Πώς γλιστράει η ιστορία;

Το πιο παραστατικό μέγεθος για το πόσο γλίστρησε η Ελλάδα στην κρίση είναι η σχέση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Ελληνα προς το ίδιο μέγεθος στην ΕΕ των «15».

Το πιο παραστατικό μέγεθος για το πόσο γλίστρησε η Ελλάδα στην κρίση είναι η σχέση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Ελληνα προς το ίδιο μέγεθος στην ΕΕ των «15». Η σχέση αυτή ήταν 62,2% το 1960, άγγιξε το 85,5% στην αρχή της κρίσης (2009), για να καταλήξει ταχύτατα 56 χρόνια πίσω, ξανά στο 62,2% (2016). Αν, αντί με την Ευρώπη, η χώρα συγκριθεί με τον εαυτό της, μπορεί να είναι αυτάρεσκα ευχαριστημένη: το σημερινό ΑΕΠ είναι ίδιο με αυτό του 2003: 14 χρόνια πίσω. Μόνο! Ομως, στην ΕΕ-«15» το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε, αντίστοιχα, κατά 36%. Ο λογαριασμός είναι βαρύς: όλα όσα βιώνουμε στην κρίση, αλλά δεν χρειαζόταν να βιώσουμε.
Τα μεγάλα κενά βρίσκονται στο παραγωγικό μας υπόβαθρο, στην πολιτική αντίληψη για το τι σημαίνει ανάπτυξη και πώς επιτυγχάνεται, και στη δύσκολη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την ανάπτυξη: Για 36 χρόνια (1981-2016), ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα ήταν 0,8% έναντι 1,8% στην ΕΕ των «15», δηλαδή κάτω από το μισό. Το ΔΝΤ τόλμησε να προβλέψει, πρόσφατα, 1%, αλλά πλήγωσε το φιλότιμό μας. Παρότι χάσαμε στην παραγωγή, δεν μάθαμε. Για χρόνια, ασχολιόμαστε μόνο με την αναδιανομή, και κυρίως των δανεικών, με τα οποία ξεπέσαμε στην εξάρτηση από τις τράπεζες, που -σωστά –δεν μας αρέσει, αλλά την ενισχύουμε! Οταν είσαι μια κοινωνία με έναν από τους υψηλότερους βαθμούς ανισότητας στον ΟΟΣΑ, πριν από την κρίση και σήμερα, αναμφίβολα υπάρχει μείζον πρόβλημα. Ομως όταν, αντί να παράγεις για να διανέμεις, διανέμεις και αναδιανέμεις αυτά που δεν έχεις, στο τέλος μετράς τα δάχτυλά σου.
Αναδιανομή παραγωγής και εισοδήματος και αναδιανομή δανεικών και εξάρτησης είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ανεργία, ανισότητες, φτώχεια, υποβαθμισμένες συνοικίες, πλημμύρες, πυρπολήσεις ανθρώπων, αναπτυξιακό τέλμα, όλα είναι αποτελέσματα ενός κοινού παρονομαστή: της υστέρησής μας σε ικανότητες να οικοδομήσουμε μια κοινωνικά πειστική και στέρεα ιδεολογική, θεσμική και οικονομική βάση, και να παρακολουθήσουμε τους μετασχηματισμούς σε έναν κόσμο που εξελίσσεται ραγδαία.
Αν η καρδιά της κρίσης είναι οικονομική, η αφετηρία της είναι αξιακή, γνωστική και πολιτισμική, και οι χειρισμοί της πολιτικοί. Ολα παραπέμπουν σε παράγοντες όπως οι γνώσεις και οι αντιλήψεις μας, η συλλογική ευφυΐα μας και η λειτουργία της κοινωνίας μας συνολικά, αλλά και των τμημάτων που βρίσκονται «επάνω», στη «μέση» και «κάτω». Εδώ βρίσκεται και το μεγάλο πρόβλημα: Το σκληρό και διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ Ελλάδας και «προωθημένων» χωρών της Ευρώπης αφορά τις διαθέσιμες δυνάμεις κάθε πλευράς, που ιστορικά παίζουν έναν προωθητικό ρόλο στην εξέλιξη της χώρας τους. Η διαφορά μας δεν είναι στις προβληματικές καταστάσεις. Είναι στην απουσία μιας κρίσιμης μάζας δυνάμεων που να σκέφτονται το αύριο της κοινωνίας μας και να καταλαβαίνουν τη σημασία των μεγάλων εξελίξεων που σημειώνονται στην Ευρώπη, στην Ασία, στον κόσμο, στην οικονομία, στην πολιτική, στο κλίμα, στις σχέσεις μεταξύ κοινωνιών.
Το κενό αυτό δεν είναι τόσο κενό «προσώπων». Ιστορικά είχαμε πάντα δυνάμεις και πολλά ικανά πρόσωπα, σε πολλά πεδία. Το χάσμα μας με όσους προχωρούν βρίσκεται στην αδυναμία συλλογικής οργάνωσης και λειτουργίας όσων με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βρίσκονται στην «κορυφή» της πυραμίδας. Εδώ λείπουν μηχανισμοί και δυνάμεις, που στο δημόσιο πεδίο πρέπει να αντιμετωπίσουν τους μεγάλους κινδύνους της χώρας, να διακρίνουν νέες ευκαιρίες και να δουλέψουν σε κατευθύνσεις, που δεν θα είναι αοριστολόγες, γραφικές ή ατυχείς, δεν θα δημιουργούν νέα μεγάλα προβλήματα, ούτε θα οδηγούν συνειδητά ή από ασύγγνωστη άγνοια σε νέα αδιέξοδα. Ομως όλα αυτά είναι μακριά από το σύστημά μας. Ισως κάποια από αυτά να συζητούνται ιδιωτικά. Γύρω-γύρω αδιαφορία, υπεροψία, ειρωνειούλες. Χωρίς όμως ένα συλλογικό, πειστικό, ηγεμονικό εγχείρημα, άτομα, ομάδες και κράτος θα εγκλωβίζονται στην τροχιά του κοινωνικού κατακερματισμού και του νεοφιλελεύθερου –δεξιού ή αριστερού –ατομικισμού.
Γιατί; Ο φόβος για το ότι μπορεί να ομολογηθούν ιστορικά λάθη, «σκιάχτρα», παραπλανητικές επιλογές –fake news τα λέμε τώρα -, αντιφάσεις, καταστροφικές συνέπειες, όπως στο Ασφαλιστικό, στην οικονομική πολιτική, στον υπερδανεισμό, στο πώς φτάσαμε και πώς διαχειριστήκαμε την κρίση. Το τίμημα; Το μέλλον μας.
Για το 2018 λοιπόν. Το 2018 δεν θα σφραγιστεί από τα εσωτερικά μας, αλλά από τις διεθνείς εξελίξεις. Ο κίνδυνος να πρωταγωνιστήσουν Τραμπ και Κιμ Γιόνγκ Ουν σε ένα καταστροφικό συμβάν είναι ασύλληπτα υψηλοί και οι καταστάσεις που μπορεί να ανακύψουν –και για εμάς –τερατώδεις. Να υιοθετήσουμε αισιοδοξία και χαμόγελα; Εθνικά, το 2018 είναι ένας κρίκος σε ένα μακρύ μέλλον, που η εξέλιξή του θα εξαρτηθεί από το αν θα ξεκολλήσουμε συλλογικά επανεξετάζοντας πολιτικές και προτεραιότητες. Αν θα καταλάβουμε ότι τίποτα δεν θα πάει όπως το προσδοκούμε χωρίς ένα κύμα νέου τύπου επενδύσεων και μορφών παραγωγής και τη μετεξέλιξη της «πραγματικής οικονομίας». Και ότι τίποτα δεν θα ξαναξεκινήσει αν δεν καταλάβουμε ότι ούτε επενδύσεις, ούτε μεγέθυνση, ούτε κοινωνικό κράτος δεν μπορούν να επιτευχθούν με τους εύκολους, φτηνιάρικους και προβληματικούς τρόπους του παρελθόντος. Ο κόσμος και τα εργαλεία αλλάζουν δραματικά με τον δικό τους ρυθμό, όχι τον δικό μας, και αχρηστεύουν γνωστές –υγιείς και κίβδηλες –συνταγές πολιτικής λειτουργίας. Το να εξαντλούμαστε σε διαμάχες και αψιμαχίες για κάθε αξιολόγηση, για το αν τα ελλείμματα ή τα πλεονάσματα είναι μία μονάδα επάνω ή κάτω, για τα ποσοστά διαφόρων μεγεθών, είναι χρήσιμο, αλλά είναι και μια τεράστια υπεκφυγή. Επιπλέον, μας κρατά στη Δυστοπία της μικρής μας γειτονιάς, όταν το ζητούμενο είναι ο αναπροσανατολισμός μας προς τον κόσμο.
Το αύριο της χώρας χρειάζεται πρωτίστως νέες δημιουργικές μορφές αντίληψης, εκπαίδευσης, γνώσεων και ικανοτήτων, που να ξεκινούν από το σχολείο και τα πανεπιστήμια και να φτάνουν στις πολιτικές δυνάμεις, στην εκάστοτε κυβέρνηση και σε κάθε κοινωνικό ή συλλογικό φορέα –και το αντίστροφο. Εκτιμήσεις για τις μεγάλες ανατροπές σε απαιτήσεις που φέρνουν οι εξελίξεις υπάρχουν. Για να μην καταποντίσουμε κι άλλο τη σημερινή και αυριανή νεολαία πρέπει όμως να γίνει συνείδηση ότι πλέον ένας εικοσάρης στη Χαλκίδα ή στη Σπάρτη δεν κινδυνεύει από τον ανταγωνισμό κάποιου αντίστοιχου που είναι διαφορετικού κόμματος, ιδεολογίας ή οικογένειας ή ζει στην Ξάνθη ή στο Αγρίνιο. Κινδυνεύει από τις δικές μας ανεπάρκειες. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει αφορά το διευρυνόμενο χάσμα του με τον εργαζόμενο και τις ικανότητες που διαθέτει ή θα διαθέτει αύριο στο να χειριστεί τα νέα εργαλεία οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας στη Σανγκάη, στο Κιότο, στο Εδιμβούργο, στη Βαρκελώνη ή στην Καλκούτα. Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι πιθανός. Είναι βέβαιος.
Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.