου με τον κόσμο και ξένος όσον αφορά την ίδια σου την ύπαρξη. Σε μεταφέρει επιπλέον σε μια εποχή αγωνίας, φόβου και αβεβαιότητας και σε μια κοινωνία που σε συντρίβει συναισθηματικά και ψυχικά. Και όλα αυτά είναι ολοφάνερα σε τούτο το πρώτο του μυθιστόρημα.
Ο σκοτεινός καθρέφτης της ύπαρξης
Βρισκόμαστε στη Σουηδία την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η χώρα έχει επιλέξει την ουδετερότητα, αλλά η ουδετερότητα κάνει εντονότερο το άγχος, ιδίως της νεότερης γενιάς, που δεν ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Είναι η ιστορία μιας ομάδας νέων που προσπαθούν να ξεπεράσουν ματαίως τους φόβους τους –με καταστρεπτικά αποτελέσματα.
Οι περισσότεροι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι στρατιώτες που υπηρετούν τη θητεία τους. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη τα οποία φέρουν το πρώτο τον τίτλο Ιρέν και το δεύτερο Δεν κλείνουμε μάτι. Από αφηγηματικής πλευράς, εν τούτοις, το δεύτερο μέρος είναι σαν να αποτελείται από δύο τμήματα.
Στο πρώτο μέρος, η Ιρέν, μια εργαζόμενη γυναίκα, ερωτεύεται έναν στρατιώτη ονόματι Μπιλ, η βαρβαρότητα του οποίου φτάνει στα όρια του σαδισμού. Πρωταγωνιστής στο δεύτερο μέρος είναι ένας άλλος στρατιώτης, που ο συγγραφέας τον ονομάζει Γραφέα. Γνωρίζοντας τη ζωή του Ντάγκερμαν αντιλαμβανόμαστε ότι ο τύπος αυτός είναι η άλλη πλευρά, όχι όμως μόνο του ίδιου αλλά και των άλλων στρατιωτών που υπηρετούν μαζί του.
Οι περιγραφές του στρατοπέδου και της στρατιωτικής ζωής, ο τρόπος με τον οποίο συζητούν μεταξύ τους οι φαντάροι και η καθημερινότητά τους δίνονται με ωμότητα, όπως και με απόλυτη ακρίβεια. Θυμίζουν σε πολλά ένα εξίσου δυνατό μυθιστόρημα, την Πόλη και τα σκυλιά του Μάριο Βάργκας Λιόσα, αν και οι στόχοι είναι διαφορετικοί. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις το αντιμιλιταριστικό πνεύμα κυριαρχεί και λειτουργεί ως σκοτεινός καθρέφτης της ύπαρξης και της κοινωνίας.
Οι εμπειρίες των στρατιωτών, όπως τις αφηγούνται οι ίδιοι, τους βυθίζουν βαθύτερα στον φόβο. Φόβοι υπαρξιακοί, γιατί σύμφωνα με τον σαρτρικό αφορισμό «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας». Αν ο φόβος δεν ξεπεραστεί, δεν υπάρχουν νοήματα και σημασίες. Αλλά ο φόβος λειτουργεί διαφορετικά μέσα στον καθένα, γι’ αυτό και η αφήγηση είναι πολύπλευρη και ο κάθε χαρακτήρας διαθέτει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του –μολονότι όλοι είναι πιασμένοι στο δίχτυ του φόβου –που παίρνει εδώ και συγκεκριμένη μορφή: είναι ένα φίδι που κυκλοφορεί στο στρατόπεδο, η απόλυτη απειλή, ο φυσικός και μεταφυσικός τρόμος, που αποκτά τη δύναμη της αλληγορίας.
Στο τρίτο μέρος ο Γραφέας παίρνει πρωτοβουλίες και εξηγεί το πώς θα υπερνικηθεί ο φόβος, διότι όπως λέει στο τελευταίο κεφάλαιο: «Είναι τραγικό το γεγονός ότι ο σημερινός άνθρωπος έπαψε να έχει το θάρρος να φοβάται. Είναι ολέθριο, διότι κάποια στιγμή θα σταματήσει σιγά σιγά και να σκέφτεται» .
Τέτοιες και παρόμοιες σκέψεις είναι αναπόφευκτο να οδηγούν στην καταστροφή, προτιμώ όμως να μην αναφέρω το τέλος, μια σκηνή απολύτως κινηματογραφική, που παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές του εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου. Γιατί όντως, τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία σε αυτό το μυθιστόρημα σκληρού και τραγικού ταυτοχρόνως ρεαλισμού αφθονούν, δανεισμένα προφανώς από την ποίηση στην οποία επίσης διέπρεψε ο Ντάγκερμαν.
Γραφή και πολιτικός ακτιβισμός
Το λογοτεχνικό περιβάλλον ασφαλώς και δεν θα άφηνε αδιάφορο αυτόν τον αναρχικό της ύπαρξης. Στον πρόσωπο του Γραφέα βρίσκουμε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Είναι και εκείνος σοσιαλιστής, αν και ιδιότυπος σοσιαλιστής, και αναρχικός –εγωτικός αναρχικός. Δεν θέλει να καθησυχάζει τους ανθρώπους αλλά να τους κάνει να ανησυχούν. Ο ίδιος λέει πως είναι ποιητής –και άρα πρέπει να φοβάται περισσότερο απ’ όλους, να «φτάνει στα άδυτα του φόβου».
Εκτός από τον Γραφέα έχουμε και άλλα πρόσωπα που παραπέμπουν στη λογοτεχνία (μολονότι δεν μιλούν για λογοτεχνία αλλά για ζητήματα κοινωνικής κριτικής), όπως τον Κριτικό Λογοτεχνίας και τον Βάρδο. Δεν είναι κι εδώ δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πως ο Ντάγκερμαν θεωρεί τη γραφή ως εξέχουσα έκφραση κοινωνικού και πολιτικού ακτιβισμού. Και ενώ αυτά θα μπορούσαν να είναι παρένθετα στην αφήγηση, αποτελούν συστατικά της γνωρίσματα. Μπορεί να μην είναι πολλοί εκείνοι που θα μιλούσαν σαν τον Γραφέα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν. Ο Γραφέας (όπως και οι υπόλοιποι χαρακτήρες) είναι ζωντανό πρόσωπο, δεν είναι καρικατούρα.
Το Φίδι, μεταφρασμένο από τα σουηδικά, αυτή την φορά από τον Γρηγόρη Ν. Κονδύλη, είναι μια καλή αρχή για να ανακαλύψει κανείς έναν σημαντικό και αιχμηρό συγγραφέα. Και στη συνέχεια να διαβάσει και τα υπόλοιπα βιβλία του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ