Εχουμε μια τάση, περισσότερο από ό,τι χρειάζεται αυξημένη, να εορτάζουμε τις λογοτεχνικές επετείους. Η οποία, ακόμη και όταν πρόκειται για σημαντικούς συγγραφείς (ή έργα), καθιστά πολλές επετείους ασήμαντες. Αυτό σκέφτεται κανείς βλέποντας τις εφετινές επετειακές εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση εξήντα χρόνων από τον θάνατο του Καζαντζάκη. Ξεχάσαμε ότι επέτειο Καζαντζάκη γιορτάσαμε μόλις δέκα χρόνια πριν, με τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τον θάνατό του.
Οι εκατονταετηρίδες και οι πεντηκονταετηρίδες είναι οι ουσιαστικότερες επέτειοι, γιατί αναφέρονται σε έναν «στρογγυλό» αριθμό χρόνων από ένα σημαντικό γεγονός, ο οποίος μας επιτρέπει να το αξιολογήσουμε από ασφαλέστερη απόσταση. Οι επετειακές εκδηλώσεις δεκαετηρίδων είναι –ως επί το πλείστον –πλεοναστικές, πολλώ μάλλον όταν περιλαμβάνουν και κάτι λιγότερο από δεκαετηρίδα, όπως η φετινή «Επιστημονική συνάντηση» (30-11-2017) «με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τον θάνατο του Πρεβελάκη το 2016 και 60 χρόνων από τον θάνατο του Καζαντζάκη».
Αλλά υπάρχουν και οι αφανείς επέτειοι. Εκείνες που αφορούν σημαίνοντα πρόσωπα και γεγονότα ενός απώτερου παρελθόντος, που έχουν για διάφορους λόγους λησμονηθεί και τα οποία χρειάζεται να επανεκτιμηθούν. Μια τέτοια επέτειος είναι η συμπλήρωση εφέτος τριακοσίων χρόνων από τη γέννηση του Θωμά Βελάστη, του σημαντικότερου, κατά τη γνώμη μου, ποιητή του ελληνικού 18ου αιώνα.
Ο Βελάστης (1717-1773) γεννήθηκε στη Χίο, όπου έζησε ως την ηλικία των δεκαεννιά ετών. Φοίτησε σε ιησουιτικές σχολές του Παλέρμου και της Ρώμης και δίδαξε ως καθηγητής ρητορικής, φιλοσοφίας και θεολογίας σε ιησουιτικά σχολεία της Σικελίας και της Χίου, ταξιδεύοντας συχνά για θρησκευτικοδιδακτικούς λόγους στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές της βαλκανικής. Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έχαιρε ευρείας φήμης για τη μεγάλη του μόρφωση στους κύκλους της ευρωπαϊκής λογιοσύνης –χαρακτηριζόταν επιφανής (celebre) –έχοντας ταράξει τα νερά της με μια πραγματεία του για την αρχαία ελληνική γλώσσα, την προφορά της οποίας ταύτιζε με εκείνη της νέας ελληνικής (α’ μορφή, ιταλική: 1747· β’, λατινική, 1751· τελική: Dimostrazione istorico-grammatica del suono delle lettere greche, Νάπολη 1772).
Αλλά και το ποιητικό έργο του Βελάστη εθεωρείτο σημαντικό για εκείνους που ήταν σε θέση να εκτιμήσουν την τέχνη του. Εργο δίγλωσσο, αποτελείται από το διδακτικό ποίημα Περί θυμού (Ρώμη 1747, 2.500 στίχοι), το λυρικοδιδακτικό δράμα Δαβίδ –ανακάλυψη, και έκδοση σχετικά πρόσφατη (1979) του Θωμά Παπαδόπουλου –και το λυρικοπολιτικό ποίημα «Κατά των Τουρκοφίλων» (34 οκτάστιχες στροφές), που περιέχεται, μαζί με είκοσι σονέτα του (δύο ελληνικά, δεκαοκτώ ιταλικά) και δύο άλλα ποιήματά του, στον συλλογικό τόμο Componimenti poetici (Νάπολη 1771), τον οποίο συνέθεταν ποιήματα ιταλών φιλελλήνων και Ελλήνων προς τιμήν της αναμενόμενης ελευθερώτριας της Ελλάδας Μεγάλης Αικατερίνης. Ευχής έργο θα ήταν να βρίσκονταν κάποτε και τα λανθάνοντα ποιητικά έργα του (γνωρίζουμε ότι υπάρχουν), κυρίως η πολύστιχη Ισιδωρίς («σε γλώσσα ελληνική και ιταλική προσωδία»), την οποία εκθειάζει στα σχόλιά του στα ποιήματα του Βελάστη των Componimenti poetici ο σύγχρονός του θαυμαστής, Χιώτης και αυτός, λογοτεχνικός κριτικός Νικόλαος Τιμόνης.
Ο σκοπός του Βελάστη στο Περί θυμού είναι να περιγράψει τα αποτελέσματα της οργής και τα αγαθά της χριστιανικής πραότητας. Ομως οι διδακτικές του προθέσεις δεν κατορθώνουν να περιορίσουν τις λυρικές του διαθέσεις (που είναι έκδηλες και στα υπόλοιπα σωζόμενα ελληνικά και ιταλικά ποιήματά του). Ετσι η απεικόνιση των συνεπειών του θυμού γίνεται με παρομοιώσεις, μεταφορές και άλλους λυρικούς τρόπους που υπονομεύουν την αντιποιητικότητα του διδακτισμού. Σε αυτό συνεργεί και η δεξιοτεχνία του στίχου του Περί θυμού (που είναι γραμμένος στο γλωσσικό ιδίωμα της Χίου), ο οποίος αποτελεί μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του ελληνικού δεκαπεντασύλλαβου.
Διότι ο Βελάστης είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται, στα μέσα του 18ου αιώνα, εκείνο που ο Γ. Π. Σαββίδης, μιλώντας για τον Καισάριο Δαπόντε, αποκαλεί «κρίση του στίχου»: ότι η πιστή αναπαραγωγή της παγιωμένης μορφής του δεκαπεντασύλλαβου είχε οδηγήσει τον ποιητικό μας λόγο σε ένα εκφραστικό αδιέξοδο. Ογδόντα περίπου χρόνια πριν από τον Κάλβο ο Βελάστης αισθάνεται «το μονότονον των κρητικών επών» και κατορθώνει, όπως ο Κάλβος, να το υπερβεί με τη βοήθεια της ιταλικής στιχουργίας, συνθέτοντας με θαυμαστή δεξιοτεχνία (με περίτεχνους παρατονισμούς, τολμηρούς διασκελισμούς και απροσδόκητους χειρισμούς της τομής του δεκαπεντασύλλαβου) έναν πολύτροπο στίχο. Και είναι, πιστεύω, κυρίως το καινοφανές αυτού του στίχου –δυσαφομοίωτο για τα ποιητικά δεδομένα όχι μόνο του 18ου αιώνα –εκείνο που οδήγησε τον Βελάστη σε τόσο μακρόχρονη αφάνεια.
Δεν είναι τυχαίο ότι η επανεκτίμηση του Βελάστη, που άρχισε κατά τη δεκαετία του 1990 με εργασίες ελλήνων και ιταλών νεοελληνιστών, συνέπεσε με τις συζητήσεις για την κρίση του κυρίαρχου στίχου της εποχής μας, δηλαδή για την «κρίση του ελεύθερου στίχου»· ούτε ότι ο Βελάστης εμφανίζεται σήμερα για πρώτη φορά σε Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (στην τρίτη έκδοση –2001 –της Ιστορίας του Μάριο Βίττι). Και είναι ευοίωνο ότι η επανεκτίμηση αυτή τροφοδοτείται στις μέρες μας με κείμενα νέων μελετητών, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της ιδέας περί αντιποιητικότητας του ελληνικού 18ου αιώνα.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ