Μπορεί να άργησε χρόνια, μπορεί να υφίστατο αλλά ενδεχομένως να μην το είχαμε προσέξει, ειδικότερα στην εποχή της κρίσης, αλλά όλα δείχνουν ότι το τέλος των διαχωριστικών γραμμών έχει επέλθει και στον χώρο της μουσικής. Σε μια ελληνική κοινωνία στην οποία η ταξικότητα αναζητείται κάτω από άλλα δεδομένα η ελληνική μουσική και το ελληνικό τραγούδι ως παράγωγο κοινωνικό προϊόν κάνει το ίδιο. Τέλος στις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ έντεχνου ποιοτικού τραγουδιού και εμπορικού.
Το «Voice» με την αποδοχή από το κοινό –για δεύτερη φορά –έδωσε το στίγμα. Στο ίδιο «τραπέζι» κάθονται και κρίνουν οι Κωστής Μαραβέγιας, Σάκης Ρουβάς, Ελενα Παπαρίζου και Πάνος Μουζουράκης. Δύο δίδυμα που πριν από μερικά χρόνια δεν θα αντάλλασσαν –καλλιτεχνικά –ούτε «καλημέρα».
Για φανταστείτε. Από τη μια μεριά έχουμε τους Σάκη Ρουβά και Ελενα Παπαρίζου, top εμπορικούς καλλιτέχνες που εμφανίζονται στις μεγάλες πίστες, στα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά, που η ζωή τους, οι σχέσεις τους, οι οικογένειές τους αποτελούν θέμα συζήτησης σε τηλεοπτικές εκπομπές, υπάρχουν συνεχείς αναφορές για αυτούς σε περιοδικά και sites. Και από την άλλη πλευρά οι Πάνος Μουζουράκης και Κωστής Μαραβέγιας που άρχισαν την καριέρα τους σε ανήλια υπόγεια ή ισόγεια του Ψυρρή ή του Νέου Κόσμου, «συσπείρωσαν» ένα ακροατήριο διαφορετικού ύφους και ήθους που δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τα πολλά φώτα και τη δημοσιότητα. Και όμως, αυτοί οι τέσσερις συνάδελφοι τα καταφέρνουν μια χαρά μπροστά στον τηλεοπτικό φακό. Και τα βρίσκουν και τα… χάνουν και γελάνε και πειράζονται και… μοιράζονται τους συμμετέχοντες. Σε εποχές που η μουσική ή η βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω από αυτήν περνάει κρίση, το εν λόγω τάλεντ σόου γνώρισε τόσο τον Πάνο Μουζουράκη όσο και τον Κωστή Μαραβέγια σε ένα ευρύτατο κοινό.
Αυτή η σύμπνοια των δύο διαφορετικών μέχρι προσφάτως κόσμων δεν θα μπορούσε παρά να περάσει και στο κοινό. Στο ακροατήριο που αν εξαιρέσουμε τους «φανατικούς» της κάθε πλευράς είχε προ πολλού καταρρίψει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ έντεχνου και εμπορικού τραγουδιού. Γι’ αυτό άλλωστε επιχειρήθηκε εφέτος κατά τη χειμερινή σεζόν να ταιριάξουν ο Σάκης Ρουβάς και ο Μπάμπης Στόκας σε ένα κοινό πρόγραμμα που όμως κατέβασε αυλαία προτού καλά- καλά την ανεβάσει. «Φυσιολογικό», θα πουν οι περισσότεροι και κάποιοι άλλοι θα προσθέσουν:
«Ορίστε, υπάρχουν ακόμη οι διαχωριστικές γραμμές». Πέρα από το κοινότοπο ότι οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα η τάση καταγράφηκε. Και θεωρώ ότι θα ακολουθήσουν και άλλες παρόμοιες συνεργασίες στο μέλλον.Οπως η Νατάσσα Μποφίλιου αποφάσισε να εμφανιστεί φέτος στο Διογένης studio, έναν χώρο που και σε αυτή την περίπτωση κανένας από τους φανατικούς φίλους της δεν θα το περίμενε. Οχι, ο χώρος δεν έχει κάτι κακό. Αλλωστε στο πρόσφατο παρελθόν εμφανίστηκαν εκεί η Αλκηστις Πρωτοψάλτη και η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Η λεπτή –σαν μισινέζα –διαχωριστική γραμμή που υπήρχε ξεπεράστηκε και στην προκειμένη περίπτωση έγινε αποδεκτή από το κοινό. Ετερο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η συνάντηση στο Φως του Μιχάλη Χατζηγιάννη με τον Θανάση Αλευρά.
Σε μια κουρασμένη ελληνική μουσική όχι τόσο από καλλιτεχνικές ιδέες αλλά από το πώς αυτές παρουσιάζονται, και κυρίως σε ποιους και πώς απευθύνονται, είναι θεμιτό να ζητούνται νέοι τρόποι επικοινωνίας μεταξύ των δημιουργών και των ακροατών. Ενδεχομένως το τέλος των διαχωριστικών γραμμών να φέρει στο προσκήνιο νέες δυνάμεις –νέα γενιά μουσικών, συνθετών, ερμηνευτών και στιχουργών –που μπορεί να δώσουν πολλά. Από την άλλη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πάντοτε πρέπει να υπάρχει μια γραμμή που να χωρίζει. Και αυτό δεν συμβαίνει –όπως είναι αποδεδειγμένο –μόνο στη μουσική και στο τραγούδι. Οι όροι εμπορικό, ποιοτικό, έντεχνο κ.ο.κ. στις νεότερες γενιές –άρα και στους νεότερους καταναλωτές –δεν λένε σχεδόν τίποτε. Οι δημιουργοί οφείλουν να εστιάσουν και πάλι στην αισθητική του προϊόντος τους. Είτε αυτό παράγεται στο στούντιο είτε στη σκηνή ενός live.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ