«Ξαναζεσταμένες και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις» προς τους εργαζόμενους, επιστρατεύει η κυβέρνηση ενόψει του 2018 και της ολοκλήρωσης του τριετούς οικονομικού προγράμματος σταθεροποίησης τον Αύγουστο του νέου έτους.
Έτσι, μετά την υπόσχεση για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η υπουργός Εργασίας κυρία Έφη Αχτσιόγλου προχώρησε ένα βήμα παραπέρα προαναγγέλλοντας αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του 2018.
Οι υποσχέσεις αυτές, είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να εφαρμοστούν, καθώς οι δανειστές θέτουν – ευθέως – ζήτημα διατήρησης των αλλαγών που έχουν επέλθει με την εφαρμογή των τριών μνημονίων, προκειμένου να παρέχουν την απαραίτητη «γραμμή στήριξης» στην μεταμνημονιακή περίοδο.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι έωλες αυτές υποσχέσεις, έχουν ξαναδιατυπωθεί από την σημερινή κυβέρνηση, τόσο πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όσο και μετά από αυτές. Τότε μάλιστα έλαβαν και την μορφή νομοσχεδίου – με την υπογραφή του τότε υπουργού κ. Π. Σκουρλέτη – το οποίο επανέφερε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, αλλά τελικώς ήλθε ποτέ στη Βουλή για ψήφιση. Ήταν η περίοδος της «περίφημης επτάμηνης διαπραγμάτευσης» με τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τώρα, λίγους μήνες πριν την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου, η κυβέρνηση επιλέγει να «παίζει» – και πάλι – το χαρτί των κατώτατων αμοιβών και της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων στο προ των μνημονίων καθεστώς.
Δύο υπουργοί Εργασίας, η νυν και ο πρώην – η κυρία Εφη Αχτσιόγλου και ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος -, σε κάθε ευκαιρία δηλώνουν δημοσίως πως προτίθενται να επαναφέρουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και το status των συμβάσεων στην προτεραία κατάσταση από τον Αύγουστο του 2018 – όταν και ολοκληρώθηκε το τρίτο Μνημόνιο.
Η κυρία Αχτσιόγλου μάλιστα τις προηγούμενες ημέρες υποσχέθηκε πέραν της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Όλα αυτά ωστόσο συναντούν την έντονη αντίδραση των θεσμών που προειδοποιούν ότι δεν θα δεχθούν αλλαγές στο υφιστάμενο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε έγγραφο του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ντέκλαν Κοστέλο, ο οποίος θεωρεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για να μπει η Ελλάδα σε μια περίοδο βιώσιμης ανάπτυξης να «μην πισωγυρίσει σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που έγιναν και αφορούν τη φορολογική πολιτική, το συνταξιοδοτικό καθεστώς και την αγορά εργασίας».
Η κυβέρνηση – ενόψει μάλιστα και των εκλογών – επιθυμεί να επαναφέρει σε ισχύ ορισμένες διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων, έτσι ώστε να εμφανιστεί ότι επαναφέρει το εργατικό δίκαιο στην προ των μνημονίων περίοδο. Το ΔΝΤ έχει λάβει επισήμως αρνητική θέση, επιδιώκοντας την απομάκρυνση του ενδεχομένου επαναφοράς της δυνατότητας του υπουργείου Εργασίας να επεκτείνει σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου ή επαγγέλματος μια συλλογική σύμβαση. Ούτε και την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Στην ίδια κατεύθυνση με τους δανειστές βρίσκεται και ο ΣΕΒ. Η οργάνωση των εργοδοτών υπεραμύνεται των αλλαγών που επήλθαν στις συλλογικές συμβάσεις το 2012, όπως και τη μείωση των κατώτατων αμοιβών.
«Χωρίς τις αλλαγές αυτές η ανεργία θα είχε φθάσει σε υψηλότερα ποσοστά από το 27% που ήταν το 2013» τονίζει. Οι βιομήχανοι διαφωνούν με το αίτημα της ΓΣΕΕ, το οποίο υποστηρίζει το υπουργείο Εργασίας, για την επαναφορά των συμβάσεων και των εργασιακών σχέσεων στο προ του 2012 καθεστώς, ενώ προτείνουν την έναρξη κοινωνικού διαλόγου για τη δημιουργία «ενός θεσμικού πλαισίου στα εργασιακά φιλικού προς την ανάπτυξη της οικονομίας».
Η άρση της επεκτασιμότητας και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων θα παραμείνουν τουλάχιστον έως το τέλος του προγράμματος. Οι θεσμοί επέμεναν και επέβαλαν ότι μέχρι το τέλος του προγράμματος θα συνεχίσουν να ισχύουν όσα αποφασίστηκαν με τα προηγούμενα μνημόνια.