Οσοι έχουν παρακολουθήσει από κοντά την πορεία του κυβερνώντος κόμματος γνωρίζουν ότι έχει διακριθεί για τις πολιτικές στροφές του και βεβαίως για την ευελιξία της ηγεσίας του.
Το 2008, με την έναρξη της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα περιθωριακό, αντικαπιταλιστικό κόμμα, που γοητευόταν από κινήματα τύπου Γένοβας και από τις πρώιμες εικόνες του κύματος μετανάστευσης που απέδιδε η πλατεία Κουμουνδούρου.
Η διεθνής οικονομική κρίση που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 2008 βρήκε την ηγεσία και τα στελέχη του εντελώς απροετοίμαστα. Δεν διέθεταν ούτε τη γνώση ούτε τα ερμηνευτικά εργαλεία προκειμένου να κατανοήσουν το βάρος των επιδράσεών της στην ασθενή από τα ελλείμματα και την υπονομευμένη από τον υπερδανεισμό ελληνική οικονομία. Χρειάστηκαν αρκετό χρόνο να αντιληφθούν την ένταση που μετέφερε στην Ελλάδα. Και όταν αυτό συνέβη, δεν απεδέχθησαν το πρόβλημα, παρά τα έβαλαν με την ατελή λύση ανάγκης, η οποία προεκρίθη υπό το βάρος της επαπειλούμενης χρεοκοπίας.
Από το 2010 και μετά, τα στελέχη του ρητόρευαν αντικαπιταλιστικά και ψάρευαν πολιτικά στους πολλούς αντιμνημονιακούς κύκλους που ανεπτύχθησαν δεξιά και αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρακολούθησε το κίνημα των «Αγανακτισμένων», όπως και το κύμα αμφισβήτησης της κάτω και πάνω πλατείας, τροφοδότησε το αντιευρωπαϊκό κλίμα της εποχής και τη συζήτηση για επιστροφή στη δραχμή, αλλά δεν δεσμεύτηκε, παρέμεινε κόμμα αμφίσημο, σαν να ήθελε να δει προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα για να επέμβει και να καρπωθεί την αναπτυσσόμενη αντίδραση και τη γενικευόμενη, τότε, αμφισβήτηση.
Πράγμα που συνέβη στα τέλη του 2011, όταν άρχισε συστηματικά να υπερασπίζεται και πολλές φορές να πρωτοστατεί σε διάφορες εκδηλώσεις των «Αγανακτισμένων» εναντίον των λεγόμενων συστημικών κομμάτων. Τα κέρδη φάνηκαν στις διπλές εκλογές του 2012, όπου η εκλογική του δύναμη εκτινάχθηκε στα ύψη.
Από το 2012 μέχρι τις ευρωεκλογές του 2014 άσκησε άγονη και επιθετική αντιπολίτευση, θέλοντας προφανώς να κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη του. Κερδίζοντας σε εκείνη τη χαλαρή εκλογική αναμέτρηση την πρωτιά, έθεσε αυτομάτως υποψηφιότητα για τη διακυβέρνηση της χώρας χρησιμοποιώντας την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Ταυτοχρόνως έπαιξε το λαϊκιστικό χαρτί με τα μέτρα της Θεσσαλονίκης, δεν λογάριασε τίποτε μπροστά στην εξουσία, αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις και αρνήθηκε την όποια πρόοδο είχε επιτευχθεί, παρά τις πολλές εκκλήσεις ελλήνων και ξένων για τα επερχόμενα. Κάπως έτσι κέρδισε την εξουσία τον Ιανουάριο του 2015 και όπως αντιπολιτεύθηκε τη Νέα Δημοκρατία θέλησε να αντιπολιτευθεί και την Ευρώπη. Με αποτέλεσμα να βρει τοίχο απέναντί του και μπροστά στο αδιέξοδο και την απόλυτη καταστροφή αναγκάστηκε να υποχωρήσει, αποδεχόμενος μέτρα απείρως ισχυρότερα εκείνων που αρνιόταν στον Αντώνη Σαμαρά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άντεξε το σοκ του συμβιβασμού, οδηγήθηκε στη διάσπαση και ο αρχηγός του κατέφυγε στις εκλογές, τις οποίες κέρδισε επειδή οι άλλοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να αντιπαρατεθούν. Ταυτόχρονα ο αρχηγός του άρχισε να καλλιεργεί το υποτυπώδες έως τότε φιλευρωπαϊκό προφίλ του και να ενστερνίζεται έννοιες όπως η επιχειρηματικότητα και οι επενδύσεις. Ωστόσο και πάλι ταλαντεύθηκε. Του πήρε καιρό να αποδεχθεί πλήρως την ευθύνη. Χάθηκε και πάλι πολύτιμος χρόνος, χρειάστηκε να φθάσουμε ξανά προ αδιεξόδου προκειμένου κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση και να οδεύσει προς την τρίτη, στην οποία πλέον ομνύει, προπαγανδίζοντας τα οφέλη της.
Αλλά και πάλι παίζει με τον χρόνο και τις υποχρεώσεις. Από τη μια τα δίνει όλα στους Ευρωπαίους και από την άλλη οργανώνει τη «συμμαχία των φτωχών» προκειμένου να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Ορισμένοι αποδίδουν τον ηγέτη του ως μετρ του τακτικισμού. Η αλήθεια είναι ότι έχει την αντίφαση εντός του. Το αποτέλεσμα της πολιτικής που ασκεί πλήττει κυρίως τους φτωχούς. Ταυτόχρονα διεκδικεί την ψήφο τους, προβάλλοντας εαυτόν ως ηγέτη της «συμμαχίας των φτωχών». Θα αποτύχει αυτήν τη φορά. Οπως λέει ο λαός μας, «πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση, μια φορά σπάει…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ