Δεν έχεις πολλές φορές την ευκαιρία να βρεθείς στο σπίτι ενός σπουδαίου ανθρώπου. Να κάτσεις στο ίδιο τραπέζι που πριν από χρόνια κάθονταν και συζητούσαν προσωπικότητες που άλλαξαν την Ελλάδα. Απέναντί μου έχω την Αγνή, το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, και προσπαθώ για όση ώρα μού κάνει την τιμή να με φιλοξενήσει στο σπίτι της να μη χάσω ούτε στιγμή κάτι από την ιδιαίτερη ενέργεια του χώρου.
Καθόμαστε στην τραπεζαρία, ακριβώς εκεί που ο Πικιώνης έτρωγε παρέα με τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο και τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, και ανοίγουμε οικογενειακά μπαούλα, ξετυλίγουμε ιστορίες και πάμε πίσω στα μέσα του 20ού αιώνα. Στα παιδικά χρόνια της Αγνής, στην εποχή που ο Πικιώνης «έφτιαχνε την Ακρόπολη», αλλά και πιο πίσω, στα σπίτια στην Κυπριάδου, στη Φιλοθέη, στην Αίγινα. Ενα ταξίδι με πτυχές άγνωστες σε εμάς, με στοιχεία της προσωπικότητας ενός ανθρώπου που αδιαφορούσε για χρήμα, δόξα και υστεροφημία. Για έναν καλλιτέχνη που σχεδίασε τις πιο όμορφες οικίες των Πατησίων αλλά ο ίδιος έμενε στο νοίκι, για έναν αρχιτέκτονα που έδωσε πνοή στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και στον Αγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη και για έναν μπαμπά που ήθελε τα παιδιά του να ασχοληθούν με ό,τι πραγματικά αγαπούσαν.
Αφορμή για όλα αυτά είναι τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Πικιώνη που συμπληρώνονται μέσα στο 2018 και κυρίως η ανάπλαση του πρασίνου γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου και του 14ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών στα Πευκάκια, στους πρόποδες του Λυκαβηττού (Σίνα 70), που θα γίνει από τον Δήμο Αθηναίων το επόμενο διάστημα. Η στρογγυλή αυτή επέτειος καθώς και το σύμφωνο συνεργασίας που υπέγραψε ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης με την Αγνή Πικιώνη συμπίπτουν με τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την αποπεράτωση των εργασιών στον χώρο γύρω από την Ακρόπολη. Τι καλύτερο λοιπόν από μια κουβέντα με τη μικρότερη κόρη, που σπούδασε και εκείνη Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ενώ ήταν μόλις 27 ετών όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή έχει αναλάβει εδώ και τέσσερις δεκαετίες να αναδείξει το έργο του.
Στη δική μας συζήτηση βέβαια είναι και ο αρχιτέκτονας πάντοτε παρών, στο γραφείο που διατηρούσε στο σπίτι της οικογένειας, στις βόλτες στην Αθήνα, στα μονοπάτια του Φιλοπάππου όπου, με το κοντό του παντελόνι, δούλευε τις πέτρες που από τότε συντροφεύουν τους πιο όμορφους περιπάτους μας στην πόλη. Αυτές τις διάσημες πέτρες, αλλά και το κτίσμα του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, τον παιδικό κήπο της Φιλοθέης και το δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια αγωνίζεται εδώ και χρόνια η Αγνή Πικιώνη να αναπλάσει. Να τα συντηρήσει και να τους δώσει πάλι το πνεύμα του Πικιώνη που σε πολλές περιπτώσεις έχει χαθεί στην πάροδο του χρόνου.
Ζωγραφική στο μπαούλο
Φαντάζομαι τον Πικιώνη να κάθεται στο γραφείο του και να δουλεύει και απέναντι, στην άλλη πλευρά της πινακίδας, την κόρη του να κάνει τα μαθήματά της. «Μου φαινόταν τεράστια αυτή η πινακίδα» αναφέρει «ενώ στην πραγματικότητα ήταν πολύ μικρή». Της άρεσε να κάθεται μαζί με τον πατέρα της, όπως αργότερα της άρεσε να πηγαίνει στα μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης του Πολυτεχνείου, όταν σπούδαζαν εκεί τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της, Ινώ και Πέτρος. «Ηταν πολύ όμορφη εμπειρία, θυμάμαι μια φορά είχα ποζάρει σαν μοντέλο στη Σχολή και με είχαν κεράσει μια καραμέλα» συνεχίζει.
Στη μικρότερη κόρη έπεσε και το βάρος της μετακόμισης από το σπίτι όπου μεγάλωσαν, Μαρκορά και Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου, σε ένα στην ίδια γειτονιά. «Τα αδέλφια μου είχαν μεγαλώσει πια και είχαν παντρευτεί. Οι γονείς μου ήταν αρκετά μεγάλοι και έπρεπε εγώ να μετακομίσω βιβλιοθήκες και βιβλία, και στην ουσία είχα άγνοια τι είχε αξία και τι όχι. Ευτυχώς δεν πέταξα κάτι σημαντικό» θυμάται η Αγνή Πικιώνη. Στο γραφείο του Πικιώνη υπήρχε ένα μικρό μπαούλο μέσα στο οποίο, με αφορμή τη μετακόμιση, η κόρη του ανακάλυψε τα ζωγραφικά του έργα, τις δημιουργίες των νεανικών του χρόνων, αποτελέσματα των σπουδών του στο Μόναχο στο ελεύθερο σχέδιο και στη γλυπτική, στα οποία ωστόσο ο ίδιος δεν πίστευε πολύ, ίσως επειδή ο κρυφός του πόθος ήταν ανέκαθεν η αρχιτεκτονική.
«Εντυπωσιάστηκα, και στο καινούργιο σπίτι άρχισα να κορνιζώνω μερικά από αυτά» αναφέρει η κόρη του. «Ασ’ τα αυτά, θα τα διορθώσουμε καμιά φορά» σχολίαζε εκείνος. Και μπορεί ο ίδιος να μη φρόντισε ποτέ να αναδειχθούν οι πρώτες δημιουργίες του, αλλά η Αγνή Πικιώνη έβαλε στόχο να συγκεντρώσεί όλο το έργο του και να δώσει σε αυτά τα ζωγραφικά αριστουργήματα, αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα, τη θέση που τους έπρεπε. Σήμερα όλο το αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό του αρχείο βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη και είναι προσβάσιμο στο κοινό.
Ο Πικιώνης γεννήθηκε το 1887 στον Πειραιά από χιώτες γονείς. Είχε από μικρός κλίση στη ζωγραφική και το 1906 έγινε ο πρώτος μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη. Οπως γράφει ο ίδιος για την παιδική του ηλικία: «Κι αναθυμούμενος τα παιδικά μου χρόνια, βρίσκω πως μέσα στο βρέφος, μέσα στο παιδί, στα ορμήματα της ψυχής του και στους αδιατύπωτους στοχασμούς του, στις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του, κρύβεται αυτούσιος ο χαρακτήρας του μεγάλου, η μοίρα της ζωής του ολάκερης. Κι αγκαλά, και ξέρω πως ο χώρος δε μου το επιτρέπει, αισθάνομαι μια βαθιάν ανάγκη να μακραίνω εδώ για τα παιδικά τα χρόνια το λόγο, προτιμώντας των άλλων παρά τούτων να συντομέψω την εξιστόρηση, και τούτο όχι από φιλαυτία, μα για να δείξω, απάνω στο προσωπικό μου αναγκαστικά παράδειγμα, τη σημασία που έχουν τα πνευματικά τα σπέρματα που η παιδική ηλικία κρύβει μέσα της.
(…) Μια φωνή μού έλεγε πως δεν ήρθαμε σε τούτο τον κόσμο με τη συγκατάθεσή μας, μα εκτίοντας κάποιο πταίσμα. Κάποτε έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα: «Είμαι αγνός;». Αλλά σύγκαιρα διερωτόμουν: «Αλλ’ από πού ξέρω τι είναι αγνότητα… Από πού μπορώ να ξέρω το νόημά της;». Μου επαναλάμβανα πως πρέπει να ‘μαι πάντα καλός. Και προσπαθούσα να είμαι, μα μέσα μου είχα την υποψία μην είμαι καλός από αδυναμία… Είχα το αίσθημα της δικαιοσύνης, και κάποτε πάλεψα να την υπερασπιστώ ανάμεσα σε δύο το ίδιο προσφιλή πρόσωπα, θέτοντας τα παιδικά μου αισθήματα σε φοβερή δοκιμασία».
Ο αρχιτέκτων πρέπει να έχει ιστορική συνείδηση
Τα σπίτια στην Κυπριάδου, η οικία Μωραΐτη στις Τζιτζιφιές, τα προσχέδια τάφων, η πολυκατοικία στη Χέυδεν, το «Ξενία» των Δελφών και το Δασικό Χωριό στο Περτούλι θα ήταν αρκετά για να χαρακτηρίσουν κορυφαίο τον έλληνα αρχιτέκτονα. Αλλά τίποτε από αυτά δεν άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε την εμπειρία της Ακρόπολης, τίποτε από αυτά δεν διαμόρφωσε τις καλοκαιρινές μας βόλτες, τίποτε από αυτά δεν έγινε πόλος έλξης χιλιάδων τουριστών εδώ και έξι δεκαετίες. Ολα αυτά και τόσα άλλα συνέβησαν με τη «Διαμόρφωση του αρχαιολογικού περί την Ακρόπολη χώρου και του λόφου Φιλοπάππου», έργο που ολοκληρώθηκε ακριβώς 60 χρόνια πριν, το 1958.
«Ολα ξεκίνησαν από έναν μαθητή του, τον Προκόπη Βασιλειάδη, που ήταν ιδιαίτερος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Εκείνος τού είπε ότι μόνο ο Πικιώνης θα μπορούσε να κάνει αυτό το έργο» θυμάται η Αγνή, που ήταν μόλις 13 ετών όταν ξεκίνησε το φιλόδοξο εγχείρημα.
«Οσον αφορά το πρόσωπον του αρχιτέκτονος ο οποίος θα παρείχε τας εγγυήσεις της επιτελέσεως του έργου τούτου, ούτος δέον να είναι ικανός να αρθή υπεράνω των κατά συνθήκην και εφημέρων συλλήψεων αίτινες χαρακτηρίζουν την εποχήν μας. Δέον ούτος να έχη διά μακράς παιδείας ανεπτυγμένην, θα έλεγα, ιστορικήν συνείδησιν των μορφών ας θα εφαρμόση εν τόπω ο οποίος δεν ανέχεται την ισχύουσαν συμβατικότητα» γράφει μεταξύ άλλων ο Πικιώνης στην επιστολή που έστειλε στον τότε υπουργό Δημοσίων Εργων Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 12 Μαΐου 1955. Στην επιστολή ο Πικιώνης εξηγούσε μεταξύ άλλων πόσο σημαντικό είναι για αυτό το έργο να μην ακολουθεί συγκεκριμένο σχέδιο ο αρχιτέκτονας, να βγει από το γραφείο και ουσιαστικά να δουλεύει, να εμπνέεται και να δημιουργεί επί τόπου με βάση το φυσικό τοπίο και τον Ιερό Βράχο.
«Εκείνη την εποχή τα δημόσια έργα τα αναλάμβανε ένας εργολάβος, έβαζε μια μπουλντόζα και τέλος» εξηγεί η κόρη του και συνεχίζει: «Ο Πικιώνης έγραψε δύο επιστολές στον Καραμανλή και του εξηγούσε ότι αυτό το έργο δεν είναι συμβατικό και χρειάζεται να γίνει δι’ αυτεπιστασίας. Αλλαξε δηλαδή το σύστημα και αντί για συνολικά ποσά, οι εργάτες πληρώνονταν με βάση τα μεροκάματά τους».
Ακρόπολη, λόφος Φιλοπάππου, Αγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης
Το πιο μεγάλο έργο σε δημόσιο χώρο για την εποχή δεν έγινε βέβαια χωρίς αντιξοότητες και γκρίνιες. «Ο Καραμανλής συχνά πήγαινε στο εργοτάξιο και πίεζε τον Πικιώνη για την ολοκλήρωση του έργου. Πρώτη φορά αρχιτέκτονας ακολουθούσε αυτή την πρακτική και ο υπουργός ήθελε να γίνουν όλα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα» αναφέρει η Αγνή Πικιώνη στο ΒHMAgazino. «Να μην ανακατεύεται στη δημιουργία του τού ζητούσε ευγενικά εκείνος και έτσι μετά από τέσσερα χρόνια, αμέτρητες ώρες χειρωνακτικής δουλειάς και δεκάδες σχέδια το έργο ολοκληρώθηκε» συνεχίζει.
Το 1958, έτος αποπεράτωσης των εργασιών, ο Πικιώνης αποχωρεί από το Πολυτεχνείο. Τα τελευταία χρόνια τις παραδόσεις στα αμφιθέατρα είχε ούτως ή άλλως διαδεχθεί το εργοτάξιο, μια και οι μαθητές ήταν πιο χρήσιμο να ακολουθούν τον αρχιτέκτονα στην οδό Ακροπόλεως, να βλέπουν τον τρόπο που εργάζεται, να ακούν τη φιλοσοφία του πίσω από αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο.
Με αφορμή την ολοκλήρωση της ακαδημαϊκής του καριέρας το περιοδικό «Ζυγός», στο οποίο εμφανίστηκαν πρώτη φορά κριτικοί και ιστορικοί τέχνης που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό το εικαστικό τοπίο της χώρας, του αφιερώνει ένα ολόκληρο τεύχος. Σαράντα άνθρωποι του πνεύματος έγραψαν την άποψή τους για τον αρχιτέκτονα και ούτε ένας δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη διαμόρφωση του χώρου γύρω από τον Ιερό Βράχο.
Στο σύνολό του το έργο αφορά τη διαμόρφωση δύο μονοπατιών: το ένα είναι αυτό που ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο και το άλλο απομακρύνεται από αυτόν δημιουργώντας δύο συνθήκες θέασης του Παρθενώνα, μία από τον Λουμπαρδιάρη και μία από το Ανδηρο στου Φιλοπάππου, όπου καταλήγει η διαδρομή.
«Στα δύο σημεία θέασης όμως, οι χαράξεις είναι ιδιαίτερα εμφανείς. Στη διαμόρφωση γύρω απ’ τον Αγιο Δημήτριο οι αρμοί της δαπεδόστρωσης, κατά την είσοδο στον υπαίθριο χώρο του, οδηγούν το βλέμμα. Στον ημιυπαίθριο χώρο του παλιού καφενείου η κεκλιμένη στέγη στρέφεται προς την Ακρόπολη. Στην κορυφή του λόφου, στο Ανδηρο, μαρμάρινα καθιστικά και μικρές πέτρινες κατασκευές οργανώνονται έτσι ώστε να τοποθετήσουν τον άνθρωπο στα σημεία με την καλύτερη θέα των Προπυλαίων και της Ακρόπολης γενικότερα» αναφέρει ο Κώστας Τσιαμπάος στο βιβλίο «Κατασκευές της όρασης –Από τη θεωρία του Δοξιάδη στο έργο του Πικιώνη» (εκδ. Ποταμός).
«Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο ο Πικιώνης συλλαμβάνει την έννοια της φύσης. Φύση που είναι εδώ συνυφασμένη με την ιστορία και το παρελθόν του πολιτισμού της. Ενσωματώνει ανθρώπινες γραφές και απομεινάρια παλαιότερης κατοίκησης, τόσο που δεν ξεχωρίζει απ’ αυτά. Αρχαία μνημεία, κτίσματα, βράχοι, θάμνοι σαν ένα τοπίο αφηγούνται την ιστορία της αττικής γης» συμπληρώνει η κόρη του αρχιτέκτονα.
Πώς θα ήταν τα δρομάκια γύρω από την Ακρόπολη αν δεν είχε αναλάβει ο Πικιώνης το έργο; Αυτό το ερώτημα τριγυρνάει στο μυαλό μου όση ώρα ακούω την κόρη του να περιγράφει με καμάρι το μεγαλύτερο έργο του μπαμπά της. «Πριν από αυτόν, πάντως, υπήρχε απλώς ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος που οδηγούσε στον Ιερό Βράχο και ένας χωματόδρομος που έφτανε στο εκκλησάκι του Λουμπαρδιάρη» μου εξηγεί η Αγνή και θυμάται ότι σε αυτό το εκκλησάκι ο Πικιώνης συνόδεψε νύφη τη μεγάλη του κόρη, αρκετά χρόνια προτού αποφασίσει να αλλάξει την όψη του.
Η Αγνή Πικιώνη δεν θυμάται ξεχωριστά αυτή τη δουλειά του αρχιτέκτονα σε σχέση με τις άλλες. Είχε συνηθίσει ότι ο μπαμπάς έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι και όταν επέστρεφε έπρεπε να ξαπλώσει να ξεκουραστεί. Τον ταλαιπωρούσαν πονοκέφαλοι και πολλά βράδια τα περνούσε ξάγρυπνος. Ωστόσο ένα απόγευμα της έχει χαραχθεί στη μνήμη, καθώς ο 70χρονος πατέρας τους, αν και κουρασμένος, ξεκίνησε να τους πάει σε έναν από τους κινηματογράφους της περιοχής. Η κούραση όμως τον κατέβαλε τόσο πολύ που δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τη βόλτα. Επρεπε να επιστρέψει σπίτι για να ξεκουραστεί.
Δημοτικό σχολείο στον Λυκαβηττό, Παιδικός κήπος στη Φιλοθέη
Σχεδόν είκοσι χρόνια πριν από εκείνη τη βόλτα και την ενασχόλησή του με τον περιβάλλοντα χώρο της Ακρόπολης και τον Λουμπαρδιάρη, ο αρχιτέκτονας είχε υπογράψει δύο έργα που χαρακτηρίζουν την τέχνη του: το Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια Λυκαβηττού και τον παιδικό κήπο στη Φιλοθέη. Το 1932 και το 1961 αντίστοιχα, ο Πικιώνης έδωσε ψυχή και σώμα σε αυτά τα έργα, τα οποία ο κόρη του προσπαθεί να αναπλάσει, καθώς έχουν αλλοιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για τις ανάγκες αυτής της ανάπλασης δημιουργήθηκε εδώ και λίγα χρόνια η ΑΜΚΕ «Δημήτρης Πικιώνης» με στόχο «τη μελέτη, προστασία, ανάδειξη και αποκατάσταση του έργου του Δημήτρη Πικιώνη». Το 14o Δημοτικό Σχολείο είναι αυτό άλλωστε που θα αναπλάσει ο Δήμος Αθηναίων, μαζί με το έργο πρασίνου της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου, σύμφωνα με τη συνεργασία που υπέγραψαν ο Γιώργος Καμίνης και η Αγνή Πικιώνη.
Μαθητές που ξεχώρισαν, καλλιτέχνες που αγάπησε
Προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι να ζεις σε ένα σπίτι το οποίο κάθε τόσο επισκέπτονταν ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος. Πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούσαν οι συζητήσεις για την τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη φιλοσοφία. Πώς είναι να ξέρεις ότι μεγάλο κομμάτι της πνευματικής σου καλλιέργειας το χρωστάς σε ανθρώπους που όχι απλώς συνεχίζουν να εμπνέουν μέχρι σήμερα αλλά διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική δημιουργία της χώρας.
Η Αγνή Πικιώνη θυμάται ωστόσο λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Οι νέοι καλλιτέχνες που αγαπούσε ο πατέρας της ήταν τότε άσημοι, φτωχοί και αβοήθητοι. Νέοι που πήγαιναν στο σπίτι του αρχιτέκτονα για ένα πιάτο ζεστό φαγητό, ένα μπάνιο αλλά και μια συμβουλή. Ο Πικιώνης μπορεί να μην ήταν πλούσιος, αλλά ως καθηγητής βρισκόταν σε καλύτερη οικονομική θέση. Ο ίδιος είχε γνωριμίες και τους βοηθούσε όσο περισσότερο μπορούσε. Τους έστελνε καθηγητές σε σχολεία ή τους έβαζε υπευθύνους σε έργα που αναλάμβανε ο ίδιος. Την ίδια άριστη σχέση είχε ο Πικιώνης και με τους μαθητές του. Εκείνη την εποχή οι φοιτητές του στο Πολυτεχνείο δεν ξεπερνούσαν τους δέκα και με όλους οι σχέσεις ήταν οικογενειακές. Ετσι η μικρή Αγνή δεν ένιωθε δέος για τους επισκέπτες αλλά οικειότητα.
Αργότερα ανακάλυψε ένα έργο του Τσαρούχη με την αφιέρωση «Στον Δημήτρη Πικιώνη έναντι ενός λουτρού», καθώς και επιστολές μαθητών του. Τα γράμματα αυτά, τα οποία φυλάσσει η οικογένεια, αποτελούν μια πτυχή του βίου του που δεν έχει αναδειχθεί και αφορούν την αλληλογραφία με μαθητές του που ζούσαν στην επαρχία την Κατοχή και παρ’ όλο που ήταν καθηγητές σε σχολεία δεν είχαν ούτε να φάνε. «»Θα πεθάνουμε από την πείνα. Ο θάνατός μου από ασιτία θεωρείται βέβαιος» έγραφε ο Διαμαντόπουλος σε μία από αυτές τις επιστολές την εποχή που ήταν καθηγητής Τεχνικών στη Δημητσάνα» θυμάται η κόρη του Πικιώνη.
Αρχιτέκτονας, δάσκαλος, μπαμπάς
Η ώρα περνάει και η συζήτηση πηγαινοέρχεται ανάμεσα στον αρχιτέκτονα, στον δάσκαλο και στον μπαμπά Πικιώνη. Ο Πικιώνης δεν είχε άμεση εμπλοκή με την πολιτική αλλά θα μπορούσε κάποιος να τον χαρακτηρίσει δεξιό με τη σημερινή ορολογία. «Δεν του πήγαινε να είναι απόλυτος» μου εξηγεί η κόρη του και θυμάται ότι ήταν δίπλα σε όποιον το είχε ανάγκη, όποια παράταξη και να υποστήριζε. Είχε φίλους αριστερούς και δεξιούς, ήθελε πάνω απ’ όλα να είναι νηφάλιος και παρέμεινε μέχρι το τέλος δίκαιος.
Δίκαιος με τους άλλους, δίκαιος στο σπίτι του, δίκαιος με τα παιδιά του. Αν και η μητέρα της οικογένειας είχε αναλάβει τον ρόλο της διαπαιδαγώγησης, εκείνος ήταν κοντά τους όσο περισσότερο το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις του. Τους καλλιέργησε τα ιδανικά και τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Τους έμαθε να βλέπουν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της τέχνης και ήθελε να ασχοληθούν με αυτό που αγαπούν. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και εκείνα με τα δικά τους παιδιά.
Η σύζυγος του Πικιώνη, Αλεξάνδρα Αναστασίου, ήταν 15 χρόνια μικρότερή του και πρακτική γυναίκα. «Αν και πάντα υπήρχε βοήθεια στο σπίτι, εκείνη είχε τον πρώτο λόγο στο νοικοκυριό. Εφτιαχνε κουραμπιέδες και μελομακάρονα τις γιορτές και της άρεσε να περιποιείται τον μπαμπά μου. Το απόγευμα του πήγαινε στο κρεβάτι δίσκο με τον καφέ του και τον άφηνε απερίσπαστο να σχεδιάζει, να ζωγραφίζει, να δημιουργεί» εξιστορεί η Αγνή.
Το μοναδικό του σπίτι
Το σπίτι όπου ζει σήμερα η Αγνή Πικιώνη στην Κυπριάδου απέχει μόλις λίγα μέτρα από το πατρικό μου. Τα σπίτια της περιοχής που έφτιαξε ο αρχιτέκτονας, όσα στέκουν ακόμη, αλλά και οι αναμνήσεις από όσα έχουν κατεδαφιστεί, θυμίζουν πόσο υπέροχη γειτονιά ήταν η Κυπριάδου τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Η πολυκατοικία όπου ζει η ίδια έχει χτιστεί από τον μεγαλύτερο αδελφό της, Πέτρο, ο οποίος διατηρούσε αρχιτεκτονικό γραφείο μαζί με τον πατέρα Πικιώνη. Το μοναδικό σπίτι της οικογένειας είναι αυτό στην Αίγινα, το οποίο ο Πικιώνης έφτιαξε λίγα χρόνια προτού πεθάνει έπειτα από επιμονή της συζύγου του.
Η ώρα περνάει και πρέπει να αποχωρήσω. Παίρνω μαζί μου αναμνήσεις μιας όμορφης ζωής, λεπτομέρειες από την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που έφτιαξε υπέροχα κτίσματα και πίστευε ότι στην Ελλάδα ένα σπίτι 80 τ.μ. είναι αρκετό. «Ο βίος στην Ελλάδα είναι ως επί το πλείστον υπαίθριος» υποστήριζε και με αυτόν τον γνώμονα φρόντισε να δημιουργήσει το τέλειο περιβάλλον για τις δικές μας βόλτες στην πόλη. Εγινε ο λόγος που οι επισκέπτες της Αθήνας λάτρεψαν και λατρεύουν τον περίπατο στον περιβάλλοντα χώρο της Ακρόπολης που εμείς οι γηγενείς, όσο κι αν λαχταράμε συνήθως τη θέα προς τη θάλασσα, συχνά λοξοκοιτάζουμε, περπατώντας πάνω στις πέτρες του Πικιώνη, προς τον Παρθενώνα.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ