Η απόφαση της κυβέρνησης να ανοίξει το θέμα της εκλογής των μουφτήδων της Θράκης λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα δημιούργησε σύγχυση, κυρίως λόγω της στιγμής που επελέγη να γίνει, αλλά και εξαιτίας της ατυχούς εξίσωσης της εκλογής μουφτήδων με αυτήν του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η κίνηση του Κώστα Γαβρόγλου, με τον τρόπο που έγινε, έμοιαζε ως «ουρά» της επίσκεψης του Προέδρου της Τουρκίας. Υπάρχει όμως ακόμα ένα σημείο το οποίο ουδείς φαίνεται να αντελήφθη, αλλά όποιος εντρυφήσει στις λεπτομέρειες θα καταλάβει πόσο ενδελεχούς μελέτης έχει τύχει από την πλευρά της Αγκυρας.
Η δήλωση Γαβρόγλου, την οποία λίγο αργότερα επιβεβαίωσε ο ευρισκόμενος στις Βρυξέλλες Αλέξης Τσίπρας, ακούστηκε ως υιοθέτηση της θέσης του κ. Ερντογάν με την οποία ουσιαστικά εξισώνεται ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τον αρχιμουφτή. Από την άποψη αυτή, σύσσωμη η κυβέρνηση μοιάζει (ίσως χωρίς να το γνωρίζει…) να έχει υιοθετήσει την τουρκική επιχειρηματολογία σχετικά με τους μουφτήδες, μεγάλο μέρος της οποίας βασίζεται στις προβλέψεις της Συνθήκης των Αθηνών του 1913 και του Νόμου 2345/1920 που θεσπίστηκε προς εκτέλεση αυτής. Με αυτά τα δύο κείμενα συγκεντρώθηκαν στα πρόσωπα των μουφτήδων τόσο η θρησκευτική όσο και η δικαιοδοτική αρμοδιότητα (επί θεμάτων οικογενειακού και κληρονομικού Δικαίου σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο –σαρία) με αποτέλεσμα αυτοί να είναι και δικαστές (καδήδες). Κάπου εδώ όμως αρχίζουν οι ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες.

Η Συνθήκη των Αθηνών

Η Συνθήκη των Αθηνών αναφέρει ότι η εκλογή των μουφτήδων θα ήταν αποκλειστικά εσωτερικό θέμα της μουσουλμανικής κοινότητας, χωρίς να αναφέρεται αποκλειστικά στην περιοχή της Θράκης. Δεν είχε άλλωστε συμβεί ακόμη η Μικρασιατική Καταστροφή, ούτε η ανταλλαγή των πληθυσμών που την ακολούθησε, γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην έξοδο πολλών μουσουλμάνων από την Ελλάδα. Η Συνθήκη των Αθηνών αναφέρεται λοιπόν σε όλους τους μουσουλμάνους στην Ελλάδα. Δεν θέσπιζε δε καθολική ψηφοφορία, αλλά όταν υιοθετήθηκε ο Νόμος 2345/1920 επελέγη η μέθοδος της άμεσης και καθολικής ψηφοφορίας. Στον ίδιο νόμο προβλέπεται η θέση αρχιμουφτή. Ωστόσο το σχετικό βασιλικό διάταγμα που προέβλεπε ο νόμος για την εκλογή μουφτήφων δεν υιοθετήθηκε. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που ακολούθησε και η Συνθήκη της Λωζάννης που υπεγράφη το 1923 μετέβαλαν θεμελιωδώς τις επικρατούσες συνθήκες. Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι αν όταν αναφέρεται ο κ. Ερντογάν σε επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάννης εννοεί την «επαναφορά» ορισμένων ρυθμίσεων της Συνθήκης των Αθηνών, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν την εκλογή μουφτήδων με άμεση και καθολική ψηφοφορία και τον θεσμό του αρχιμουφτή. Ας μην ξεχνάμε δε ότι πλέον κατοικούν στην Ελλάδα αρκετά περισσότεροι μουσουλμάνοι σε σχέση με το 1923, με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό…

Το non paper της Αγκυρας

Στο εσωτερικό της κυβέρνησης έχει εδώ και καιρό ξεκινήσει εις βάθος συζήτηση για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και για την αναζήτηση τρόπων να ικανοποιηθούν ορισμένα από τα αιτήματα που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί τόσο από στελέχη της μειονότητας όσο και από την ίδια την Αγκυρα. Η κυβέρνηση ορθώς επισημαίνει δημοσίως ότι οι μεταρρυθμίσεις στη Θράκη είναι ζήτημα της ελληνικής Πολιτείας και ότι δεν συζητούνται αυτά τα θέματα με την τουρκική πλευρά. Ωστόσο δεν ωφελεί να αρνείται καμία ελληνική κυβέρνηση ότι η Αγκυρα έχει θέσει με ξεκάθαρο και αναλυτικό τρόπο τις διεκδικήσεις της στη Θράκη σε επίπεδο εκπαίδευσης, εθνοτικής ταυτότητας, μουφτήδων, βακουφίων, αλλά και των μουσουλμάνων σε Ρόδο και Κω (τους οποίους θα ήθελε να αναγνωριστούν ως μειονότητα). Για τον σκοπό αυτόν, η Αγκυρα είχε καταθέσει απόρρητο non paper προς την Αθήνα τον Απρίλιο του 2010. Το συγκεκριμένο τετρασέλιδο έγγραφο, που βρίσκεται στη διάθεση του «Βήματος», υπήρξε σύμφωνα με πληροφορίες και η θρυαλλίδα που οδήγησε την τότε κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου να εξετάσει τη θέσπιση νόμου για την εκλογή μουφτήδων.
Η συζήτηση διεξήχθη την περίοδο 2010-2011 υπό την αιγίδα του γραφείου του τότε αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Θεόδωρου Πάγκαλου. Συμμετείχαν σε αυτό στελέχη των υπουργείων Εσωτερικών, Εξωτερικών, Παιδείας και Δικαιοσύνης –κάτι που αναμένεται να συμβεί πάλι αν η σημερινή κυβέρνηση αποφασίσει να προχωρήσει τα σχέδιά της. Η κεντρική ιδέα είναι η αλλαγή του Ν. 1920/1991 σύμφωνα με τον οποίο οι μουφτήδες διορίζονται (με προεδρικό διάταγμα) από την ελληνική Πολιτεία –απόφαση που ήταν αποτέλεσμα της κρίσης που ξέσπασε το 1990 όταν η μειονότητα αποφάσισε να προχωρήσει σε άμεση εκλογή μουφτήδων σε Ξάνθη και Κομοτηνή με τη συνδρομή ακραίων κύκλων της μειονότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η βασική σκέψη είναι ένα είδος «έμμεσης» εκλογής μέσω ενός εκλεκτορικού σώματος και όχι μέσω άμεσης και καθολικής ψηφοφορίας που θα άνοιγε σοβαρά πολιτικά ζητήματα.

Το εκλεκτορικό σώμα

Ως συνήθως όμως, «ο Διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», ήτοι στη σύνθεση του εκλεκτορικού σώματος. Το 2011 η ελληνική πλευρά πρότεινε τη δημιουργία τριών εκλεκτορικών επιτροπών στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης και Εβρου, αποτελουμένων από 30-50 ιμάμηδες. Η πρόταση αυτή προσέκρουσε στις αντιρρήσεις δύο μειονοτικών βουλευτών του ΠαΣοΚ, των Αχμέτ Χατζηοσμάν και Τσετίν Μάντατζη, οι οποίοι ήθελαν τη διεύρυνση των σχετικών καταλόγων με μειονοτικά στελέχη από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και με άτομα που συμμετείχαν στη διαχείριση βακουφίων (μουτεβελήδων).
Επομένως, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ότι σε μια νέα συζήτηση δεν θα τεθεί το θέμα ενός μεγαλύτερου εκλεκτορικού σώματος με τη συμμετοχή, π.χ., χατίπηδων (αναγνωστών του Κορανίου), μουεζίνηδων (ψαλτών) κ.ά. Πρέπει επίσης να αποφεύγεται η σύγχυση μεταξύ ιμάμηδων (όσων κάνουν την προσευχή της Παρασκευής) και ιεροδιδασκάλων (όσων διδάσκουν το Κοράνι). Η Ελλάδα διορίζει πλέον, με εννεάμηνες ανανεώσιμες συμβάσεις, ιμάμηδες, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία διατηρεί βαθιά διείσδυση στους κόλπους τους.

Το νομοσχέδιο για την προαιρετική εφαρμογή της σαρίας

Στην παρούσα φάση, στην κυβέρνηση υπάρχει σύμπνοια για την ανάγκη αλλαγών στο καθεστώς των μουφτήδων. Αυτό ισχύει ακόμη και για το υπουργείο Εξωτερικών, παρά τα όσα έχουν γραφτεί για σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ του κ. Γαβρόγλου και του κ. Κοτζιά. Οι όποιες διαφορές υπάρχουν δεν είναι αγεφύρωτες. Αντίθετα, ο ρόλος του υπουργείου Εξωτερικών δεν υπήρξε διόλου εποικοδομητικός στην υπόθεση με την προαιρετική εφαρμογή της σαρίας. Σε εκείνη την περίπτωση επελέγη η τακτική της κωλυσιεργίας με αποτέλεσμα να υπάρχουν αχρείαστες παράλληλες διαδικασίες που αποδυναμώνουν τις ελληνικές θέσεις. Σε ό,τι αφορά πάντως την προβλεπόμενη νομοθετική ρύθμιση για τη σαρία, αυτή δεν θα λάβει τελικώς τη μορφή τροπολογίας αλλά κανονικού νομοσχεδίου. Το κείμενο συζητείται αυτές τις ημέρες στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή και η ψήφισή του αναμένεται μετά τις 8 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ