Οταν η Ελλάδα έγινε μέλος της ΟΝΕ, οι οιωνοί ήταν αίσιοι και οι προσδοκίες μεγάλες. Στα χρόνια που ακολούθησαν η οικονομική ανάπτυξη ήταν μεν ταχεία, στηρίχθηκε όμως αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση, η οποία τροφοδοτήθηκε από τον δανεισμό, δημόσιο και ιδιωτικό. Δημιουργήθηκαν, έτσι, τα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα του Δημοσίου και των εξωτερικών συναλλαγών και διευρύνθηκε το χρέος. Με την έλευση της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν πλέον φανερό ότι για να επιβιώσει η οικονομία έπρεπε να εφαρμοστεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για: α) τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, β) τον έλεγχο της δυναμικής του χρέους και γ) την πραγματοποίηση εκτεταμένων διαρθρωτικών αλλαγών, που θα οδηγούσαν την οικονομία σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης. Αυτοί ήταν και οι στόχοι των προγραμμάτων που συνομολογήθηκαν με τους εταίρους το 2010, το 2012 και το 2015 και εφαρμόστηκαν με τη χρηματοδοτική τους στήριξη.
Το 2018 ολοκληρώνεται τυπικά η μακρά περίοδος προσαρμογής και, μετά τη λήξη του παρόντος προγράμματος, η Ελλάδα –μέσα σε νέες συνθήκες –θα πρέπει να ακολουθήσει ένα δικό της μακρόπνοο σχέδιο για την ανάπτυξη. Σταθερή βάση για την επανεκκίνηση όσα, πολύ σημαντικά, επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια με τα προγράμματα στήριξης:
-Η ολοκλήρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής.

-Η ανάκτηση των απωλειών ανταγωνιστικότητας.
-Η εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών .
-Οι μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, με αποτελέσματα που έχουν αρχίσει να είναι ορατά.
Ο σταδιακός αναπροσανατολισμός της παραγωγής προς ένα νέο, πιο εξωστρεφές, πρότυπο ανάπτυξης.
Ολα τα παραπάνω πραγματοποιήθηκαν με μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού και αυτή τη φορά οι θυσίες δεν πρέπει να πάνε χαμένες. Πρέπει τώρα να χτίσουμε πάνω σε αυτά που κατακτήσαμε και να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος, που κατέστησαν αναγκαία την επώδυνη πορεία ή παρέτειναν τη διάρκειά της. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις αλόγιστες, επεκτατικές πολιτικές, που οδήγησαν στην κρίση, αλλά και στην αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να συγκλίνουν σε ένα κοινό σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την υπέρβασή της.
Το 2018 θα πρέπει να σηματοδοτήσει το τέλος της περιόδου των «μνημονίων», την επαναφορά στην ομαλότητα, την έξοδο από την κρίση και την ανάπτυξη. Η κατάσταση της οικονομίας σήμερα επιτρέπει να προβλέψουμε ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι εφικτή. Οι προκλήσεις όμως που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι πολλές.
Κυρίαρχο ζήτημα τους επόμενους μήνες είναι η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, με διατηρήσιμους όρους, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Τα βήματα που θα συμβάλλουν αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση αυτή είναι:

Πρώτον, η αδιατάρακτη συνέχιση και ολοκλήρωση του προγράμματος. Είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν ομαλά και σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα οι μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις, να νομοθετηθούν εγκαίρως και να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στην τρίτη αξιολόγηση και να γίνει επαρκής προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος.

Δεύτερον, η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους. Αυτό θα καταστήσει δυνατή την πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων με βιώσιμους όρους και, δευτερευόντως, θα διευκολύνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Τρίτον, η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνάρτηση με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών.
Αυτά θα συμβάλουν οπωσδήποτε στην ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης. Βαρύνουσα σημασία θα έχει, ωστόσο, να περιγραφεί με σχετική ακρίβεια το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ελληνική οικονομία. Ειδικότερα, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν, πρώτον, η μορφή της εποπτείας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και, δεύτερον, αν θα υπάρξει και με ποιους όρους χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων μετά την ολοκλήρωση του παρόντος προγράμματος.
Οσον αφορά το πρώτο, είναι ήδη γνωστό ότι, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ισχύει για τη ζώνη του ευρώ, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι να αποπληρώσει πλήρως το 75% των επισήμων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, τον ΕΤΧΣ (EFSF) και τον ΕΜΣ (ESM).
Δεν είναι ακόμα γνωστή η μορφή της χρηματοδοτικής στήριξης που ενδεχομένως θα αποφασιστεί. Εκτιμάται πάντως ότι, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να εγγυάται την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση από τον ΕΜΣ (ESM), εάν και εφόσον χρειαστεί, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Αυτό παρέχει πρόσθετη ασφάλεια, που θα τονώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα διευκολύνει την έξοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Ολα τα παραπάνω είναι αναντικατάστατες (sine qua non) προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης. Σημαντικότερο, όμως, απ’ όλα είναι να διαμορφώσουμε σήμερα ένα δικό μας σχέδιο για το μέλλον. Ενα σχέδιο για την ανάπτυξη, το οποίο θα τηρεί την αιρεσιμότητα που θα υπάρχει, σε συνάρτηση με τις ρυθμίσεις για το χρέος, την εποπτεία και τη χρηματοδοτική στήριξη, αλλά δεν θα περιορίζεται μόνο σε αυτό. Θα αφορά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας με βασικές κατευθυντήριες γραμμές:
-Τις μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και στις αγορές, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της οικονομίας.
-Την άρση των εμποδίων που αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
-Τη βελτίωση της ποιότητας και τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας των θεσμών.
-Τη δημιουργία νέων θέσεων παραγωγικής εργασίας.
Τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος.
Χρειαζόμαστε ένα αναπτυξιακό σχέδιο που θα πείθει και θα κινητοποιεί.
Θα πείθει ότι έχουμε οριστικά απομακρυνθεί από πρακτικές του παρελθόντος, έχουμε διδαχθεί από τα λάθη μας και έχουμε επανέλθει σε τροχιά σύγκλισης με τις άλλες χώρες της Ευρώπης σε όλα τα επίπεδα: στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο κοινωνικό.
Θα κινητοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας που παραμένουν αργές και θα προσελκύει ξένες επενδύσεις.
Ενα τέτοιο σχέδιο μπορεί να στηριχθεί στις διακηρυγμένες στοχεύσεις και στις υπάρχουσες συγκλίσεις των πολιτικών δυνάμεων, που δεν αμφισβητούν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και εκφράζουν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Αν η υπόρρητη αυτή συναίνεση εκφραστεί ενεργητικά και η σύγκρουση δώσει τη θέση της στη συνεννόηση, είμαι βέβαιος ότι το 2018 μπορεί πράγματι να αποτελέσει ορόσημο στην πρόσφατη ιστορία μας.
Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ