Μετά την πτώση του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ενωσης, τον περασμένο αιώνα, είχε αναπτυχθεί η γνωστή θεωρία του «τέλους της Ιστορίας», η οποία όμως, όπως δείχνουν πλέον τα πράγματα, όχι μόνο δεν επαληθεύθηκε, αλλά φαίνεται ότι βρισκόμαστε σήμερα ενώπιον της «επανάληψης της Ιστορίας» και μάλιστα εκείνης που σημάδεψε αρνητικά όλη την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για την επιστροφή στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, που σηματόδοτησε κατά τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η νέα αμυντική στρατηγική των ΗΠΑ, την οποία παρουσίασε ο Ντόναλντ Τραμπ, γνωστός από το προκλητικό του σύνθημα «πρώτα η Αμερική». Και είναι, ακριβώς, την υλοποίηση αυτού του συνθήματος που επιχερεί να εφαρμόσει η νέα αυτή στρατηγική, αδιαφορώντας πλήρως αν με τον τρόπο αυτόν οδηγείται και πάλι η ανθρωπότητα –και μάλιστα σε μια περίοδο έντονης διεθνούς αβεβαιότητας –στον κίνδυνο νέας ανάφλεξης.
Το πιο ανησυχητικό ίσως είναι ότι, για να στηριχθεί η στρατηγική αυτή, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσπάθεια προσέγγισης με τις ανταγωνιστικές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες δυνάμεις (Ρωσία και Κίνα) των περασμένων δεκαετιών έχει αποτύχει. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι την ώρα που οι απειλές για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ αυξάνονταν, αντί να ενισχύονται οι στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας, μειώνονταν δραστικά οι σχετικές δαπάνες. Ετσι οι δύο αυτές χώρες «κατάφεραν να ανακτήσουν την επιρροή τους σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο». Γι’ αυτό λοιπόν απαιτείται «σημαντική ενίσχυση του αμερικανικού Στρατού και του οπλοστασίου του», χωρίς να αποκλείεται η αύξηση και των πυρηνικών όπλων, ώστε οι αμερικανοί στρατιώτες «να μη δώσουν ποτέ μια μάχη επί ίσοις όροις». Με αυτά τα ολίγα (διότι υπάρχουν και πολλά άλλα ανάλογης μορφής) μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα των εφιαλτικών αντιλήψεων που καθοδηγούν σήμερα την ισχυρότερη χώρα του πλανήτη.
Οσοι όμως παρακολουθούν από κοντά την πορεία του Ντόναλντ Τραμπ δεν θα πρέπει να εκπλήσσονται. Ιδιαίτερα μετά την τελευταία του ενέργεια να αναγνωρίσει ως πρωτεύουσα του Ισραήλ την Ιερουσαλήμ. Μια ενέργεια που καταδικάστηκε από ολόκληρο τον κόσμο (εκτός φυσικά από τον ακροδεξιό ισραηλινό ηγέτη Μπενιαμίν Νετανιάχου) και η οποία έχει ήδη οδηγήσει τη Μέση Ανατολή σε μια επικίνδυνη ανάφλεξη, με άγνωστες προς το παρόν προεκτάσεις. Δεν αποκλείεται μάλιστα τώρα ο κίνδυνος ανάφλεξης να επεκταθεί και στις σχέσεις μεταξύ των τριών υπερδυνάμεων, αν κρίνουμε από τις οργισμένες αντιδράσεις Ρώσων και Κινέζων στις «ιμπεριαλιστικές ιδέες» του αμερικανού προέδρου. Και το ερώτημα είναι αν μπορεί κάποιος να σταματήσει την ξέφρενη αυτή πορεία του. Την απάντηση ίσως δώσουν οι ίδιοι οι Αμερικανοί στις ενδιάμεσες εκλογές για τη Βουλή και τη Γερουσία τον ερχόμενο χρόνο, διασφαλίζοντας μια νέα πλειοψηφία για τους Δημοκρατικούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ