«…Ωστε εσύ είσαι ο Ροσίνι, ο συνθέτης του Κουρέα της Σεβίλλης. Σε συγχαίρω. Θα παίζεται για όσο θα υπάρχει ιταλική όπερα. Ποτέ μην προσπαθήσεις να γράψεις κάτι άλλο εκτός από όπερα μπούφα: κάθε άλλο είδος θα βλάψει τη φύση σου…».
Οι παραπάνω φράσεις αποτελούν απόσπασμα μιας επιστολής του βετεράνου Μπετόβεν στον νεότερο Ροσίνι, λίγο μετά τα 1820. Οι δυο τους συναντήθηκαν στη Βιέννη σε μια στιγμή όπου οι όπερες του ιταλού συνθέτη κυριολεκτικά αποθεώνονταν από το κοινό ενώ ο ίδιος είχε μόλις παντρευτεί τη διάσημη σοπράνο Ιζαμπέλα Κολμπράν. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν άκουσε τη συγκεκριμένη συμβουλή, παρά την προφανή βαρύτητά της. Λίγο καιρό αργότερα στράφηκε στην opera seria ενώ το σύνολο της παραγωγής του περιλαμβάνει επίσης θρησκευτική μουσική, τραγούδια, μουσική δωματίου και άλλα κομμάτια για πιάνο και μικρά σύνολα. Οι μελωδίες του αγαπήθηκαν ευρέως ενώ παράλληλα ενέπνευσε και πλήθος συνθετών που του χάρισαν το προσωνύμιο «Ο Ιταλός Μότσαρτ».
Γεννημένος στο Πέζαρο, σε μουσική οικογένεια, ο Ροσίνι έζησε ταραγμένη παιδική ηλικία με την οικογένεια να μετακομίζει σύντομα στην Μπολόνια λόγω των πολεμικών συρράξεων της εποχής. Ο μικρός Τζοακίνο άρχισε να σπουδάζει αρχικά τσέμπαλο ενώ στα 10 του μόλις χρόνια είχε μάθει να διαβάζει μουσική, να παίζει πιάνο και κόρνο αλλά και να τραγουδά όντας παράλληλα μέλος της χορωδίας της τοπικής εκκλησίας. Σε ηλικία 12 περίπου ετών έγραψε τις «Εξι σονάτες για έγχορδα» που αντανακλούν την επιρροή του Χάιντν και του Μότσαρτ.
Το 1805 κάνει την πρώτη και μοναδική εμφάνισή του ως τραγουδιστής ενώ την ίδια περίπου περίοδο γράφει και την πρώτη του όπερα με τίτλο «Demetrio e Polibio», την οποία θα δει επί σκηνής αρκετά αργότερα, ενώ είχαν ήδη παρουσιαστεί άλλες πέντε όπερές του αφού επικεντρώθηκε στο είδος από τα 16 του χρόνια.

Η φήμη του εκτοξεύεται

Εχοντας γνωρίσει κάποιες επιτυχίες σε Ρώμη, Βενετία, Μιλάνο και Βιέννη, με τις όπερες «Tancredi» και «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι» η φήμη του κυριολεκτικά εκτοξεύεται σε παγκόσμιο επίπεδο στα 20 του χρόνια. Το αμέσως επόμενο διάστημα –και παρά το γεγονός ότι είχε πλέον εδραιωθεί στο ιταλικό κοινό –οι επιτυχίες του θα παρουσιάσουν κάποια υποχώρηση, γεγονός που θα ωθήσει τον συνθέτη να αποσυρθεί στο πατρικό του στην Μπολόνια στα 1815. Σύντομα, όμως, θα αναλάβει τη διεύθυνση των θεάτρων San Carlo και del Fondo της Νάπολι έναντι αξιοσημείωτων οικονομικών απολαβών. Ενα από τα αξιόλογα έργα αυτής της περιόδου είναι και η όπερα «Ελισάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας» στην οποία πρωταγωνίστησε η Ιζαμπέλα Κολμπράν, η οποία έμελλε να γίνει η πρώτη του σύζυγος.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1816 ανεβαίνει στο θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης η γνωστότερη όπερά του, ο «Κουρέας της Σεβίλλης». Ο αρχικός της τίτλος ήταν «Αλμαβίβα» και το λιμπρέτο γράφτηκε από τον Τσέζαρε Στερμπίνι, επάνω σε μια εκδοχή του θεατρικού έργου του Μπομαρσέ «Le Barbier de Seville». Ωστόσο, το σαμποτάζ που οργάνωσαν οι υποστηρικτές του συνθέτη Παϊζιέλο – του οποίου η ομότιτλη όπερα παιζόταν ήδη για 25 χρόνια –οδήγησε στην παταγώδη αποτυχία της πρεμιέρας. Γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε πραγματικό θρίαμβο αντικαθιστώντας την όπερα του Παϊζιέλο και λαμβάνοντας το νέο της όνομα. Σύμφωνα με όσα ισχυριζόταν ο ίδιος ο Ροσίνι μάλιστα, είχε συνθέσει το έργο σε 12 μόλις ημέρες, χρόνος που αποτελεί ρεκόρ και υπερβαίνει τις τέσσερις εβδομάδες που χρειάστηκε ο Χέντελ για το περίφημο ορατόριό του «Μεσσίας».
Την επόμενη χρονιά η όπερά του «Σταχτοπούτα» θα γνωρίσει ανάλογη επιτυχία με τον «Κουρέα της Σεβίλλης». Αργότερα θα παντρευτεί, θα μετακομίσει στη Βιέννη όπου θα γνωρίσει αποθεωτική αποτυχία, για να επιστρέψει στην Μπολόνια, προσκεκλημένος του πρίγκιπα Κλέμενς φον Μέτερνιχ.

Ιλαρός Σαίξπηρ

Ως το 1823 ο Ροσίνι έχει γράψει περί τις 20 όπερες. Από αυτές, ο «Οθέλλος» αποτελεί την κλιμάκωση του έργου του, οπότε και στρέφεται στην opera seria. Σε αντίθεση με το θεατρικό του Σαίξπηρ, ο Ροσίνι επινοεί ένα ιλαρό τέλος, καθώς στην εποχή του το κοινό της Ρώμης δεν αγαπούσε τις τραγικές καταλήξεις των έργων. Θα ακολουθήσει μια ιδιαίτερα πυκνή περίοδος: επισκέπτεται το Λονδίνο όπου γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και έχει καλές οικονομικές απολαβές, και σύντομα θα αναλάβει το ιταλικό θέατρο στο Παρίσι όπου επίσης θα σημειώσει εντυπωσιακή επιτυχία και θα του παραχωρηθεί συμβόλαιο για πέντε όπερες τον χρόνο το οποίο, όταν έληξε, του απέφερε μια παχυλή σύνταξη.
Την περίοδο του Παρισιού (1824-1829) ο Ροσίνι γράφει την κωμική όπερα «Ο κόμης του Ορί» και τον «Γουλιέλμο Τέλο»: ένα απαιτητικότατο έργο, η περίφημη ουβερτούρα του οποίου αποτέλεσε μοντέλο για πολλές ακόμη εισαγωγές όπερας του 19ου αιώνα. Με το εν λόγω έργο, στα 38 του χρόνια, ο συνθέτης αποφασίζει να τερματίσει την καριέρα του στην όπερα έχοντας γράψει ισάριθμα με τα χρόνια του έργα.
Το 1829 ο Ροσίνι επιστρέφει στην Μπολόνια και δύο χρόνια αργότερα γράφει έξι μέρη από το «Stabat Mater» του το οποίο θα ολοκληρώσει ως το 1841, με το έργο να γνωρίζει αντίστοιχη επιτυχία με τις όπερές του.
Το 1845 πεθαίνει η πρώτη του σύζυγος και το καλοκαίρι του επόμενου έτους παντρεύεται ξανά, την Ολυμπία Πελιζιέ, μοντέλο του ζωγράφου Οράς Βερνέ. Οι πολιτικές αναταράξεις της εποχής θα τον οδηγήσουν στο Παρίσι όπου θα επιδοθεί στη γαστρονομία διοργανώνοντας δεξιώσεις με τη συμμετοχή λαμπερών προσωπικοτήτων της εποχής. Με τη μουσική ασχολείται πλέον γράφοντας έργα μικρής εμβέλειας για ιδιωτικές συναυλίες. Καθώς η υγεία του φθίνει με τα χρόνια, στα 76 του χρόνια πεθαίνει από πνευμονία στην εξοχική του οικεία στο Πασί. Ετάφη στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ και τον επόμενο χρόνο –με ενέργειες της ιταλικής κυβέρνησης –μεταφέρθηκε στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού στη Φλωρεντία.

Με μια ματιά

  • Γεννιέται στο Πέζαρο, σε μουσική οικογένεια, στις 29 Φεβρουαρίου 1792.
  • Εγινε ιδιαίτερα γνωστός για τις όπερές του, κυρίως τον «Κουρέα της Σεβίλλης», τη «Σταχτοπούτα» και τον «Γουλιέλμο Τέλο».
  • Εζησε ταραχώδη παιδική ηλικία και από μικρός εργάστηκε σε σιδεράδικο στην Μπολόνια όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του.
  • Τα πρώτα του έργα, σε ηλικία 12 περίπου ετών, μαρτυρούν επιρροή του Χάιντν και του Μότσαρτ.
  • Στα 38 του χρόνια αποφάσισε να εγκαταλείψει τη σύνθεση όπερας, έχοντας γράψει ισάριθμα με τα χρόνια του έργα.
  • Από το 1855, με την εθελούσια αποχή του από την όπερα, επιδίδεται στη γαστρονομία. Δημιουργεί πολλά πιάτα, όπως τα Tournedos Rossini, τα οποία σήμερα σερβίρονται σε πολλά ιταλικά εστιατόρια.
  • Μετά τον θάνατό του, στις 13 Νοεμβρίου 1868, ο Βέρντι πρότεινε τη συλλογική σύνθεση ενός Ρέκβιεμ προς τιμήν του. Παρότι η παρουσίασή του ανήμερα του μνημοσύνου του εγκαταλείφθηκε, ο Βέρντι χρησιμοποίησε ένα μέρος που είχε γράψει για το δικό του περίφημο «Ρέκβιεμ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ