Ουδείς αμφιβάλλει ότι οι φόροι είναι ασήκωτοι και σε συνδυασμό με τις ασφαλιστικές εισφορές δυσβάστακτοι.
Προκύπτει άλλωστε από τα 100 δισ. ευρώ των ληξιπρόθεσμων οφειλών και από την εμφανή πια εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας μεγάλης µερίδας των πολιτών. Οπως και από την εντεινόµενη, παρά τα πολλά αστυνοµικά και άλλα µέτρα, ανάπτυξη της παραοικονοµίας και τη διεύρυνση της φοροδιαφυγής.
Η αλήθεια είναι ότι η αύξηση των φόρων επεβλήθη –κατά µία εκδοχή επελέγη από τις εκάστοτε κυβερνήσεις –στα χρόνια των µνηµονίων ως λύση ανάγκης, επειδή υποτιµήθηκαν άλλες δυνατότητες ή, καλύτερα, επειδή εκρίθη επισφαλής ως προς το αποτέλεσµά του ο συστηµατικός και οργανωµένος έλεγχος των δηµοσίων δαπανών.
Ανεξαρτήτως πώς, το αποτέλεσµα είναι το ίδιο. Οι πανύψηλοι φόροι αφαιρούν την όποια ικµάδα της ελληνικής οικονοµίας, υποβιβάζουν τις προσδοκίες στα Τάρταρα και βεβαίως αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, χωρίς τις οποίες δεν πρόκειται να υπάρξει το απαιτούµενο άλµα για να βγει η χώρα από την κρίση και να ξεφύγει από τον κύκλο της αναιµικής ανάπτυξης.
Ποιος άραγε θα επενδύσει σε µια χώρα όπου το κράτος διεκδικεί για λογαριασµό του πάνω από το 50% των κερδών;
Το αντικίνητρο λοιπόν είναι προφανές. Καθίσταται δε ακαταµάχητο όταν γύρω µας οι φορολογικοί συντελεστές τόσο των επιχειρηµατικών κερδών όσο και των φυσικών προσώπων είναι απείρως µικρότεροι, προσφέροντας ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα στους γείτονες και στους περισσότερους από τους ευρωπαίους εταίρους µας.
Το δυστύχηµα είναι ότι οι εδώ κυβερνώντες δεν κάνουν καµία προσπάθεια µείωσης των φόρων και εξισορρόπησης του φορολογικού ανταγωνισµού που υφίσταται η ελληνική οικονοµία.
Ορισµένοι µάλιστα, του Πρωθυπουργού συµπεριλαµβανοµένου, σχεδόν βολεύονται µε τους υψηλούς φόρους, τους αντιµετωπίζουν ως ποινή για τους έχοντες και κατέχοντες, ως εργαλείο αναδιανοµής ή ως µηχανισµό πολιτικής επικράτησης, χωρίς να αντιλαµβάνονται πόσο µεγαλύτερο θα ήταν το όφελος για την κοινωνία και τους πολίτες, πόσο επαρκέστερη και ευχερέστερη θα ήταν και αυτή ακόµη η επιδιωκόµενη αναδιανοµή από µια προσπάθεια περιορισµού του φορολογικού βάρους.
Οι παροικούντες την Ιερουσαλήµ, ωστόσο, αισθάνονται ότι η διατήρηση υψηλών φόρων είναι σε µεγάλο βαθµό αποτέλεσµα της αδυναµίας και της άρνησης ελέγχου των δαπανών.
Υπάρχουν δυστυχώς ακόµη, παρά τη σκληρή εµπειρία της κρίσης, ανέγγιχτες περιοχές του κράτους και δαπάνες ανέλεγκτες. Οσοι σχετίζονται µε τις κρατικές δαπάνες επιµένουν ότι υπάρχουν περιθώρια εξοικονοµήσεων, αρκεί να υιοθετηθούν κοινές πρακτικές τις οποίες εφαρµόζουν οι περισσότερες προηγµένες χώρες.
Για παράδειγµα, είναι επιεικώς απαράδεκτο να παραπαίουν οι δηµόσιες συγκοινωνίες και να είναι ελλειµµατικοί οι συγκοινωνιακοί οργανισµοί στις παρούσες οικονοµικές συνθήκες. Οπως και είναι ανεξήγητο η σχεδόν µονοπωλιακή ΔΕΗ να χρειάζεται τη συνδροµή του κράτους για να σταθεί στα πόδια της.
Είναι αδιανόητο επίσης το ΙΚΑ, ο κυρίαρχος ασφαλιστικός φορέας της χώρας µε τις υψηλότερες δαπάνες, να µην καταφέρνει να δηµοσιεύει ισολογισµούς τα τελευταία επτά-οκτώ χρόνια.
Επιπλέον, είναι ανεπίτρεπτο να µην έχουν προβλεφθεί κοινές προµήθειες για τα σαράντα µεγαλύτερα νοσοκοµεία της χώρας και να µην έχει διαµορφωθεί ένα κεντρικό σύστηµα ελέγχου των αναλωσίµων που µπαίνουν και βγαίνουν από τις αποθήκες των νοσηλευτικών ιδρυµάτων της χώρας. Οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν άπειρες δυνατότητες σήµερα.
Μια βόλτα σε µια ιδιωτική εµπορική αλυσίδα µπορεί να δείξει το δέον. Για να µην αναφερθούµε στις προσλήψεις και στις άχρηστες κρατικές δοµές που συνεχώς εφευρίσκονται προκειµένου να διαιωνίζεται το πελατειακό κράτος και να συντηρούνται οι κατά καιρούς εξορκιζόµενες αλλά µηδέποτε εγκαταληφθείσες πελατειακές σχέσεις.
Μελετητές των δηµοσίων οικονοµικών εκτιµούν ότι µια συστηµατική προσπάθεια ελέγχου των κρατικών δαπανών µπορεί να οδηγήσει σε εξοικονοµήσεις τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ σε µία διετία, οι οποίες θα µπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση έναρξης της µείωσης των φόρων.
Θα ήταν ευχής έργον αν η κυβέρνηση υιοθετούσε τέτοιες δύσκολες, είναι η αλήθεια, επιλογές, από την αρχή του νέου χρόνου. Θα ήταν ίσως το πιο ελπιδοφόρο ξεκίνηµα για τη χειµαζόµενη ελληνική οικονοµία και κοινωνία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ