Ανοιχτή είναι εδώ και ημέρες η σύγκρουση μεταξύ του τέως και του νυν προέδρου της Τουρκίας Αμντουλάχ Γκιουλ και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αφορμή για να αποκαλυφθεί δημόσια η εμφύλια σύγκρουση που υπάρχει στους κόλπους της κυβερνώσας συντηρητικής παράταξης στάθηκε το διάταγμα που εξέδωσε προ ημερών ο Ερντογάν ο οποίος αμνηστεύει αναδρομικά όσους αντιστάθηκαν στην απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 για πιθανές έκνομες πράξεις τους.
Η διατύπωση του διατάγματος ωστόσο προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων, καθώς προσφέρει έδαφος σε πράξεις ρεβανσισμού από οπαδούς του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) κατά οιοδήποτε διαφωνεί δημόσια με την πολιτική Ερντογάν. Επίμαχο σημείο στο διάταγμα είναι η απουσία χρονικού προσδιορισμού των πράξεων που θεωρούνται ως αντίσταση κατά του πραξικοπήματος. Η διατύπωση ότι δεν υφίσταται ποινική ευθύνη για τις ενέργειες που κρίνονται ως αντίσταση «στο πραξικόπημα και τις προεκτάσεις αυτού» αφήνει ένα ευρύ περιθώριο ερμηνείας και το σημείο αυτό του προεδρικού διατάγματος είναι που προκαλεί επικρίσεις.
Αμέσως μετά τη δημοσίευσή του, ο τέως πρόεδρος Γκιουλ ένωσε τη φωνή του με εκείνη των επικριτών του διατάγματος, με ανάρτησή στο λογαριασμό του στο Twitter, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από την πλευρά του ΑΚΡ, το οποίο επιστράτευσε τα τρολ του στα κοινωνικά δίκτυα με καταιγισμό αναρτήσεων κατά του Γκιουλ.
Ωστόσο, ο Γκιουλ δεν υποχώρησε και σήμερα Παρασκευή, μετά την καθιερωμένη προσευχή τοποθετήθηκε εκ νέου, επαναλαμβάνοντας τον προβληματισμό του σχετικά με το περιεχόμενο και την «γλώσσα» του σχετικού νόμου.
Προειδοποίησε ότι το διάταγμα ανοίγει τον δρόμο για ανεπιθύμητες μελλοντικές εξελίξεις, επιχειρώντας παράλληλα να διασκεδάσει τις εντυπώσεις δηλώνοντας ότι δεν αντιτίθεται στο σκεπτικό της κυβέρνησης περί αμνήστευσης των πολιτών που κατέβηκαν στους δρόμους κατά των πραξικοπηματιών.
Οι δηλώσεις του Γκιουλ γίνονται πάντως σε μία συγκυρία που διάφορα αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι ορισμένα στελέχη του ΑΚΡ προβληματίζονται για το ενδεχόμενο της επικράτησης της υποψηφιότητας του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2019, με την υποστήριξη της αντιπολίτευσης.