Λόγω της οικονομικής κρίσης και του συνακόλουθου καθεστώτος δανειακής κηδεμονίας, η Ελλάδα είχε υποστεί απώλειες στη διεθνή θέση και τη γεωπολιτική της επιρροή. Από την ευκολία που δέχθηκε τους όρους του πρώτου Μνημονίου, χωρίς εγγυήσεις ανάπτυξης, μέχρι την υποθήκευση όλης της κρατικής περιουσίας για 99 χρόνια στο τρίτο Μνημόνιο, χωρίς καν μια συμβολική διαγραφή χρέους, η Ελλάδα είχε περιέλθει σε κατάσταση «ενδεούς εταίρου» στην Ευρωπαϊκή Ενωση με όλα τα πολιτικά και διπλωματικά συνεπαγόμενα.
Με τη σειρά του, αυτό συρρίκνωσε την ισχυρή οικονομική παρουσία στις γειτονικές χώρες και έπληξε την επιρροή που είχε οικοδομήσει μέχρι τότε. Ευτυχώς την ύστατη στιγμή ματαιώθηκε η έξοδος από το ευρώ, που αν γινόταν μετά το τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα του 2015 θα είχε επιφέρει συντριπτικό κάταγμα, όχι μόνο στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, αλλά και στα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Τρεις σπουδαίες ευκαιρίες
Η παραμονή της χώρας στο ευρώ –παρά την επαχθή επιβολή νέου Μνημονίου –έμελλε σύντομα να της προσφέρει τρεις σπουδαίες ευκαιρίες, επειδή άλλες κρίσεις και απώλειες του ευρύτερου γεωπολιτικού συστήματος τα προηγούμενα χρόνια οδήγησαν σε μια απρόσμενη θετική αναθεώρηση του ρόλου της Ελλάδας.
Πρώτον, η τρομοκρατία του ISIS και οι πόλεμοι στην Ανατολική Μεσόγειο οδήγησαν μαζικά κύματα ευρωπαϊκού και ασιατικού τουρισμού στη χώρα μας, που αν καταφέρει να τα διατηρήσει και στο μέλλον μπορεί να επιταχύνει την ανάπτυξη και την έξοδο από τη μακρά ύφεση. Καθώς επίσης οι κυβερνήσεις στις χώρες προέλευσης νοιάζονται για την ασφάλεια και διαβίωση των πολιτών τους που μας επισκέπτονται μαζικά, έχουν κάθε λόγο να οικοδομήσουν και να αναπτύξουν καλές σχέσεις με την Ελλάδα.
Κίνα, Βρετανία, Ρωσία, Γερμανία, Βαλκάνια, σκανδιναβικές χώρες, αλλά επίσης ο αραβικός κόσμος και το Ισραήλ, είναι πρόθυμα να συμμετάσχουν σε σημαντικές επενδύσεις αναβάθμισης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Από υποδομές και ξενοδοχεία έως αεροπορικές διασυνδέσεις και κρουαζιέρες. Τα οφέλη θα πολλαπλασιαστούν από τη διάδοση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και τη γνωριμία με ελληνικά προϊόντα και μπορούν να αναβαθμίσουν όχι μόνο τις δύσμοιρες εξαγωγές, αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας. Αρκεί βέβαια η Ελλάδα να αντιληφθεί έγκαιρα τις ευκαιρίες και να υποστηρίξει τις πρωτοβουλίες που τις αξιοποιούν με συνέπεια και σχέδιο.
Δεύτερο μέτωπο ευκαιριών αναδύεται στη γειτονιά μας. Η αύξουσα αδημονία των Δυτικών Βαλκανίων να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το ρήγμα που βαθαίνει ανάμεσα σε Τουρκία και Ευρώπη, αλλά και η μόνιμη πλέον καχυποψία μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, ανέδειξαν την Ελλάδα ως τον προτιμότερο πόλο αναφοράς και σταθερότητας στην περιοχή. Η διέλευση ενεργειακών αγωγών από ελληνικό έδαφος, η αναβίωση της συνόδου βαλκανικών κρατών και η πρόσφατη συγκατάβαση για έναν οριστικό διακανονισμό στο «σκοπιανό ζήτημα» δημιουργούν νέα ερείσματα για τη χώρα μας, με πρόδηλη ωφέλεια σε οικονομικό, εθνικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Η πιο στρατηγική όμως ευκαιρία για την Ελλάδα προκύπτει εξαιτίας του Brexit, όσο απίθανο και να φαντάζει αυτό το επιχείρημα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η κατάργηση της κοινής αγοράς Βρετανίας – ΕΕ και οι τριβές με Σκωτία και Ιρλανδία μικρές επιπτώσεις θα έχουν στην Ελλάδα, αν και οι συνέπειες στους τομείς ναυτιλίας, πανεπιστημίων και έρευνας πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα. Το Brexit όμως μας αφορά καταλυτικά επειδή θα αλλάξει άρδην την ταχύτητα και το είδος ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο στο θεσμικό όσο και στο γεωπολιτικό πεδίο.
Ο λόγος είναι ότι η βρετανική αποχώρηση μοιραία θα ακυρώσει την επιρροή της στη διαμόρφωση και άσκηση εξωτερικής πολιτικής της Ενωσης. Επειδή όμως το Brexit συμπίπτει χρονικά με την πρόθεση της Διοίκησης Τραμπ να μειώσει τις στρατιωτικές δεσμεύσεις –και το κόστος τους –που είχε αναλάβει μέχρι σήμερα στην Ευρώπη, θα επέλθει παράλληλα και ένας ουσιώδης κλονισμός στην αμυντική της ικανότητα, και μάλιστα σε μια εποχή ανάδυσης νέων κινδύνων και απειλών. Το κενό που θα προκαλέσει η αγγλο-αμερικανική απόζευξη (το λεγόμενο decoupling) θα κληθεί να το καλύψει κυρίως η Γαλλία, που είναι η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη της ΕΕ και η μόνη που διαθέτει πλέον πυρηνικό οπλοστάσιο μετά την αποχώρηση της Βρετανίας. Αυτός είναι ο βαθύτερος στρατηγικός λόγος για την επικράτηση του Μακρόν και θα καθορίσει τους επόμενους σχεδιασμούς του.
Στον νέο ρόλο της η Γαλλία θα επιδιώξει φυσικά να αντισταθμίσει την αυξημένη στρατιωτική της συνδρομή με αναβίωση του γαλλογερμανικού Διευθυντηρίου της ΕΕ προς όφελός της. Η γερμανική πρωτοκαθεδρία στον αυστηρό προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής θα υποχωρήσει και θα αποδεχθεί χαρακτηριστικές γαλλικές επιλογές για τη σημασία του κοινωνικού κράτους, τις δημόσιες υποδομές και την εποπτεία των αγορών. Η αναβάθμιση της Γαλλίας σε πανευρωπαϊκό εγγυητή ασφάλειας θα απαιτήσει φυσικά τη συνδρομή της Ισπανίας και της Ιταλίας, όπως επίσης και της Ελλάδας λόγω γεωγραφικής θέσης αλλά και της συγκυρίας του Προσφυγικού.
Η λεγόμενη «Συμμαχία του Νότου», η επαναφορά στο προσκήνιο της ευρω-μεσογειακής ατζέντας και οι πρωτοβουλίες του Μακρόν για κοινό κόμμα με την ιταλική Κεντροαριστερά θα αποτελέσουν το πολιτικό υπόβαθρο αυτής της διαδικασίας. Η Ελλάδα δικαιούται να διεκδικήσει ενεργό συμμετοχή, πράγμα που εκτός των άλλων θα χρησιμεύσει και ως μοχλός εξισορρόπησης της ντεφάκτο γερμανικής επιρροής που ασκείται σήμερα μέσω των μηχανισμών οικονομικής εποπτείας. Η ανασυγκρότηση της ελληνικής Κεντροαριστεράς μπορεί να είναι καταλύτης για την ισότιμη επιστροφή της χώρας στον ευρωπαϊκό πυρήνα.
Η υπέρβαση των εμποδίων
Καμία από τις παραπάνω δυνατότητες δεν είναι ανέφικτη, αλλά και καμία δεν θα γίνει αυτόματα γιατί υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι να τις εμποδίσουν. Η διχαστική ρητορεία που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο, η ομηρεία σε ανεδαφικές κορόνες του παρελθόντος και το χαοτικό περιβάλλον που επικρατεί στη λειτουργία κρίσιμων θεσμών –από τα πανεπιστήμια και τα δικαστήρια έως το εκλογικό σύστημα και τις δημόσιες υπηρεσίες –ναρκοθετούν την κινητοποίηση της χώρας και πρέπει να βρεθεί τρόπος υπέρβασής τους.
Για να αξιοποιήσει αυτή την προνομιακή συγκυρία ευκαιριών, η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως να κάνει τρία πράγματα: ένα σοβαρό εθνικό σχέδιο ανάπτυξης και επενδύσεων για την ασφαλή έξοδο από τα μνημόνια, χωρίς να συνεχιστούν στα κρυφά, αλλά και χωρίς ένα νέο κύμα σπατάλης που θα τα ξαναφέρει. Μια μακροχρόνια πολιτική για το Προσφυγικό και τη Μετανάστευση, που θα συνδυάζει τη βελτίωση των συνθηκών φιλοξενίας, την ασφάλεια από τις ανεξέλεγκτες ροές, αλλά και ένα πρόγραμμα πλήρους ενσωμάτωσης όσων η χώρα θέλει να μείνουν και να δουλέψουν.
Τέλος, στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος χρειάζεται –αντί του χάους που θα φέρει η απλή αναλογική –να ψηφιστεί ένα μόνιμο εκλογικό σύστημα για σταθερές κυβερνήσεις και σταθερή θητεία, κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας και προστασίας επενδύσεων, όπως επίσης και ένα πιο λιτό μοντέλο διοίκησης και αποκέντρωσης για να μπορούν κάποτε να λαμβάνονται αποφάσεις χωρίς αναβολές στο διηνεκές. Οσο αυτονόητα και αν ακούγονται, θα αποδειχθούν σκληρές δοκιμασίες στην πράξη.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ