Τέλος του 2017 και αν υπάρχει ένα σήμα που έρχεται απ’ την Ευρώπη αυτό είναι η δυσκολία να διαγνώσει κανείς μια καθαρή τάση, ένα ηγεμονικό ρεύμα ιδεών. Ακριβώς επειδή τα ρευστά και ανακόλουθα συμβάντα προκαλούν δυσφορία στους παρατηρητές, ανατρέχουν σε γενικά σχήματα. Στην «άνοδο της Ακροδεξιάς» (να η Αυστρία) ή στο ξεπέρασμα παραδοσιακών πολιτικών συνόρων (να και ο Μακρόν).
Η επιστροφή στο έθνος φαίνεται πάντως να διευρύνει παντού το κοινό της –όχι όμως με τρόπο ικανό να ανατρέψει το διαχειριστικό και πραγματιστικό πνεύμα που σμιλεύτηκε στους ευρωπαϊκούς συμβιβασμούς δεκαετιών. Απλώς το έθνος και τα σύνορα επιστρατεύονται ως αξίες έμπνευσης που μπορεί να ισορροπήσουν τις «άκαρδες» συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.
Φυσικά και αναπτύσσεται και μια πραγματικά σκληρή σφαίρα εθνικισμού και ρατσισμού. Οχι ένας συντηρητισμός της εσωστρέφειας αλλά στάσεις που τείνουν στον ακραίο εθνικό εγωισμό και στον σωβινισμό της ευζωίας. Χιλιάδες άνθρωποι στην Πράγα, στη Βιέννη, στη Βαρσοβία ή και στη Βρετανία αισθάνονται ότι το μόνο που αξίζει πια είναι τα σύνορα και η προστασία τους. Πιο μεγάλα κομμάτια της κοινής γνώμης μαθαίνουν την απογοήτευση από τη συμβατική εικόνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ειδώλων της: της ανοιχτότητας, των μοιρασμένων απολαύσεων και της ατομικής αυτοπραγμάτωσης.
Ενας κόσμος αναζητεί λοιπόν ξανά το σύνορο, την περίφραξη ή ένα πιο ασφαλές οικογενειακό βίωμα: μια υπαρξιακή και πολιτική πατρίδα που στην Ευρώπη συμβαδίζει ιστορικά με την κοινωνική προστασία και την πυκνή παρουσία των μεσαίων τάξεων.
Είναι άραγε αυτός ο χώρος που θα σφραγίσει την όποια «κινηματική» δυναμική της τελευταίας περιόδου; Ισως είναι νωρίς για συμπεράσματα. Διότι, σε αντίθεση με τη σπουδή των αναλυτών που διακηρύσσουν το τέλος του ενός ή του άλλου, τα πράγματα ποτέ δεν εξελίσσονται γραμμικά. Η περίφημη στροφή προς τα δεξιά είναι συχνά ένα ξόανο που στοιχειώνει τις αμηχανίες και τις μέρες εκλογικής ήττας των προοδευτικών. Υπάρχουν πολλά συμπτώματα που δείχνουν «δεξιά» αλλά δεν είναι τόσο απλή η ιεράρχηση της σημασίας τους και η ερμηνεία τους.
Πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι ορισμένες ιδέες βρίσκονται πια σε άβολη θέση. Ενώ πριν από είκοσι χρόνια ήταν στην αιχμή, τώρα αμύνονται και μοιάζουν αποκομμένες από τα συλλογικά πάθη της στιγμής. Ο ευρωπαϊσμός και ο κριτικός ορθολογισμός με «μετα-εθνικές» φιλοδοξίες θυμίζουν προγράμματα μιας παλαιότερης κοινωνικής και πολιτισμικής φάσης –πριν από την εποχή των Τραμπ και των Σεμπάστιαν Κουρτς ή των Τερέζα Μέι.
Σαν να έχουμε περάσει από το soft φιλελεύθερο Κέντρο σε διάφορες ποικιλίες σκληρής και περισσότερο παραδοσιαρχικής πολιτικής. Ο Μακρόν, από αυτή τη σκοπιά, είναι η εξαίρεση, αν και η φιλελεύθερη εικόνα του στα οικονομικά και τεχνοκρατικά ζητήματα μετριάζεται με την έμφαση στις αξίες και στους συμβολισμούς ενότητας, σε αυτό που επαναφέρει τη γαλλική ρεπουμπλικανική παράδοση.
Το θέμα είναι ότι πολλές από τις φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αναφορές τού –πρόσφατου –παρελθόντος δεν αγγίζουν τα καινούργια ακροατήρια της δομικής δυσπιστίας. Οι πολίτες, ακόμη και όταν δεν αποστατούν πραγματικά από τα «παλιά τους κόμματα», κοιτάζουν προς εκκεντρικές, παράδοξες και λοξές επιλογές αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Οι σκανδαλιστικά ανεύθυνες συμπεριφορές κάποιων από τις ελίτ πολλαπλασιάζουν τον απομυθευτικό κυνισμό των «από κάτω».
Θα μπορούσε αυτό να είναι κάποια ριζοσπαστικοποίηση; Μία ακόμη; Οσο και αν πολλοί το επιθυμούν διακαώς (ασχέτως αν το επενδύουν με αριστερές ή δεξιές ευχές) αυτός ο «ριζοσπαστισμός» είναι ακόμη κάτι αδύναμο και ασυγκρότητο: χειρονομίες που δεν παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους ή έστω η επιθυμία να αλλάξουν τα πράγματα μέσα από τον συντηρητισμό. Μια ηθική της ανάσχεσης παρά κάτι που ανατρέπει. Σαν ένα τόξο δυσφορίας που παράγει απλώς συστημική αταξία και σύγχυση στις γραμμές.
Επιστροφή, λοιπόν, στο έθνος, σε μια φαντασίωση ευταξίας και παλιού tempo, σε μια μεσοαστική κανονικότητα. Οχι όμως με φιλελεύθερους όρους αλλά με παρεμβατικό κράτος και προστασία των «γηγενών». Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που αυξάνουν τις αδυναμίες πρόγνωσης και δίνουν την αίσθηση της εναλλαγής: ανάμεσα στα επεισόδια λαϊκισμού και περιόδους σταθεροποίησης, ανάμεσα στην απαξίωση και στη διατήρηση των παλιών κομμάτων και ευαισθησιών.
Στην Ευρώπη οι διαφορές και οι αποκλίσεις κερδίζουν έδαφος εις βάρος του όποιου ενωτικού και συνεκτικού φαντασιακού. Το 2018 μπορεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τους αντίστοιχους φόβους αν και –μη γελιόμαστε –η διάλυση της Ευρώπης είναι πια ελπίδα και άγρια χαρά για κάποιους. Πολύ περισσότερους από όσο πριν από δέκα και είκοσι χρόνια.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ