Σε περίπλοκο και σκληρό διπλωματικό θρίλερ, που αναμφίβολα θα έχει και επόμενα επεισόδια, εξελίσσεται η υπόθεση των 8 τούρκων στρατιωτικών μετά από την απόφαση της 3ης Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Ασύλου να εγκρίνει τη χορήγηση ασύλου σε έναν εξ’ αυτών, τον Σουλεϊμάν Οζκαϊνακτσί.
Η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε αίτηση ακύρωσης της απόφασης, η οποία αναμένεται να εκδικαστεί τις προσεχείς ημέρες στο Διοικητικό Εφετείο.Με δεδομένη όμως την απόφαση του Αρείου Πάγου, το ενδεχόμενο το εφετείο να λάβει διαφορετική απόφαση μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο. Παράλληλα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα περάσουν άλλη μία δοκιμασία και υπάρχουν διάφορα πεδία στα οποία αυτό θα μπορούσε να συμβεί, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.
Η απόφαση για τη χορήγηση ασύλου στον έναν από τους 8 στρατιωτικούς, οι οποίοι εισήλθαν στην Ελλάδα με ελικόπτερο την επομένη της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 στην Τουρκία, προκάλεσε τη σφοδρότατη αντίδραση της Άγκυρας. Σε ανακοίνωσή του το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών κατηγορεί την ελληνική πλευρά ότι έλαβε την απόφαση αυτή «με πολιτικά κίνητρα που σίγουρα θα επηρεάσουν τις διμερείς σχέσεις και την κοινή συνεργασία σε περιφερειακά ζητήματα». Η εν λόγω αναφορά συνιστά, εκ πρώτης όψεως, προειδοποίηση για την ομαλή εφαρμογή της Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό.
Προσθέτει δε ότι «η Ελλάδα δεν δείχνει την υποστήριξη και τη συνεργασία που θα αναμέναμε από ένα σύμμαχο στη μάχη εναντίον της τρομοκρατίας και του εγκλήματος». Η απάντηση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών έχει μάλλον «αναιμικό χαρακτήρα», μιλώντας για «δημοκρατίες που δεν απειλούν, ούτε απειλούνται», όπως και για την «πίστη στις δημοκρατικές αρχές και μεθόδους» που «δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη». Δεν γίνεται πουθενά συγκεκριμένη αναφορά στα κρίσιμα ζητήματα που «φωτογραφίζει» η προηγηθείσα τουρκική δήλωση και ιδιαίτερα στην κατηγορία ότι η Αθήνα υποθάλπτει τρομοκράτες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση είχε προχωρήσει στην αίτηση ακύρωσης της απόφασης για τη χορήγηση ασύλου περίπου δύο με τρεις ώρες πριν την ανακοίνωση της Άγκυρας. Επικοινωνιακά όμως το παιχνίδι χάθηκε, καθώς η ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου ακολούθησε την τουρκική με αποτέλεσμα να εμφανιστεί ως «ουρά» της. Η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, οι οποίες κατέκλυσαν τα socialmedia. Όπως δήλωνε πάντως το απόγευμα της Κυριακής ανώτατη κυβερνητική πηγή, «η θέση της χώρας είναι θέση ευθύνης. Σεβόμαστε τις διεθνείς συνθήκες, προστατεύουμε τα δικαιώματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καλωσορίζουμε πρόσωπα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι συμμετείχαν σε πραξικόπημα. Οι πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι. Τώρα την υπόθεση θα κρίνει η ελληνική Δικαιοσύνη».
Η συλλογή πληροφοριών για το τι μέλλει δεν ήταν εύκολη, αλλά όπως προκύπτει από συνομιλίες με αρμόδιες πηγές η κυβέρνηση δεν έχει καμία διάθεση ούτε πρόθεση να αμφισβητήσει την απόφαση του Αρείου Πάγου που απαγόρευσε την έκδοση των «8» στην Τουρκία. Εκείνη η ετυμηγορία άλλωστε θέτει το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική Πολιτεία. Ωστόσο, η αίτηση ακύρωσης σε τρίτο βαθμό είναι εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία είχε επανέλθει με δεύτερο αίτημα για διοικητική απέλαση των «8», που επίσης απερρίφθη τον περασμένο Μάιο.
Αυτό που θα έχει ενδιαφέρον θα είναι η δημοσιοποίηση του αιτιολογικού της απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής.Μοιάζει πάρα πολύ πιθανό τα μέλη της επιτροπής να έκριναν ότι η Τουρκία δεν είναι ασφαλής χώρα τόσο για την έκδοση όσο και για την επαναπροώθηση του εν λόγω τούρκου αξιωματικού. Ουδείς θα μπορούσε να μεμφθεί την επιτροπή για μία τέτοια απόφαση, από τη στιγμή που ουδείς μπορεί παράλληλα να διασφαλίσει μία δίκαιη δίκη στην Τουρκία. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι στην Τουρκία πέρασε πριν από λίγες ημέρες νόμος που ουσιαστικά επιτρέπει σε υποστηρικτές της κυβέρνησης να… λιντσάρουν πολιτικούς αντιπάλους χωρίς να τιμωρούνται, προκαλώντας ακόμη κα την αντίδραση του πρώην Προέδρου ΑμπντουλάχΓκιουλ.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι μία απόφαση του Διοικητικού Εφετείου που θα επιβεβαιώνει αυτή της δευτεροβάθμιας επιτροπής όχι μόνο θα ισχυροποιεί την ελληνική Πολιτεία κατά της έκδοσης, αλλά και κατά των όποιων σκέψεων για επαναπροώθηση. Ωστόσο, ακόμη και αν η ελληνική Δικαιοσύνη αποφανθεί κατά της χορήγησης ασύλου, θα μπορούσε να αποτρέψει την επαναπροώθηση. Σε αυτή την περίπτωση, ο εν λόγω στρατιωτικός θα επέστρεφε λογικά σε καθεστώς διοικητικής κράτησης, όπως συμβαίνει σήμερα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης (non-refoulement) είναι ισχυρή τόσο στη Σύμβαση της Γενεύης (που αφορά στους πρόσφυγες) όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και έχει επιβεβαιωθεί με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Σε μία χώρα όπως η Τουρκία για την οποία εκφράζονται σοβαρότατες αμφισβητήσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπάρχουν καταγγελίες για διώξεις, η επαναπροώθηση δεν έχει θέση.
Παράλληλα, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται ορισμένοι κίνδυνοι. Κατά τη διάρκεια του 2017 έχουν περάσει στην Ελλάδα και έχουν ζητήσει άσυλο περίπου 1.800 Τούρκοι. Δύσκολα μπορεί να αγνοήσει κάποιος το ενδεχόμενο ο αριθμός αυτός να αυξηθεί κατακόρυφα το προσεχές διάστημα, επιβαρύνοντας έτι περαιτέρω τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κατάσταση αυτή συνιστά «ωρολογιακή βόμβα» με απρόβλεπτες συνέπειες που δεν αντιμετωπίζονται με απλό καταγγελτικό λόγο.
Την ίδια στιγμή, αρμόδιες πηγές απέρριπταν τα σενάρια περί εφαρμογής «παρακρατικών μεθόδων» ή και ενδεχόμενης απαγωγής των τούρκων στρατιωτικών από ανθρώπους των μυστικών υπηρεσιών. Ωστόσο, ορισμένες φορές η φορά των γεγονότων καθίσταται ανεξέλεγκτη και απαιτείται εγρήγορση.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η απόφαση αυτή της 3ης Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η οποία ελήφθη λίγες ημέρες πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου διοικητικής κράτησης των τούρκων στρατιωτικών στο αστυνομικό τμήμα του πρώην Ολυμπιακού Χωριού (σσ. λήγει στις 15 Ιανουαρίου), θα έχει επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις – αν και είναι άγνωστο ποιες ακριβώς. Ο Πρόεδρος ΡετζέπΤαγίπΕρντογάν έθεσε καθαρά το ζήτημα στον ΠρωθυπουργόΑλέξη Τσίπρα κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, λέγοντας ουσιαστικά ότι αναμένει από την εκτελεστική εξουσία να κάνει τη δουλειά της – τουλάχιστον όπως ο ίδιος ο κ. Ερντογάν την αντιλαμβάνεται.
Η συγκυρία όμως δεν είναι διόλου ευνοϊκή για την Αθήνα, καθώς η γειτονική Τουρκία είναι απολύτως απρόβλεπτη. Δύο είναι τα βασικά σημεία τα οποία ανησυχούν την ελληνική πλευρά. Το πρώτο είναι οι μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές προς τα ελληνικά νησιά, τα οποία βρίσκονται σε σημείο έκρηξης, ιδιαίτερα η Λέσβος. Το δεύτερο αφορά στο ενδεχόμενο πρόκλησης κάποιου επεισοδίου ή μίνι-κρίσης στο Αιγαίο. Υπάρχει βέβαια και ένα τρίτο σημείο, που σχετίζεται με την «επιθετική» τακτική της Άγκυρας καθώς πρόκειται να ξεκινήσουν γεωτρήσεις στο Οικόπεδο 6 της κυπριακής ΑΟΖ από την ιταλική Eni. Ήδη, η Άγκυρα ετοιμάζεται να στείλει και δικό της πλωτό γεωτρύπανο στην περιοχή.
Η Αθήνα θα έπρεπε ίσως να κινηθεί προς τους ευρωπαίους εταίρους της και να ζητήσει την αλληλεγγύη τους στην υπόθεση αυτή. Οφείλει να επισημάνει τους κινδύνους από την πιθανή αμφισβήτηση της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό. Θα έχει ενδιαφέρον να φανεί πόσο διατεθειμένοι είναι οι αρμόδιοι αξιωματούχοι στο Βερολίνο, στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να προχωρήσουν σε μία ουσιαστική τέτοια κίνηση.