Οταν το σύμπαν συνωμοτεί, ακόμη και η Ελλάδα μετά από οκτώ χρόνια βαθιάς κρίσης και εν μέσω πολιτικής σύγκρουσης για την επόμενη ημέρα, μπορεί να ελπίζει ότι το 2018 θα ξεφύγει από τον εναγκαλισμό των μνημονίων.
Εν προκειμένω το «σύμπαν» είναι οι Ευρωπαίοι και οι αγορές, στις οποίες επικρατούν πρόσφορες συνθήκες ώστε να μπορεί και η Ελλάδα να δανείζεται με λογικά επιτόκια και να ξανασταθεί στα πόδια της.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την επιστροφή έχει ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους Στέλιος Παπαδόπουλος, ο οποίος στην πρώτη και τελευταία (από αυτή τη θέση) συνέντευξή του περιγράφει τι συνέβη με το χρέος από το PSI ως σήμερα, τα επόμενα βήματα στις εκδόσεις ομολόγων και τις 4 παραμέτρους που καθιστούν αυτό το εγχείρημα «ασφαλές».
Το μήνυμά του είναι σαφές, «είναι ευθύνη του πολιτικού συστήματος να συνεχίσουν την προσπάθεια εκμοντερνισμού της οικονομίας». Και αυτό πρέπει να γίνει με ή χωρίς μνημόνια. Εξηγεί μάλιστα ότι «ο όρος clean exit δεν είναι τεχνικός, δεν περιγράφεται σε κάποια νομικά κείμενα» και ότι «όλες οι χώρες που είχαν MoU, όταν το εγκατέλειψαν είχαν ένα πλαίσιο κανόνων παρακολούθησης και στόχων».
Ο κ. Παπαδόπουλος, γνωστός στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ως «Mr Bond» μετά την πρώτη επιτυχή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές το καλοκαίρι του 2014 (προσωνύμιο που του έδωσε ο Γιάννης Στουρνάρας συστήνοντάς τον στην Ανγκελα Μέρκελ κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα), μετά τις γιορτές παραιτείται από τον ΟΔΔΗΧ. Θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο και θα εργαστεί σε υψηλή θέση σε μεγάλη τράπεζα του εξωτερικού.
Κύριε Παπαδόπουλε, αναπόφευκτα τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν επάνω σας, καθώς μόνο η επιτυχής επιστροφή της χώρας στις αγορές μπορεί να σφραγίζει το τέλος της περιόδου των μνημονίων.
«Πράγματι, η επιστροφή της χώρας στις αγορές είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του προγράμματος. Και εδώ είναι ανάγκη να ξεχωρίσουμε δύο βασικά θέματα που συχνά συγχέονται στη δημόσια συζήτηση.
Πρώτον, την τεχνική σκοπιμότητα ενός προγράμματος και, δεύτερον, τις αιτίες για τις οποίες μια οικονομία όπως η ελληνική βρέθηκε σε πρόγραμμα. Αυτά τα δύο δεν βρίσκονται απαραίτητα σε λογική συνάφεια αιτίου – αποτελέσματος. Για το πρώτο θέμα, τα προγράμματα δανειακής βοήθειας σε μια χώρα αποσκοπούν αφενός στο να κατοχυρώσουν την αποπληρωμή των διακρατικών/θεσμικών δανείων στους δανειστές και αφετέρου να αποκαταστήσουν μια διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές. Ο σκοπός της εφαρμογής ενός προγράμματος –που από τη φύση του είναι μια έκτακτη κατάσταση και οφείλει ως εκ τούτου να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια –είναι η χώρα να ανακτήσει με τρόπο πειστικό πρόσβαση στις αγορές. Ομως η αιτία που η χώρα έχασε την πρόσβαση στις αγορές έχει να κάνει με συγκεκριμένες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας που για πολλές δεκαετίες δεν αντιμετωπίστηκαν σε βάθος. Και δεν είναι ούτε εφικτό ούτε αναγκαίο να αντιμετωπιστούν αυτές οι παθογένειες στο πλαίσιο ενός έκτακτου, χρονικά περιορισμένου, προγράμματος».
Αρα, θεωρείτε ότι με ή χωρίς μνημόνιο η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί…
«Ασφαλώς, είναι ευθύνη του πολιτικού συστήματος και των ενεργών πολιτών να αντιμετωπίσουν αυτές τις παθογένειες. Ενα καλό παράδειγμα είναι η Ισπανία. Εκανε την πολιτική επιλογή να μην ενταχθεί σε πρόγραμμα αλλά να εφαρμόσει ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις που το πολιτικό της σύστημα έκρινε ότι θα ήταν πειστικές ώστε οι αγορές να τη χρηματοδοτήσουν με ανεκτά επιτόκια. Κατά συνέπεια, ούτε η έξοδος από τα μνημόνια σηματοδοτεί το τέλος της θεσμικής προσαρμογής που η χώρα χρειάζεται προκειμένου να εκμοντερνίσει την οικονομία της, ούτε είναι παραγωγική η παραμονή στα μνημόνια –εφόσον βέβαια η ασφαλής πρόσβαση στις αγορές είναι εφικτή –με το πρόσχημα ότι επιβάλλονται μεταρρυθμίσεις. Γιατί βέβαια οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν είναι υπόθεση ενός ή δύο ακόμη ετών: η Γερμανία, για παράδειγμα, μετά την ενοποίησή της χρειάστηκε περισσότερα από δέκα χρόνια για να εκμοντερνίσει τις δομές της.
Τώρα, ύστερα από επτά χρόνια προγραμμάτων, η ελληνική κοινωνία φαίνεται να αποδέχεται την ανάγκη να κάνει ξανά βήματα μπροστά. Και, όπως πάντα, ο εκμοντερνισμός επιτυγχάνεται καλύτερα σε ένα περιβάλλον αυτογνωσίας και αισιοδοξίας παρά σε ένα ετεροβαρές περιοριστικό περιβάλλον».

Επανειλημμένα έχετε υπογραμμίσει ότι το swap ήταν μια κίνηση-κλειδί για να ξαναγίνουν ελκυστικά, να ξαναζωντανέψουν, τα ελληνικά ομόλογα.
«Ηταν πράγματι. Ακόμη και οι πρωτοετείς φοιτητές στις σχολές Οικονομικών γνωρίζουν ότι το βασικό και απαραίτητο στοιχείο για τη δημιουργία μιας οργανωμένης και λειτουργικής αγοράς είναι τα εμπορεύσιμα αγαθά να έχουν τυποποιημένα χαρακτηριστικά. Τα ελληνικά ομόλογα που προήλθαν από το PSI είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία δεν διευκόλυναν τη δημιουργία μιας οργανωμένης αγοράς ομολόγων με ανταγωνιστικούς όρους. Απευθύνονταν σε μια πολύ περιορισμένη βάση επενδυτών –πρωτίστως με μόχλευση (τα περίφημα hedge funds) –οι οποίοι αναζητούσαν υψηλές κερδοφορίες και δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην προβληματική λογιστική καταγραφή τους. Για πολλούς λόγους, δεν είναι του παρόντος, ακόμη και εάν βελτιωνόταν η πιστοληπτική διαβάθμισή τους, τα συγκεκριμένα ομόλογα δεν θα μπορούσαν να προσελκύσουν εύκολα στρατηγικούς μη μοχλευμένους επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτούς δηλαδή που κάθε οικονομία θέλει να έχει διότι προσφέρουν χαρακτηριστικά σταθερότητας και κανονικότητας. Επίσης, μετά και από την επαναγορά ομολόγων που έγινε τον Δεκέμβριο του 2012 προστέθηκε, όπως θα θυμάστε, ένα ακόμη μείζον πρόβλημα, που ήταν η περιορισμένη ρευστότητα ανά σειρά έκδοσης, χαρακτηριστικό που επιβάρυνε ιδιαίτερα τις τιμές τους.
Για όλους αυτούς τους λόγους η ανάγκη τυποποίησής τους ήταν επιβεβλημένη ήδη από τον Δεκέμβριο του 2012, ώστε τα ομόλογα να μην περιορίζονται από τις τεχνικές τους ιδιαιτερότητες και να μπορούν να είναι πιο εύκολα εμπορεύσιμα, άρα και με καλύτερες αποδόσεις. Ωστόσο, η ανάγκη κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού το οποίο αντιμετώπισε το δεύτερο πρόγραμμα προσαρμογής την περίοδο 2013-14 προέκρινε τότε την άντληση κεφαλαίων αντί για την ομαλοποίηση της αγοράς».

Αυτό έγινε τώρα;
«Το 2017, με την επαναφορά της Ελλάδας σε μια διαδικασία συναλλαγών στις αγορές, η τυποποίηση των χαρακτηριστικών αυτών των ομολόγων ήταν ζωτικής σημασίας. Και ο λόγος είναι ότι βρισκόμαστε σε ένα ευρύτερο περιβάλλον ποσοτικής χαλάρωσης, ακόμη και αν η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν. Η ποσοτική χαλάρωση έχει φέρει μια πρωτοφανή στρέβλωση στις αποδόσεις των ομολόγων. Στη συλλογιστική ενός επενδυτή το περιβάλλον ποσοτικής χαλάρωσης μειώνει αποφασιστικά τον πιστοληπτικό κίνδυνο που ενέχει ένα ομόλογο αφού υπάρχει πάντα ένας αγοραστής έσχατης ανάγκης, που είναι η ΕΚΤ.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ελαχιστοποίησης του πιστωτικού κινδύνου οι αποδόσεις έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά και βέβαια οι περιφερειακές χώρες επωφελούνται πολύ περισσότερο είτε συμπεριλαμβάνονται στο QE είτε όχι. Ετσι, οι επενδυτές με τεράστια αποθέματα ρευστού βρίσκουν αρνητικά επιτόκια ακόμη και σε χώρες όπως η Πορτογαλία. Μετά το swap αυτοί οι επενδυτές μπορούν πια να στραφούν και στους ελληνικούς τίτλους που έχουν μικρό όγκο, σημαντική ρευστότητα, επιτόκια αγοράς και προσφέρουν συγκριτικά ενδιαφέρουσες αποδόσεις σε ένα προστατευμένο περιβάλλον».

Ποιους θεωρείτε ως σταθμούς στη διαχείριση του χρέους;
«Η προσέγγιση του προβλήματος της επίλυσης του ελληνικού χρέους αυτά τα χρόνια έγινε εμπειρικά. Δεν υπάκουσε σε θεωρητικά οικονομετρικά μοντέλα, δεν αποτέλεσε πεδίο εφαρμογής ακαδημαϊκών ερευνών. Κάθε πρόβλημα χρέους είναι διαφορετικό από τα άλλα. Οι οικονομετρικές αναλύσεις στη δουλειά μας είναι εργαλεία προσέγγισης των προβλημάτων και όχι συνταγές επίλυσής τους. Αν θα έπρεπε να βάλω τέσσερις παραμέτρους στο πρόβλημα θα έλεγα τις παρακάτω.
Πρώτον, η φύση της αξίωσης του δανειστή: πόσο κινδυνεύει δηλαδή ο οφειλέτης να γίνει απαιτητό το χρέος του σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Είναι άλλο να χρωστάς το ίδιο ποσό στους γονείς σου, στον συνεταίρο σου, στην τράπεζα, ή σε έναν τοκογλύφο.
Δεύτερον, η ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια τoυ χρόνου λήξης του χρέους. Το ελληνικό χρέος έχει προς το παρόν μέση ωριμότητα 18 ετών και η οποία με την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων θα μεγαλώσει περαιτέρω, ενώ τα περισσότερα κράτη έχουν μέση ωριμότητα χρέους 6-7 χρόνια. Οταν το χρέος εκτείνεται σε τόσο μεγάλο βάθος χρόνου και επειδή η βιωσιμότητά του είναι πρόβλημα προβολής του χρέους στο μέλλον, οι τόκοι είναι αυτοί που μετρούν στη δυναμική του. Και απόπειρες να ενταχθούν οι τόκοι με όρους καθαρής παρούσας αξίας σε στατικά μοντέλα δεν είναι ασφαλείς, στο μέτρο που τα επιτόκια προεξόφλησης δεν είναι σταθερά.
Τρίτον, η πειστικότητα του αφηγήματος της ασφάλειας του ελληνικού χρέους για τους επενδυτές. Πράγματι, η βιωσιμότητα του χρέους ενός κράτους έχει σημασία για τις αγορές στο μέτρο που εμποδίζει τις επενδύσεις, άρα και την άνοδο του ΑΕΠ. Πόσο πειστικό μπορεί να γίνει το αφήγημα του ελληνικού χρέους ως «ασφαλές» για τον επενδυτή;
Τέταρτον, το κούρεμα ενός χρέους γίνεται όταν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δανειστών και όταν η οικονομία του οφειλέτη έχει εξυγιανθεί ώστε να μην παράγει νέα χρέη. Σε διαφορετική περίπτωση είναι άσκοπο».

Ολα, δηλαδή, ξεκίνησαν από το PSI…
«Ο πρώτος και πιο σημαντικός σταθμός διαχείρισης του χρέους ήταν το PSI και η αναχρηματοδότηση του ελληνικού χρέους από τους ευρωπαίους δανειστές και στη συνέχεια η συναλλαγή επαναγοράς των ομολόγων του Δεκεμβρίου του 2012. Οι επιλογές αυτές κινήθηκαν στη μεθοδολογία της μείωσης του ονομαστικού ποσού του χρέους. Καταλυτικές ήταν επίσης οι αποφάσεις των Eurogroup του 2012, του 2016 και του 2017 που για διαφορετικούς λόγους το καθένα διαμόρφωσαν εμπειρικά τη μεθοδολογία της διαχείρισης του χρέους γύρω από τις χρηματοδοτικές ανάγκες και όχι γύρω από την ονομαστική αξία του. Ειδικά οι τελευταίες αποφάσεις προβλέπουν δύο πράγματα. Πρώτον, την υιοθέτηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων που έχουν ως κύριο άξονα τη θέσπιση του πλαφόν 15%-20% στις χρηματοδοτικές ανάγκες ως προς το ΑΕΠ και την αθόρυβη αλλά πολύ ουσιαστική προσπάθεια σταθεροποίησης πολύ χαμηλών επιτοκίων για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Δεύτερον, τον προσδιορισμό σε πολιτικό επίπεδο του πλαισίου των μεσοπρόθεσμων μέτρων, τα οποία έχουν προχωρήσει πολύ σε επίπεδο τεχνικής επεξεργασίας.
Η ομάδα του ΟΔΔΗΧ εργάζεται σε καθημερινή βάση πάνω σε σενάρια που περιλαμβάνουν υποθέσεις εργασίας με επιμήκυνση χρέους και «αμυντικές» ρήτρες οι οποίες θα συνδέουν υπό προϋποθέσεις το χρέος με την ανάπτυξη».

Πώς μπορούμε να σταθούμε ξανά στα πόδια μας, δηλαδή να δανειζόμαστε από τις αγορές και όχι από τον ESM;
«Αν μιλούσαμε καθαρά με όρους οικονομικής επιστήμης, μια απάντηση θα ήταν ότι οι αγορές κοιτούν πάνω από όλα την ανάπτυξη και τους ρυθμούς της. Κοιτούν επίσης την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας πρωτίστως με όρους εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών και φυσικά κοιτούν και το χρέος. Αρα, οι αγορές πρέπει να είναι σίγουρες ότι η ατμομηχανή της οικονομίας, που είναι ο πιστωτικός τομέας, λειτουργεί, ότι υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα για την άρση των capital controls, ότι η χώρα είναι παραπάνω από φιλική σε ξένες επενδύσεις, ότι το μοντέλο της οικονομίας έχει μεταβληθεί ή έστω μεταβάλλεται από καταναλωτικό σε εξωστρεφές και ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα εξειδικευτούν πειστικά».
Πιστεύετε ότι συντρέχουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις στην Ελλάδα;
«Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα θέματα δεν είναι ούτε στατικές, ούτε μονοδιάστατες. Και η αλήθεια είναι ότι αυτά τα χρόνια των προγραμμάτων έχουν γίνει πάρα πολλά για την αποκατάσταση σοβαρότατων διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας. Και αυτό το αναγνωρίζουν και οι δανειστές. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία μας μπορεί να σταθεί με άνεση σε μια όλο και πιο ανταγωνιστική Ευρώπη που εκμοντερνίζει τις δομές της με γοργούς ρυθμούς και που έχει απολαύσει ήδη συνθήκες νομισματικής χαλάρωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης οι αγορές δεν είναι ο μόνος ούτε ο ασφαλέστερος κριτής του εκμοντερνισμού μιας οικονομίας. Πρόσβαση στις αγορές έχουν και χώρες με πολύ αδύναμες οικονομίες που βρίσκονται πολύ πίσω από την Ελλάδα. Οι αγορές επηρεάζονται και από τεχνικά θέματα και το γενικότερο οικονομικό κλίμα. Οταν βρίσκονται σε risk on mode (δηλαδή όταν είναι διατεθειμένες να αναλάβουν κινδύνους) είναι έτοιμες να δανείσουν συγκριτικά αδύναμες οικονομίες ενώ όταν είναι σε risk-off mode (δηλαδή όταν δεν είναι διατεθειμένες να αναλάβουν κίνδυνο) είναι πολύ πιο διστακτικές. Και το τελευταίο θα ισχύει είτε θα είμαστε σε πρόγραμμα είτε όχι.
Υπό τις παρούσες συνθήκες των αγορών μπορούμε σήμερα να δανειζόμαστε από αυτές και μάλιστα με ονομαστικά επιτόκια που βρίσκονται σε επίπεδα 2006 όταν η πιστοληπτική μας ικανότητα ήταν Α2, δηλαδή πολύ πάνω από το όριο του investment grade που τώρα θέλουμε να πετύχουμε.
Σήμερα μπορούμε να δανειστούμε με 3,8% για τη δεκαετία και 2,7% για την τριετία, ενώ αν σας φαίνονται υψηλά αυτά τα επιτόκια σας θυμίζω ότι το ΔΝΤ μάς δανείζει με 3,5% στο εξάμηνο.
Δεν είναι όμως αυτονόητο ότι η καλή προαίρεση των αγορών θα συνεχιστεί.
Γι’ αυτό η ελληνική κυβέρνηση και οι δανειστές κατά την τέταρτη αξιολόγηση θα επεξεργαστούν ένα πλαίσιο κανόνων για την εποχή μετά το πρόγραμμα, κανόνες που θα εμπεριέχουν όχι μόνο στόχους και παρακολούθηση αλλά και αλληλεγγύη».

Αυτό μπορεί να περιγραφεί ως «clean exit»;
«Ο ορος «clean exit» δεν είναι τεχνικός, δεν περιγράφεται σε κάποια νομικά κείμενα. Είναι ένας αξιολογικός ορος που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην πρόσφατη πολιτική αντιπαράθεση και επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών που μοιραία θα έχουν πολιτικό περιεχόμενο. Ως τεχνοκράτης προτιμώ να μιλάω με γεγονότα.
Πρώτον, όλες οι χώρες που είχαν ένα MoU, όταν το εγκατέλειψαν είχαν ένα πλαίσιο κανόνων παρακολούθησης και στόχων. Στην ευρωζώνη οι κανόνες και η δημοσιονομική πειθαρχία υπάρχουν ανεξαρτήτως μνημονίων.
Δεύτερον, προκειμένου ακριβώς να βγούμε από το Μνημόνιο με ιδιαίτερες εγγυήσεις αλληλεγγύης, όπως αυτές του cash buffer που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα ή της εφαρμογής μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων χρέους, χρειάζεται κάποιος μηχανισμός παρακολούθησης. Αλλιώς ποιος θα αποφασίζει και με ποιες διαδικασίες για την ανάγκη εφαρμογής τους;
Τέτοιο τεχνικό πλαίσιο κανόνων αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ως έτοιμος μηχανισμός ή διαδικασία».

Ο Σαμαράς, ο Στουρνάρας κι ο τραπεζίτης

Είστε πολιτικός ή τραπεζίτης;
«Είμαι τραπεζίτης. Κάποια δεδομένη στιγμή στην ιστορία της χώρας θέματα χρέους που άπτονται της χρηματοοικονομικής τεχνικής απέκτησαν ιδιαίτερη βαρύτητα για το δημόσιο συμφέρον. Οταν με κάλεσε ο Αντώνης Σαμαράς το 2012 να το υπηρετήσω το έκανα με ιδιαίτερη χαρά. Οταν η επόμενη κυβέρνηση μου ζήτησε να παραμείνω το θεώρησα επίσης καθήκον μου, καθώς οι συνθήκες το 2015 ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Και επιτρέψτε μου να πω εδώ ότι ο Αντώνης Σαμαράς με προέτρεψε να μείνω. Το ίδιο έκανε ο Γιάννης Στουρνάρας. Η αποχώρησή μου μετά το swap γίνεται καθώς ολοκληρώθηκε ένας κύκλος, τόσο όσον αφορά τη διαπραγμάτευση του χρέους, της οποίας τα βασικά μεθοδολογικά πλαίσια έχουν τεθεί, όσο και την εξομάλυνση και οργάνωση της αγοράς των ελληνικών ομολόγων».

Το cash buffer εγγύηση για ομαλό δανεισμό

Ιρλανδία και Πορτογαλία έναν χρόνο προτού τελειώσει το μνημόνιό τους βγήκαν με δεκαετή ομόλογα. Μήπως εμείς έχουμε αργήσει;
«Η κριτική που έχει δεχτεί ο ΟΔΔΗΧ οίκοθεν είναι ότι βιαστήκαμε. Χαίρομαι που επισημαίνετε αυτά τα παραδείγματα. Νομίζω ότι κινηθήκαμε εγκαίρως τόσο το 2014 όσο και το 2017, στο μέτρο που μας επέτρεπαν οι μακροχρόνιες και δύσκολες αξιολογήσεις».

Πώς θα χειριστεί ο ΟΔΔΗΧ τις επόμενες εκδόσεις αν τα επιτόκια διαμορφώνονται σε υψηλά επίπεδα;
«Ενας από τους βασικούς λόγους που επιβάλλεται οι εκδόσεις να γίνουν γρήγορα είναι για να επωφεληθούμε από το εξωτερικό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και κυρίως από τη δυνατότητά μας να εκδώσουμε σε μακροχρόνιες περιόδους. Αυτήν ακριβώς την τακτική ακολούθησαν και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία εκδίδοντας όσο περισσότερο μπορούσαν ώστε να διαμορφώσουν ένα cash buffer ικανό να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες τους, οι οποίες ήταν και πολύ υψηλότερες από τις δικές μας. Ο δικός μας σχεδιασμός έχει δύο αμυντικές παραμέτρους για την περίπτωση υψηλών επιτοκίων:
1. Τη διαμόρφωση χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών τα επόμενα χρόνια χάρη στην εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος ώστε να μη δημιουργείται ανησυχία στις αγορές και,
2. Τη δημιουργία ενός πειστικού cash buffer είτε από τα υπόλοιπα του προγράμματος είτε από τις αγορές είτε και από τα δύο.
Το τελευταίο, εφόσον επιτευχθεί, θα αποτελεί ένα είδος εγγύησης, ίσως το ισχυρότερο που θα μπορούσαμε να έχουμε για τους επενδυτές οι οποίοι έτσι θα γνωρίζουν ότι η χώρα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ