Καθώς πλησιάζουμε στην πλατεία της Βαστίλλης από τις όχθες του Σηκουάνα, διακρίνουμε από απόσταση δύο ουρές. Παρά το διαπεραστικό κρύο του παρισινού Δεκέμβρη, δεκάδες άνθρωποι περιμένουν καρτερικά από τη μία πλευρά, στη λεωφόρο Μπομαρσέ, στον κινηματογράφο «MK2», προκειμένου να παρακολουθήσουν το νέο επεισόδιο του «Πολέμου των Αστρων». Στην άλλη πλευρά της πλατείας, ένα νεότερο σε ηλικία, αλλά λιγότερο εκκεντρικό, κοινό περιμένει τη σειρά του για να περάσει τον έλεγχο ασφαλείας της Οπερας και να εισέλθει στο πανέμορφο κτίριο, ώστε να παρακολουθήσει την παράσταση «La Bohème».
Δεν υπάρχει συσχέτιση, θα μου πείτε –εκτός από τη λαϊκή επιτυχία -, ανάμεσα στις σκοτεινές αίθουσες, όπου πρόκειται να προβληθεί η όγδοη ταινία του έπους του «Star Wars», και στην όπερα του Πουτσίνι, που έκανε πρεμιέρα το 1896 στο Τορίνο και η οποία αναπαριστά την παρισινή ζωή τής τότε εποχής. Και όμως, υπάρχει συσχέτιση. Ολοι στα cafés της πλατείας μιλούν μόνο για αυτό: Αντί να προσφέρει, όπως πολλές Οπερες κατά τη διάρκεια των εορτών, ένα κλασικό ρεπερτόριο με μπαλέτα όπως ο «Καρυοθραύστης» ή «Η Ωραία Κοιμωμένη, η διεύθυνση της Οπερας του Παρισιού αποφάσισε να περιλάβει στο πρόγραμμά της τη «Bohème» σε σκηνοθεσία του Κλάους Γκαθ.
Αντί, όμως, να διαδραματιστεί στο Παρίσι, όπως το επιτάσσει η πλοκή αυτού του αριστουργήματος, η τοιχογραφία των τεσσάρων «μποέμ» φίλων διαδραματίζεται… στο Διάστημα! Δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο! Η έλλειψη της βαρύτητας δεν έχει κανένα παράτονο αποτέλεσμα. Βλέπουμε, λοιπόν, τον Ροντόλφο, τον Μαρτσέλο, τον Σονάρ και τον Κολίν, στην πρώτη σκηνή, σε ένα διαστημόπλοιο, σε κατάσταση κινδύνου, στη μεθυστική βουή των αστεριών. Αυτοί οι τέσσερις νεαροί και αδέκαροι καλλιτέχνες (ζωγράφος, μουσικός, ποιητής, φιλόσοφος) ζουν το 2017 και είναι ηλικιωμένοι, αλλά στη συνέχεια αναπολούν τις ωραίες αναμνήσεις τους… στο Παρίσι. Ελλειψη ζωής, οξυγόνου, ελπίδας: όλα θα έχουν ένα τέλος, το οποίο θα συνίσταται στο να ξαναζήσουν, στα πρόθυρα του θανάτου, την παρελθούσα ιστορία των νεανικών τους χρόνων και ιδιαίτερα την ερωτική συνάντηση μεταξύ της Μιμής (Νικόλ Καρ) και του Ροντόλφο (Μπενζαμάν Μπαρνχαΐμ).
Οσο κυλά η παράσταση, οι ψευδαισθήσεις γίνονται σαρκικές επισκέψεις της Μιμής, με δραματικό τόνο και εξαιρετική φωνητική χροιά. Αυτοί οι κρατούμενοι του χρόνου και του χώρου επιδίδονται λυσσαλέα στην επιδιόρθωση της βλάβης του σκάφους τους, το οποίο συνιστά μια μεταφορά για τα χρόνια που έχουν περάσει. Το παρελθόν και το παρόν είναι συνυφασμένα σε κάθε εμφάνιση της Μιμής με ένα κόκκινο φόρεμα, όπως αυτό το αγόρι με το κόκκινο μπαλόνι στις ταινίες του Αλμπέρ Λαμορίς. Κάθε εμφάνιση της Μιμής με κόκκινο φόρεμα, σε κατάσταση σχεδόν υπνοβασίας, διαπνέεται από μια υπέροχη ποίηση. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν γιατί αντηχεί το τραγούδι «Che gelida manina», το παγωμένο χέρι, το οποίο υπονοεί ότι ο τελευταίος ήρωας του έργου αφήνει την τελευταία του πνοή. Τη στιγμή που η NASA ανακαλύπτει ένα καινούργιο ηλιακό σύστημα, το timing αυτής της διαστημικής «Bohème» φαντάζει ιδανικό.
Οπως επισημαίνει ο Ηλίας Τζεμπετονίδης, διευθυντής κάστινγκ της Οπερας του Παρισιού: «Ολες οι μεγάλες σκηνές του μελοδράματος, το Παρίσι, η Σκάλα του Μιλάνου, η Νέα Υόρκη, εδώ και δεκαετίες ακολουθούν την παρουσίαση της «Bohème» στην πιο κλασική της μορφή, την οποία έκανε διάσημη ο Φράνκο Τζεφιρέλι τη δεκαετία του ’70. Ολα αυτά τα θέατρα έχουν επιδείξει αδυναμία μέχρι σήμερα όσον αφορά την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο κανείς θα έπρεπε να παρουσιάζει ένα τέτοιο έργο το 2017. Ακόμη και αυτά που προέβησαν σε καινούργια παραγωγή, όπως το Λονδίνο τον Σεπτέμβριο, δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν κάτι διαφορετικό από την κλασική μορφή, ίσως και από φόβο μην προκαλέσουν το κοινό. Στο Παρίσι αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε την «Bohème» με έναν τρόπο διαφορετικό που ελπίζουμε να προσελκύσει και να αφυπνίσει το κοινό του 2017 και τις νεότερες γενιές, αλλά και να ικανοποιήσει τις παλαιότερες».
Και εξηγεί: «Πώς παρουσιάζει κανείς την Ιουλιανή Μοναρχία στο Παρίσι το 2017; Ολο είναι μια ανάμνηση. Εχουμε τους αστροναύτες οι οποίοι βρίσκονται σε ένα διαστημόπλοιο που παραπαίει. Και η Μιμή είναι άρρωστη, βρίσκεται στο μυαλό του Ροντόλφο σαν μια αγαπημένη ανάμνηση και όλη η ιστορία περιστρέφεται σαν προμνησία. Προσπαθήσαμε να το παρουσιάσουμε όσο πιο ποιητικά και όμορφα γίνεται, γιατί γνωρίζαμε ότι η αλλαγή αυτή θα προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις. Διότι πολλοί περιμένουν να δουν την κλασική μορφή της «Bohème», με το χιόνι να πέφτει στο Παρίσι, το café «Momus» όπου διαδραματίζεται το έργο. Επομένως περιμέναμε το κοινό να αντιδράσει. Αλλά αυτός ήταν και ο σκοπός μας, προκειμένου να ανασύρουμε από τη λήθη ένα έργο του ρεπερτορίου του Πουτσίνι».
Για να επιτευχθεί αυτό, έπρεπε να υποστηριχθεί μουσικά και φωνητικά στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, γι’ αυτό και επέλεξε τον Κλάους Γκαθ για τη σκηνοθεσία και τη θεϊκή μπαγκέτα του βενεζουελανού μαέστρου Γκουστάβο Ντουνταμέλ. Ο τελευταίος είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς της γενιάς του. Εφυγε από το Παρίσι μόνο για ένα βράδυ, προκειμένου να διευθύνει το κονσέρτο που δόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη, στο πλαίσιο της τελετής απονομής των βραβείων Νομπέλ. Προέρχεται από τη Φιλαρμονική του Λος Αντζελες και έκανε ντεμπούτο στο Παρίσι, δίνοντας μια μοναδική πνοή στην ορχήστρα, όπως μόνο εκείνος γνωρίζει. Επίσης, «ο θίασος νέων τραγουδιστών έφερε ταλέντο και φρεσκάδα» λέει ο Ηλίας Τζεμπετονίδης.
Το μείγμα ποιότητας και καινοτομίας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Το πάντα πολύ κρύο κοινό στη Βαστίλλη αυτήν τη φορά είναι θερμό ή διαχυτικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τύπο. Πολλές εφημερίδες επικρίνουν έντονα αυτήν την εκδοχή της «Bohème» που εξωθεί στα άκρα, για την παράσταση όμως, που είναι πλήρης από θεατές, οι κριτικές αυτές ξεθωριάζουν. Οι μεγάλες εθνικές εφημερίδες, όπως και οι πολιτικοί, τη λατρεύουν. Ενα πράγμα είναι βέβαιο, αυτή η «Bohème» θα σηματοδοτήσει για πάντα την ιστορία της όπερας.
Οταν ο Ηλίας Τζεμπετονίδης συνεργαζόταν το 2007 με τον Στέφανο Λαζαρίδη στην Εθνική Λυρική Σκηνή στην Αθήνα, προσπάθησε να κάνει ακριβώς το ίδιο. «Καλέσαμε τον Γκράχαμ Βικ. Περπατήσαμε πολύ στην Αθήνα για να γνωρίσει την πόλη, διότι προσπαθήσαμε να προσαρμόσουμε την «Bohème» στη σύγχρονη εποχή της πόλης. Με χαρά βλέπω ότι παρουσιάζεται και εφέτος στην καινούργια Εθνική Λυρική Σκηνή με μεγάλη επιτυχία».
Στο Παρίσι οι κριτικές δεν είναι όλες διθυραμβικές. Εκτός από τις μεγάλες εφημερίδες, υπάρχουν πολλοί αρθρογράφοι που σοκαρίστηκαν από τη σκηνοθεσία. Και δεν το κρύβει ο Ελληνας της Οπερας του Παρισιού: «Προσπαθήσαμε κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό, το οποίο μέχρι τώρα τυγχάνει μεγάλης απήχησης, και χαίρομαι που βλέπω τις αντιδράσεις του κοινού, διότι καταδεικνύουν ότι η όπερα είναι ακόμη ζωντανή. Οταν η όπερα είναι σε πολύ καλό επίπεδο μουσικά, τεχνικά και φωνητικά, μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις, οι οποίες θα αναζωογονήσουν κάθε έργο. Η αλήθεια είναι ότι στο Παρίσι, με το άνοιγμα της αυλαίας, αισθάνεσαι κατευθείαν μια γροθιά στο πρόσωπό σου, αυτό σίγουρα δεν είναι κάτι που αρνούμαστε, αλλά προσπαθήσαμε να γίνει και παράλληλα να συγκινηθεί το κοινό από το επίπεδο της μουσικής και να μείνουμε πιστοί στο έργο. Στο τέλος οι πρωταγωνιστές φαίνονται στην παραγωγή μας σαν μια παρέα που συναντιέται ξανά αναπολώντας το παρελθόν, δεν είναι πια καλλιτέχνες, θυμούνται τη νιότη τους όταν διασκέδαζαν. Αυτή η «Bohème» είναι η ίδια μια αναδρομή σε αυτό που ήταν. Και αυτό θέλει το Παρίσι σήμερα, μια αναδρομή σε αυτό που ήταν πριν από δύο χρόνια. Μην ξεχνάμε τι έχει γίνει σε αυτήν την πόλη. Την τοποθετήσαμε στο μέλλον ώστε να μιλήσουμε για το ποια είναι η καλλιτεχνική κατάσταση και ποια είναι η ανάμνηση που έχουμε από το παρελθόν» σημειώνει κλείνοντας ο Ηλίας Τζεμπετονίδης.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ