Στη Γερμανία κυριαρχεί αυτή την περίοδο μια εικόνα επιφανειακής ηρεμίας. Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν τρεις μήνες από τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, μπορεί η πρώτη απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας να απέτυχε παταγωδώς, αλλά η πολιτική καθημερινότητα δεν έχει δεχθεί πλήγμα. Η Bundestag έχει συγκροτηθεί σε σώμα υπό την προεδρία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, οι κοινοβουλευτικές επιτροπές λειτουργούν κανονικά και τίποτε δεν μοιάζει υπό παράλυση –όπως ενδεχομένως να ήταν η αντίστοιχη κατάσταση στην Ελλάδα. Ωστόσο, η ατμόσφαιρα «μυρίζει» έναν έκδηλο προβληματισμό, μια ανησυχία και μια πρωτοφανή αμηχανία.

«Υπόκωφη αβεβαιότητα»

Τις προηγούμενες ημέρες, «Το Βήμα» βρέθηκε στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης και επισκέφθηκε το Μόναχο και το Βερολίνο, προσκεκλημένο του ιδρύματος Hanns Seidel, που συνδέεται με τη Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU) της Βαυαρίας. Από τις συναντήσεις με υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος και της Βουλής, καθώς και συνομιλίες με αναλυτές δεξαμενών σκέψης και δημοσιογράφους, η εικόνα που διαμορφώνεται είναι αυτή μιας «υπόκωφης αβεβαιότητας». Η χώρα οδεύει, με αργόσυρτο βήμα, προς τη συγκρότηση ενός νέου «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και Σοσιαλδημοκρατών.
Πρόκειται για ένα σχήμα που δεν γοητεύει κανέναν, που μοιάζει απλώς ως η λιγότερη κακή επιλογή που θα αποτρέψει είτε μια κυβέρνηση μειοψηφίας του CDU/CSU είτε την προσφυγή σε νέες εκλογές. Αυτή η ασάφεια αντανακλάται σε διάφορα μέτωπα με κρισιμότερο όλων αυτό των μεταρρυθμίσεων στην ευρωζώνη. Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, τίποτε δεν προχώρησε, καθώς όλοι αναμένουν τη συγκρότηση κυβέρνησης στη Γερμανία. Ολες οι μείζονες αποφάσεις, ιδιαίτερα αναφορικά με την ΟΝΕ, παραπέμφθηκαν για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του προσεχούς Μαρτίου με την ελπίδα ότι η πολιτική κατάσταση στο Βερολίνο θα έχει ξεκαθαρίσει. Και ουδείς δεν έμοιαζε πιο στενοχωρημένος από αυτή την εξέλιξη από τον φιλόδοξο πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν.
Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι ακόμη και αυτή η συγκρότηση «μεγάλου συνασπισμού» θα αποτελέσει περίπλοκη εξίσωση, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η «σκιά του Προσφυγικού», η οποία παραμένει απλωμένη πάνω από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και ενδεχομένως να υποχρεώσει την Ανγκελα Μέρκελ να παύσει να έλκεται τόσο πολύ από κεντρώες πολιτικές και να στρίψει δεξιότερα. Ο δεύτερος είναι ο «διχασμός προσωπικότητας» του SPD που πιέζεται εκ των πραγμάτων να συνδράμει σε μια κυβέρνηση, αλλά αγνοεί τους όρους υπό τους οποίους αυτό θα συμβεί χωρίς το κόμμα να απολέσει και άλλο κομμάτι από το σοσιαλδημοκρατικό DNA του.

Το Μεταναστευτικό σπρώχνει (ακρο)δεξιά;

Ο καιρός στη Βαυαρία ήταν παγωμένος στις αρχές Δεκεμβρίου. Ανάλογα παγωμένη ήταν και η ατμόσφαιρα στα γραφεία του CSU, στενού συμμάχου των Χριστιανοδημοκρατών της Ανγκελα Μέρκελ. Εχοντας καταγράψει ένα από τα χειρότερα εκλογικά ποσοστά του στην αναμέτρηση της 24ης Σεπτεμβρίου, το CSU έχει ήδη αρχίσει να σκέπτεται μια στροφή ακόμη πιο δεξιά με σκοπό να υπερφαλαγγίσει την ακραία ρητορική της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Το νεοσύστατο ακροδεξιό κόμμα κατέγραψε ποσοστό 12,4% στη Βαυαρία, τη στιγμή που το CSU έπεσε στο 38,8%. Ο οιωνός είναι πολύ ανησυχητικός εν όψει του προσεχούς Οκτωβρίου, όταν διεξάγονται τοπικές εκλογές στο πλούσιο και συντηρητικό κρατίδιο. Η ηγεσία του CSU φοβάται διότι η απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας είναι για πρώτη φορά τόσο ορατή για το κόμμα που ίδρυσε ο Γιόζεφ Στράους και κυβερνά αδιαλείπτως τη Βαυαρία.Η απώλεια σχεδόν του 1/5 της εκλογικής δύναμης του CSU σε σχέση με τις προηγούμενες τοπικές εκλογές του 2013 είχε βαθιές συνέπειες. Η πρώτη ήταν η απόφαση για αλλαγή Πρωθυπουργού, με τον Χορστ Ζεεχόφερ να συμφωνεί να αφήσει, από τις αρχές του επόμενου έτους, τη θέση του στον άσπονδο φίλο του Μάρκους Ζέντερ.
Ο κ. Ζεεχόφερ επανεξελέγη πρόεδρος του κόμματος στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου, αλλά υποψήφιος στις επόμενες τοπικές εκλογές θα είναι ο κ. Ζέντερ που έσπευσε άμεσα να δώσει το υπερσυντηρητικό στίγμα του. «Ο κόσμος μας είναι δυτικοχριστιανικός και ιουδαιο-ουμανιστικός. Το Ισλάμ δεν έχει συνεισφέρει κάτι αξιοσημείωτο στη Βαυαρία τα τελευταία 200 χρόνια και τώρα πρέπει να είμαστε σαφείς για τις ρίζες της πατρίδας μας. Οποιος έρχεται σε εμάς πρέπει να προσαρμόζεται στις αξίες, στα ήθη και στα έθιμά μας, όχι το αντίστροφο» είπε στο πρόσφατο συνέδριο.
Το Προσφυγικό και η αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού στη χώρα έχουν κυριαρχήσει στον τρόπο με τον οποίο η γερμανική Δεξιά έχει ερμηνεύσει το κακό αποτέλεσμα του περασμένου Σεπτεμβρίου. Τόσο στο Μόναχο όσο και στην πρωτεύουσα της χώρας, στο κοσμοπολίτικο Βερολίνο, το προσφυγικό κύμα του 2015 και η «χαλαρή», όπως ερμηνεύεται, στάση που στην αρχή τήρησε η Ανγκελα Μέρκελ θεωρούνται οι λόγοι που εκτόξευσαν τα ποσοστά της AfD. «Από το 2015 και μετά, υπάρχει η αίσθηση ότι το κράτος έχει χάσει τον έλεγχο λόγω του Προσφυγικού. Πρόκειται για δραματικό πλήγμα στις συντηρητικές δυνάμεις και θα χρειαστούμε χρόνο για να ανακάμψουμε» επισημαίνει στέλεχος του CSU στο Μόναχο.
Στον πυρήνα της συζήτησης επί του Προσφυγικού βρίσκεται, την περίοδο αυτή, το ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης, σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο να αρχίσουν το ταχύτερο δυνατόν επιστροφές προσφύγων ακόμη και σε περιοχές του Ιράκ που πολύ πρόσφατα απελευθερώθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος. Τόσο στους κόλπους του CSU όσο και σε αυτούς του CDU αναζητούνται τρόποι να ανασχεθεί ή έστω να περιοριστεί η έλευση συγγενών προσφύγων. Τούτο δεν θα είναι εύκολο. Αλλωστε, ακόμη και έγκυροι αναλυτές παραδέχονται σε ιδιωτικές συνομιλίες τους ότι η απόφαση CDU/CSU για επιβολή πλαφόν 200.000 προσφύγων τον χρόνο είναι μια απόφαση νομικώς έωλη.

500.000 άτομα με καθεστώς πρόσφυγα

Σύμφωνα με όσα αναφέρει κοινοβουλευτικός παράγοντας στο Βερολίνο, αυτή τη στιγμή διαβιούν στη Γερμανία περίπου 500.000 άτομα με καθεστώς πρόσφυγα, όπως αυτό περιγράφεται στη Σύμβαση της Γενεύης. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να απολαύσουν το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης, κάτι που με βάση τις προβλέψεις θα αυξήσει τον αριθμό όσων καλύπτονται από τη Σύμβαση της Γενεύης σε 1.000.000 ανθρώπους. Ο ίδιος παράγοντας εξέφρασε μάλιστα την άποψη ότι στο Βερολίνο κυοφορείται η ιδέα να αναζητηθούν συμμαχίες ακόμη και για αλλαγές στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951.
Την ίδια στιγμή, στη Γερμανία βρίσκονται και άλλοι 280.000 άνθρωποι υπό καθεστώς επικουρικής προστασίας. Σύμφωνα με αυτό, τα συγκεκριμένα άτομα μπορούν να διαμείνουν στη χώρα για όσο διάστημα διατηρούνται οι συνθήκες που τους ανάγκασαν να μεταβούν στη Γερμανία. Με βάση ορισμένες εκτιμήσεις, αν εφαρμοστεί και στα άτομα αυτά ο κανόνας της οικογενειακής επανένωσης, όπως έχουν δηλώσει ότι θα επιθυμούσαν τόσο το SPD όσο και οι Πράσινοι, ο αριθμός των ατόμων υπό επικουρική προστασία θα μπορούσε να ανέλθει σε 700.000 άτομα. Το καθεστώς επικουρικής προστασίας λήγει τον Μάρτιο και μετά θα υπαχθούν και τα άτομα αυτά στις προβλέψεις για την οικογενειακή επανένωση.
Υψηλόβαθμη κοινοβουλευτική πηγή ανέφερε, υπό καθεστώς ανωνυμίας λόγω της ευαισθησίας του θέματος, ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 250.000 άνθρωποι που θα μπορούσαν να επιστραφούν στις χώρες προέλευσης. Από αυτούς, τα ¾ καλύπτονται από καθεστώς επικουρικής προστασίας και το υπόλοιπο ¼ όχι. Το ζήτημα των επιστροφών θα απασχολήσει πολύ τις συνομιλίες για σχηματισμό κυβέρνησης και θα επιδιωχθεί και η ενίσχυση των εθελοντικών επιστροφών. Σήμερα, όποιος συμφωνήσει να επιστρέψει εθελοντικά λαμβάνει 3.000 ευρώ.

Τα σενάρια περί «GroKo» και «KoKo» και η αλλαγή πολιτικών συσχετισμών

Μετά την κατάρρευση των συνομιλιών με τους Πρασίνους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) για τη δημιουργία ενός συνασπισμού «Τζαμάικα», η Ανγκελα Μέρκελ επαναλαμβάνει συνεχώς ότι το μόνο που έχει σημασία είναι να υπάρξει μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτό για την ίδια σημαίνει, όπως δήλωσε ξανά την περασμένη Δευτέρα, ότι δεν θα υπάρχουν «εναλλασσόμενες πλειοψηφίες». Η φράση της δεν ειπώθηκε τυχαία. Είχε προηγηθεί, λίγες ημέρες νωρίτερα, η ιδέα του Μάρτιν Σουλτς για μια νέα μορφή «μεγάλου συνασπισμού», την οποία ο ίδιος ονόμασε «συνασπισμό συνεργασίας». Από τότε που ο πρόεδρος του SPD έριξε την ιδέα, οι απλοί Γερμανοί αστειεύονται μεταξύ τους για το αν η χώρα θα καταλήξει να έχει «GroKo» (μεγάλο συνασπισμό) ή «KoKo» (συνασπισμό συνεργασίας).

Ο KoKo μοιάζει να είναι η «μεσοβέζικη» λύση που θα επιθυμούσε ενδεχομένως η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών. Στον πυρήνα της ιδέας βρίσκεται η άποψη ότι το CDU/CSU και το SPD θα υπογράψουν μια κυβερνητική συνεργασία πολύ λιγότερο αναλυτική σε σχέση με αυτό που έχει συμβεί ως σήμερα σε κυβερνήσεις συνασπισμού. Με τον τρόπο αυτόν, οι Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούν να καταθέτουν αυτόνομα νομοσχέδια στην Bundestag και να αναζητούν συμμαχίες με μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως οι Πράσινοι και η Die Linke. Πρόκειται για μια ιδέα που πολύ δύσκολα θα βρει σοβαρούς υποστηρικτές εντός των Χριστιανοδημοκρατών και ακόμη δυσκολότερα συμμάχους στη Βουλή για να εγκρίνονται τα νομοσχέδια. Συντηρητικός πολιτικός στο Βερολίνο σχολίαζε πάντως βιτριολικά την ιδέα αυτή. «Καλό θα ήταν ο Σουλτς να καταλάβει ότι η Bundestag δεν έχει σχέση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» έλεγε μειδιώντας.
Σε συντηρητικούς κύκλους στη Γερμανία έχει αρχίσει και διαμορφώνεται η άποψη ότι η κυρία Μέρκελ έχει χάσει την παλαιότερη λάμψη της, ενώ ορισμένοι δεν διστάζουν να πουν ότι πλέον έχει κουράσει. Κοινοβουλευτική πηγή τόνιζε ότι «η πολιτική της ασύμμετρης αποκινητοποίησης της καγκελαρίου έφθασε πλέον στα όριά της». Πρόκειται για έναν καινοφανή όρο, ο οποίος περιγράφει τη στρατηγική της Μέρκελ «να κλέβει» θέματα από την ατζέντα άλλων κομμάτων (όπως συνέβη πολύ πρόσφατα με τον γάμο ομοφυλοφίλων) και να περιορίζει τις εναλλακτικές λύσεις. Με τον τρόπο αυτόν, «αποκινητοποιούνται» οι ψηφοφόροι άλλων κομμάτων και διασφαλίζεται, κατά κάποιον τρόπο, ότι το CDU παραμένει πρώτο κόμμα (ακόμη και με χαμηλότερα ποσοστά) σε μια κατά βάθος συντηρητική χώρα. Η επιλογή αυτή είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την ίδια πηγή, «να χαθεί η δεξιά ταυτότητα του κόμματος».
Δεν λείπουν μάλιστα όσοι τάσσονται υπέρ μιας πιο καθαρής δεξιάς γραμμής, ακόμη και μιας σύμπηξης μετώπου των CDU, CSU, FDP, κάτι που δεν αποκλείεται να δούμε αν έρθει στην Bundestag το ζήτημα της οικογενειακής επανένωσης. Αλλωστε, τόσο στο CDU/CSU όσο και στο SPD, οι νεολαίες των μεγάλων κομμάτων ζητούν στροφή είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Μόνο έτσι, πιστεύουν, θα μπορούσε να περιοριστεί η ικανότητα του AfD να αλιεύει ψήφους στα «θολά νερά ενός μεγάλου συνασπισμού». Υπολογίζεται ότι μόνο από το CDU/CSU μετακινήθηκαν προς το AfD περίπου 1.000.000 ψηφοφόροι, και περίπου άλλοι 450.000 ακολούθησαν την ίδια πορεία από το SPD προς το ακροδεξιό μόρφωμα. Υπήρξαν στιγμές που η κυρία Μέρκελ αποφάσισε να υιοθετήσει πιο σκληρή γραμμή, όπως όταν συνειδητοποίησε ότι χάνει τον έλεγχο στο Προσφυγικό. «Αυτό όμως δεν επικοινωνήθηκε σωστά στη συντηρητική μας βάση» εκφράζει το παράπονό του έμπειρος πολιτικός παρατηρητής στο Μόναχο.
Η επιστροφή σε πιο παραδοσιακές αξίες δεν κρίνεται αρνητικά από πολιτικούς του CDU και του CSU. «Πολλά κράτη στην Ευρώπη αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο των συνόρων τους. Ορισμένοι μιλούν για νεοεθνικισμό. Κατ’ άλλους όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ανάκτηση του αυτοπροσδιορισμού» σημειώνει ένας εξ αυτών από το γραφείο του στο Βερολίνο. Το Προσφυγικό έφερε όλους αυτούς τους προβληματισμούς στην επιφάνεια και κατέδειξε, κατά τον ίδιο πολιτικό, ότι «δεν μπορούν όλα τα ζητήματα να λυθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο». Με βάση αυτή την αντίληψη, τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει να έχουν ευρύτερα περιθώρια λήψης αποφάσεων, καθώς, όπως παρατηρεί η ίδια πηγή, «δεν υπάρχει ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, παρά μόνο εθνική κοινή γνώμη». Είναι για αυτόν τον λόγο που η ιδέα του κ. Σουλτς περί «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» κρίνεται από μεγάλη μερίδα συντηρητικών πολιτικών ως αφελής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ