Περπατάς ανάμεσα στις ιερές πηγές. Αριστερά της γέφυρας που περνάει πάνω από τον ναό της Ισιδας στο Δίον, ο μικρός Αρποκράτης, κρυμμένος σχεδόν πίσω από ένα τεράστιο κιονόκρανο, παρατηρεί με πονηρό ύφος την Ιουλία Φρουγιανή Αλεξάνδρα που στέκει στο βάθρο της, στο δεξί χέρι του περιηγητή, και παρακολουθεί αφ’ υψηλού το πλημμυρισμένο από τα νερά ιερό. Την έστησε εκεί η πόλη του Δίου σε ένδειξη τιμής. Η Ισιδα και ο υιός της, ο Αρποκράτης (θεός της σιωπής και της εχεμύθειας), έρχονται από το αιγυπτιακό πάνθεον και οι νεροσυρμές του Βαφύρα ίσως συμβολίζουν τον Νείλο, τον ιερό ποταμό που διαρρέει την Αίγυπτο απ’ άκρη σ’ άκρη. Η Ιουλία είναι ρωμαία ευεργέτιδα του ιερού και ο περιηγητής, πολίτης του σύγχρονου παγκόσμιου χωριού.
Ο συνδετικός ιστός όλων αυτών είναι η ατμόσφαιρα ενός αρχαίου ελληνικού ναού, στον οποίο λατρευόταν η Αφροδίτη ως θεά των υπωρειών του Ολύμπου και μετά η Αρτεμις ως θεά του τοκετού. Αργότερα, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, κυριάρχησε ο μυστηριακός χαρακτήρας της αιγύπτιας θεάς Ισιδας Λοχίας –που τόσο είχε τιμήσει ο Μέγας Αλέξανδρος –και μάλιστα για ένα διάστημα συνυπήρξε με τη χριστιανική λατρεία στο Δίον. Στα μαρμάρινα σκαλοπάτια ήταν αφιερωμένες πλάκες με αποτυπωμένα επάνω τους ανθρώπινα πέλματα. Και κάπου σε μια κόγχη έστεκε το άγαλμα της Υπολυμπιδίας Αφροδίτης και καθρεφτιζόταν στα νερά της μαρμάρινης βάθρας.

Αυτό το παλίµψηστο

φέρνει στον νου το πανηγύρι που γινόταν στη χάρη της Ισιδας την άνοιξη και το φθινόπωρο. Οι μυημένοι, οι πιστοί και οι έμποροι –που διέθεταν στην υπαίθρια αγορά από σκλάβους μέχρι χρυσαφικά, ασημικά και ζωντανά –συνέθεταν ένα απίθανο μπλέξιμο γύρω από το τέμενος. Οι μυημένοι είχαν το προνόμιο να μπαίνουν και να κοιμούνται μέσα στο ιερό, με την ελπίδα να έρθει «κατ’ όναρ» η θεά και να πραγματοποιήσει την ευχή τους.

Αυτός ακριβώς είναι και ο χαρακτήρας της περιοχής του Δίου, ένα γοητευτικό παζλ από κομμάτια μύθων, ιστορίας και θαλερής φύσης. Πώς θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά, αφού αυτή η εξαιρετική πόλη των μακεδόνων βασιλέων έζησε χρόνια πολλά υπό το άγρυπνο βλέμμα του πατέρα των θεών, που από τον θρόνο του εξαπολύει συχνά κεραυνούς. Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος συνήθιζαν μετά τις νίκες τους να πανηγυρίζουν στο Δίον με μεγαλόπρεπες θυσίες στον Δία και στις Μούσες, καθώς και με τους αγώνες των Ολυμπίων.

Οι Μούσες ήσαν πανταχού παρούσες

στις πλαγιές του Ολύμπου και στον κάμπο, όπου ανάβλυζαν ιερές πηγές μέσα σε ναούς ή κελάρυζαν κάτω από το άγαλμα της Υπολυμπιδίας Αφροδίτης. Ισως η ιερότητα αυτού του χώρου να έχει αφετηρία τις πηγές των υδάτων του Ολύμπου που αναφαίνονται ξανά εδώ. Σίγουρα όμως το νερό διαμορφώνει τον χαρακτήρα του Αρχαιολογικού Πάρκου Δίου, που οραματίστηκε και σχεδίασε ο καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλής, πρόεδρος σήμερα του Μουσείου Ακρόπολης.

Στο νερό βασιζόταν και το αρχαιότερο μουσικό όργανο αυτού του τύπου, του 1ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε εδώ στο Δίον και είναι ένα από τα μοναδικά εκθέματα του ωραίου μουσείου που λειτουργεί εντός του αρχαιολογικού χώρου. Μετά το ιερό της Ισιδας, ο ειδυλλιακός δρόμος διασχίζει τον δημόσιο και συνεχίζει απέναντι στην αρχαία κεντρική οδό με τις χαραγμένες από τις άμαξες πλάκες. Εδώ, στη ρωμαϊκή γειτονιά του Δίου, βρέθηκε και η ύδραυλις, μακρινός συγγενής του «δυτικού» εκκλησιαστικού οργάνου, εφεύρεση του μηχανικού Κτησίβιου από την Αλεξάνδρεια. Ο μουσικός πατούσε τα πλήκτρα και αναλόγως παρεμπόδιζε ή επέτρεπε στον αέρα να περάσει μέσα από το νερό και να κάνει τους χάλκινους αυλούς να τραγουδούν.
Η μουσική των νερών σε ακολουθεί. Προτού ο επισκέπτης φτάσει στο ιερό της Ισιδας, περνάει πάνω από το ποτάμι του Δίου, που το συνδέει με τον Ολυμπο, με το Αιγαίο –αφού ο Παυσανίας διασώζει ότι ήταν πλωτός -, αλλά και με τους μύθους. Το ποτάμι εμφανίζεται ξαφνικά μέσα στο Αρχαιολογικό Πάρκο. Στις πηγές του –και στο μυστήριό του –μπορούν να μας οδηγήσουν οι φυσικές μουσικές των νερών στο φαράγγι του Ορλιά, στο θεϊκό βουνό. Τα ρέματα με τους ωραίους καταρράκτες σχημάτιζαν τον ποταμό Ελικώνα. Οι Νύμφες κολυμπούσαν στις πέτρινες κολυμπήθρες, όπως κάνουν και σήμερα –το καλοκαίρι –οι επισκέπτες, και ο Ορφέας περιπλανιόταν σε αυτό το φαράγγι και σε εκείνο της Αγίας Κόρης, μαγεύοντας με τη μουσική του λογικά και άλογα πλάσματα μέχρι παραφροσύνης. Ετσι οι γυναίκες του Δίου πίστεψαν ότι ο Ορφέας ξεμυάλιζε και τους άνδρες τους, τον μίσησαν θανάσιμα και τον διαμέλισαν με τα ίδια τα χέρια τους. Μετά τα έπλυναν στον ποταμό Ελικώνα, ο οποίος κοκκίνισε από το αίμα αλλά και την ντροπή και χάθηκε μέσα στη γη. Βγήκε ξανά στο Δίον, κατακόκκινος και με άλλο όνομα. Τον είπαν Βαφύρα, βαμμένο με αίμα.

Αν ο µύθος φέρνει στον νου

τις «Βάκχες», σωστά τις φέρνει. Ο μεγάλος τραγικός της αρχαιότητας γνώριζε καλά και σεβόταν τις κλιτύες του θεϊκού βουνού. Αλλά και οι άνθρωποι των κλιτύων του Ολύμπου γνώριζαν τον Ευριπίδη, καθώς είχε προλογίσει ο ίδιος τις «Βάκχες» του όταν έκαναν πρεμιέρα στο θέατρο του Δίου, στα περίφημα Εν Δίω Ολύμπια, τους διάρκειας εννέα ημερών αθλητικούς και θεατρικούς αγώνες προς τιμήν του Διός και των Μουσών, τη μεγάλη γιορτή της Μακεδονίας. Και οι καταρράκτες του Ελικώνα συνεχίζουν να κυλούν προς το Δίον και να τραγουδούν: «Σεμνά κλιτύς Ολύμπου»…


* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ