Ο Ανδρέας, ο Καραμανλής Β’ και τα μνημόνια

Οι ευχές όλων για Καλή Χρονιά θα συνοδεύσουν και την οικονομία, που εισέρχεται στην τελική ευθεία για την έξοδο από τον δεκαετή κύκλο της κρίσης και των μνημονίων. Αυτόν που οδήγησε στη μεγάλη ύφεση και μπορεί να συγκριθεί μόνο με την καταστροφή του Πολέμου.

Οι ευχές όλων για Καλή Χρονιά θα συνοδεύσουν και την οικονομία, που εισέρχεται στην τελική ευθεία για την έξοδο από τον δεκαετή κύκλο της κρίσης και των μνημονίων. Αυτόν που οδήγησε στη μεγάλη ύφεση και μπορεί να συγκριθεί μόνο με την καταστροφή του Πολέμου.
Η διαδρομή αυτή όμως δεν θα είναι εύκολη, καθώς τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις κουβαλούν ακόμη στους ώμους τους τα βάρη και τον πόνο της περιπέτειας που ξεκίνησε το 2008 από τις ΗΠΑ με την κατάρρευση της Lehman Brothers, μεταδόθηκε σαν αστραπή στην Ευρώπη και όταν στα τέλη του 2009 έφτασε το κύμα στην Ελλάδα κυριολεκτικά μας έπνιξε.
Στη γλώσσα των οικονομολόγων οι αιτίες που εν τέλει μας οδήγησαν στη χρεοκοπία ήταν εγκαίρως προσδιορισμένες, τα δίδυμα ελλείμματα, το τεράστιο χρέος του Δημοσίου, οι τράπεζες με τα «πήλινα πόδια».
Ολα αυτά που κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε συμπυκνώσει σε δύο φράσεις που έμειναν στην Ιστορία: «Καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε» (Οκτώβριος 1985) και «Είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος» (Δεκέμβριος 1993).
Τι κι αν πρώτος ο Ανδρέας έκανε ακριβώς τα αντίθετα, όπως και οι περισσότερες κυβερνήσεις που ακολούθησαν…
Το 2009 η «βόμβα» έσκασε. Μετά την πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή τα ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζυγίου πληρωμών) εκτροχιάστηκαν και η οικονομία βρέθηκε εκτός ελέγχου. Ο Καραμανλής Β’ παρέδωσε με «συνοπτικές» εκλογές τη διακυβέρνηση στον Γιώργο Παπανδρέου.
Το 2010, όταν ακούσαμε για τον «Τιτανικό», η χώρα είχε ήδη μπει στην εποχή των μνημονίων.
Με το νέο έτος για πρώτη φορά φαίνεται φως στο τούνελ. Το καλοκαίρι του 2018 όλοι θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα βγούμε από το τρίτο μνημόνιο. Το κλειδί όμως βρίσκεται αλλού. Στην ανάπτυξη της οικονομίας, στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Και αυτό είναι το πιο δύσκολο στοίχημα για όλους.
Ολα τα στοιχεία και οι αριθμοί δείχνουν ότι η οικονομία δεν έχει γυρίσει ακόμη σελίδα. Βρισκόμαστε σε στασιμότητα, η ανάπτυξη είναι ασθενική και χρειαζόμαστε επειγόντως νέα κεφάλαια. Μόνο έτσι μπορεί να καλυφθούν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και το επενδυτικό κενό, το οποίο μπορεί να είναι χρόνιο πρόβλημα, αλλά μετά τη χρεοκοπία της χώρας μεγεθύνθηκε.
Ασφαλώς το νήμα των ευθυνών βρίσκεται στους πολιτικούς. Δυστυχώς αυτό που έχει ανάγκη σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η χώρα είναι η συναίνεση για να μπουν τα θεμέλια μιας αλλαγής και εφαρμογής του νέου αναπτυξιακού μοντέλου με το οποίο θα παράγουμε και θα πουλάμε περισσότερα απ’ όσα καταναλώνουμε.
Το βασικό ερώτημα για την επόμενη μέρα, όπως το διατυπώνει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, είναι «ποια μέρα θέλουμε να ξημερώσει» και ασφαλώς η απάντηση δεν βρίσκεται «σε ποια στιγμή του παρελθόντος θέλουμε να γυρίσουμε», δηλαδή δεν βρίσκεται στο παιχνίδι που παίζει το πολιτικό σύστημα.
Βέβαια ύστερα από τρία μνημόνια τα δίδυμα ελλείμματα εξαλείφθηκαν και η Ελλάδα έχει ουσιαστικά ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, αλλά τα μεγάλα προβλήματα είναι εδώ.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο έκλεισε όχι γιατί ανέβηκαν τόσο οι εξαγωγές, αλλά γιατί συρρικνώθηκαν η οικονομία και οι εισαγωγές και το έλλειμμα στον προϋπολογισμό έκλεισε ύστερα από αιματηρές περικοπές μισθών και συντάξεων, αλλά κυρίως λόγω της υπερφορολόγησης της οικονομίας.
Η φορολογική κλίμακα και η μη ανταποδοτικότητα των εισφορών στο νέο ασφαλιστικό σύστημα προκαλούν τεράστιες στρεβλώσεις που αν δεν αντιμετωπιστούν «χειρουργικά» με μικρά προσεκτικά και σταδιακά βήματα μπορεί να τινάξουν στον αέρα και πάλι το δημοσιονομικό οικοδόμημα.

Το χρονικό

Τέτοιες ημέρες ας μην είμαστε όμως απαισιόδοξοι. Πέρυσι, πολύ περισσότερο πριν από δύο χρόνια, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτή τη συζήτηση.
Τη συζήτηση για την επόμενη ημέρα (των μνημονίων), καθώς τότε δεν φαινόταν φως στον ορίζοντα.
Σήμερα έχουμε μια διαφορετική εικόνα… Ικανοποιημένος για την έγκαιρη επίτευξη συμφωνίας με την Ελλάδα για την τρίτη αξιολόγηση εμφανίστηκε ακόμη και ο Γερούν Ντάισελμπλουμ του οποίου η θητεία έληξε όχι μόνο στην ολλανδική Βουλή αλλά και στο Eurogroup.
Πάντοτε όμως θα είναι κοντά μας, αφού η νέα του θέση είναι σύμβουλος στον ESM.
Κακά τα ψέματα, μπαίνουμε στην τελική ευθεία (ομολογουμένως με μεγάλη καθυστέρηση) για το τέλος του τρίτου μνημονίου.
Οπως ομολογεί ο απερχόμενος πρόεδρος του ΣΕΒ Θεόδωρος Φέσσας, η οικονομία μας σταθεροποιείται και βελτιώνεται. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν συρρικνωθεί. Οι αγορές λειτουργούν, αν και πλημμελώς, λόγω των capital controls.
Η ανάκαμψη όμως στηρίζεται περισσότερο σε εξωγενείς παράγοντες –όπως ο τουρισμός και η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Η εσωτερική ζήτηση παραμένει υποτονική. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κινείται ακόμη σε αρνητικό επίπεδο.
Η αποταμίευση παραμένει αρνητική και, βέβαια, οι δημόσιες επενδύσεις συνεχώς περικόπτονται.
Ο ρυθμός ανάκαμψης βρίσκεται, έτσι, σε αναντιστοιχία με όσα έχει ανάγκη η χώρα. Αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι το καλοκαίρι ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 1,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Το πρόσημο μπορεί να είναι θετικό για ένα ακόμα τρίμηνο, ωστόσο το ποσοστό είναι χαμηλότερο από αυτό που προσδοκούσε η ελληνική κυβέρνηση για να επιτύχει τον εφετινό στόχο 1,6%.
Η εδραίωση της εμπιστοσύνης είναι ο κρίσιμος παράγοντας για την επιστροφή καταθέσεων και την αξιοποίηση των ρευστών διαθεσίμων των επιχειρήσεων σε νέες επενδύσεις που είναι το ζητούμενο.
Η επόμενη μέρα των μνημονίων θα απαιτήσει δύσκολες αποφάσεις και ευρύτερες συναινέσεις για όσα πρέπει ακόμη να γίνουν, ώστε κάποια στιγμή στη χώρα μας να εδραιωθεί μια σύγχρονη ευρωπαϊκή οικονομία.
Και όπως υπογραμμίζει ο κ. Φέσσας, σε αυτές τις συνθήκες το πολιτικό μας σύστημα οφείλει να αφήσει στην άκρη «τοξικές αντιπαραθέσεις» που οδηγούν σε ακραία πόλωση και αποσταθεροποιούν την κλονισμένη οικονομία.

Τα ανοιχτά μέτωπα

Για να φτάσουμε σε αίσιο τέλος αυτού του τρίτου μνημονίου, το οποίο σύμφωνα με τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη και την αντιπολίτευση θα ήταν αχρείαστο αν δεν είχαμε την πολιτική αλλαγή του 2015, σε διάστημα έξι μηνών (ως το τέλος Ιουνίου) πρέπει να έχουν επιλυθεί σειρά δύσκολων ζητημάτων.
Πρώτο στην ατζέντα κυβέρνησης, Ευρωπαίων και ΔΝΤ είναι το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και τα μέτρα που θα ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση αφού εκπνεύσει το τρίτο μνημόνιο στις 18 Αυγούστου του νέου έτους.
Αυτή θα είναι η πιο δύσκολη και συνάμα κρίσιμη διαπραγμάτευση, καθώς οι τρεις πλευρές που εμπλέκονται θα καθίσουν στο τραπέζι με διαφορετικές θέσεις.

Δεύτερο ζήτημα είναι να ξεκαθαρίσει τι θα γίνει με τα αδιάθετα κονδύλια του τρίτου μνημονίου, τα οποία εκτιμάται ότι τότε θα ξεπερνούν τα 27 δισ. ευρώ.

Τρίτο ζήτημα είναι να ολοκληρωθούν και τα τελευταία προαπαιτούμενα κατά την τέταρτη και τελευταία αξιολόγηση που θα γίνει τον Μάιο.
Αυτά ουσιαστικά είναι η ολοκλήρωση των πολιτικών που αν και θα έχουν νομοθετηθεί δεν θα έχουν υλοποιηθεί, όπως:
— Το πρόγραμμα διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων με στόχο τη μείωσή του στον μέσο όρο της ευρωζώνης.
— Η προώθηση των μεγάλων επενδύσεων και η ολοκλήρωση των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου.
— Η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, το οποίο μέχρι στιγμής καλύπτει μόλις το 27% της χώρας ενώ ο στόχος είναι να ολοκληρωθεί ως το τέλος του 2020.
— Η ολοκλήρωση της μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου στο νέο Υπερταμείο. Οπως λένε μάλιστα οι Ευρωπαίοι, η ένταξη επιχειρήσεων του Δημοσίου στο Υπερταμείο δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση και υποχρέωση πώλησής τους. Ωστόσο, θα δημιουργηθεί ένα «τείχος» ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στις δημόσιες επιχειρήσεις.
—
Ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα και η τήρηση του κανόνα μιας πρόσληψης για κάθε πέντε αποχωρήσεις και στο μέλλον. Ολοι βέβαια αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων κατά 25% στα χρόνια των μνημονίων, κάτι που δεν έχει καταγραφεί σε καμία χώρα.

«Clean Exit»

Σε αυτή τη διαδρομή η κυβέρνηση αναζητεί μια «καθαρή έξοδο» κυρίως για πολιτικούς λόγους. Η κυβέρνηση θέλει να ξεχαστούν λέξεις όπως «μνημόνιο», «επιτροπεία» και «προαπαιτούμενα».
Οι Ευρωπαίοι όμως θέλουν να βεβαιωθούν ότι δεν θα υπάρξει «πισωγύρισμα», καθώς η χώρα θα έχει δανειστεί περίπου 265 δισ. από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Ετσι θέλουν να διασφαλίσουν ότι η Ελλάδα θα μπορεί να δανείζεται από τις αγορές με εύλογο επιτόκιο ώστε να μπορεί να επιστρέφει τα δανεικά.
Το θετικό στοιχείο για την Ελλάδα είναι ότι οι ανάγκες για τα επόμενα χρόνια –τουλάχιστον ως το 2030, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Κομισιόν, αλλά και του ΟΔΔΗΧ –είναι περιορισμένες. Με 10 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση εκτιμάται ότι το χρέος θα εξυπηρετείται κανονικά για την περίοδο ως και το 2030.
Η κύρια δέσμευση παραμένει η πιστή εκτέλεση των προϋπολογισμών. Η Ελλάδα θα πρέπει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο ως και το 2022, ενώ μετά ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος θα κατέβει στο 2% του ΑΕΠ, αυτό που η ΝΔ ζητεί να επαναδιαπραγματευθεί για να έρθει νωρίτερα. Για όλα όμως θα αποφασίσουν οι δανειστές μας, και αυτοί είναι οι ευρωπαίοι εταίροι.

«Ο εύκολος δρόμος δεν υπάρχει, τελείωσε»

Το συμπέρασμα όλων όσοι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις είναι ότι «ο εύκολος δρόμος δεν υπάρχει, τελείωσε».

Ακόμη και η Κύπρος, που μπήκε τελευταία και βγήκε πρώτη από το Μνημόνιο, δεν μπορεί να χαλαρώσει τη δημοσιονομική πολιτική της όσο το δημόσιο χρέος της υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ και τα «κόκκινα» δάνεια εξακολουθούν να απειλούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η Κύπρος παραμένει υπό την ευρωπαϊκή εποπτεία και είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί την πολιτική τού «δεν» έως και το 2021. Αυτή συμπυκνώνεται στη φράση «δεν θα υπάρξουν πρόσθετα μέτρα, δεν θα υπάρξει χαλάρωση», γραμμή που οι δανειστές έχουν επιβάλει και στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει ήδη ψηφίσει και τα μέτρα της προσεχούς, του 2019 και του 2020. Παράλληλα με την Κύπρο φανταστείτε, λοιπόν, ότι εμείς βγαίνουμε από το Μνημόνιο το ερχόμενο καλοκαίρι και αν δεν αποφασιστεί η τρίτη δέσμη ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους από τους Ευρωπαίους, το χρέος θα είναι 180% του ΑΕΠ και θα πρέπει να καλύπτουμε τις ανάγκες μας από τις αγορές.Σε αυτή την περίπτωση, εκτός από την τεράστια προσπάθεια που έχει γίνει από τον Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, και τον Στέλιο Παπαδόπουλο, επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, για να σταθεροποιηθεί το κόστος δανεισμού (τα επιτόκια) της Ελλάδας και να πάνε πίσω οι λήξεις των δανείων, το μεγάλο ερώτημα παραμένει: Βγαίνοντας στις αγορές με τι επιτόκια μπορούμε να δανειζόμαστε;
Η εκτίμηση είναι ότι αν δανειζόμαστε κάτω από 4% θα είναι θαύμα, αν δανειζόμαστε γύρω στο 4,5% δεν θα είναι έκπληξη, αλλά αν δανειζόμαστε με 5% θα είναι καταστροφή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.