Εχουν περάσει περίπου 10 χρόνια από τη διεθνή κρίση και 7 χρόνια από το πρώτο ελληνικό μνημόνιο του 2010. Η Ελλάδα έχει βιώσει μια μεγάλη οικονομική κρίση. Το ΑΕΠ της έχει μειωθεί κατά περίπου 25% από το 2009 και οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν ασθενικές. Τι φταίει; Ιστορικά, σε παρόμοιες κρίσεις, οι οικονομίες ανακάμπτουν πιο σύντομα και η μείωση του ΑΕΠ τους είναι μικρότερη.
Η μεγάλη μείωση του ΑΕΠ από το 2009 μπορεί να ερμηνευθεί ποσοτικά από δύο εξελίξεις.
Πρώτον, τη δημοσιονομική προσαρμογή και τον συγκεκριμένο τρόπο που πραγματοποιείται. Τα συνολικά φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί από 33,6% το 2011 σε 38,7% το 2016, ενώ, παράλληλα, οι συνολικές δημόσιες δαπάνες (χωρίς δαπάνες για τόκους) έχουν παραμείνει σχεδόν σταθερές περίπου στο 46,5% στην ίδια χρονική περίοδο.
Επίσης, είναι σημαντικό ότι υπάρχουν διαφορές στις επί μέρους κατηγορίες δαπανών: για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε την περίοδο πριν και μετά την κρίση, το ποσοστό των δημοσίων επενδύσεων έχει μειωθεί, ενώ το ποσοστό των δαπανών για μισθούς στον δημόσιο τομέα έχει παραμείνει το ίδιο στη μετά κρίση περίοδο.
Με άλλα λόγια, όταν το 2010 χάθηκε η εμπιστοσύνη, εκτινάχθηκαν τα επιτόκια δανεισμού και διακόπηκε η πρόσβαση στην αγορά για τις ελληνικές κυβερνήσεις, ναι μεν μια δημοσιονομική προσαρμογή ήταν αναγκαία, και άρα ένας βαθμός ύφεσης ήταν αναπόφευκτος, αλλά το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθείται (μεγάλη αύξηση των φόρων, ειδικά των φόρων εισοδήματος, και ένα μείγμα δαπανών που δεν στηρίζει την οικονομική ανάκαμψη) έχει κάνει τον βαθμό της ύφεσης μεγαλύτερο. Με βάση αυτά δεν είναι έκπληξη ότι οι σχετικές μελέτες δείχνουν ότι περίπου το μισό της μείωσης του ΑΕΠ από το 2009 και μετά οφείλεται στο συγκεκριμένο μείγμα δημοσιονομικής προσαρμογής.Δεύτερον, οι ίδιες μελέτες δείχνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος από το υπόλοιπο μισό της μείωσης του ΑΕΠ από το 2009 και μετά οφείλεται στην επιδείνωση της «ποιότητας των θεσμών».
Συγκεκριμένα, τα στατιστικά στοιχεία φανερώνουν μια σαφή επιδείνωση σε δείκτες που μετρούν την «εφαρμογή των νόμων» (rule of law), το «ρυθμιστικό περιβάλλον» (regulatory quality) και την «πολιτική σταθερότητα και απουσία βίας/τρομοκρατίας» (political stability and absence of violence/terrorism), που είναι οι δείκτες που παραδοσιακά χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του βαθμού «προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας» (protection of property rights) που, με τη σειρά τους, είναι ίσως ο πιο σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας επενδύσεων από εγχώριους και εξωτερικούς φορείς. Η δραματική επιδείνωση του βαθμού προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας έφερε χρόνο με τον χρόνο την Ελλάδα σε χαμηλότερη θέση (το 2016 ήταν κοντά στο μέσον) ανάμεσα σε περίπου 200 χώρες.
Τα παραπάνω μας βοηθούν να καταλάβουμε και τι είναι αναγκαίο για ανάπτυξη από εδώ και πέρα: καλύτερο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής και καλύτερη ποιότητα θεσμών. Επίσης, οι όροι, προϋποθέσεις που θέτει η Ευρωπαϊκή Ενωση για συνέχεια της βοήθειας στη χώρα μας δεν πρέπει να είναι συνάρτηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων (π.χ. μέγεθος του πλεονάσματος). Οι όροι για βοήθεια πρέπει να γίνουν η βελτίωση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής και η βελτίωση της ποιότητας των θεσμών, όπως ορίστηκαν παραπάνω και αποτελούν μοχλούς ανάπτυξης. Δημοσιονομικά πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν και με λάθος (αντι-αναπτυξιακούς) τρόπους.
Ο κ. Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ