Με το νέο έτος, πλησιάζουμε πια στα τρία χρόνια της πρώτης “αριστερής” ελληνικής κυβέρνησης – εντός εισαγωγικών “αριστερής” για δύο λόγους: αφενός καθώς διαθέτει και πυλώνα με γνήσια ακροδεξιά χαρακτηριστικά και, αφετέρου, επειδή η πολιτική που ασκεί είναι η πιο ακραία φιλελεύθερη πολιτική που ασκήθηκε ποτέ επί ελληνικού εδάφους και, ενδεχομένως, και επί ευρωπαϊκού…
Από την πτώση της Κυβέρνησης Σαμαρά, η οποία επήλθε μετά την υπαναχώρηση Κουβέλη στην προεδρική εκλογή αλλά και με την… ευγενή αρωγή των δανειστών που τόσο γαλαντόμοι υπήρξαν και παραμένουν με τον νυν πρωθυπουργό, μας χωρίζουν όμως όχι απλώς αυτά τα τρία χρόνια, αλλά πολύ περισσότερα, τα οποία είναι καινοφανή στην “αριστερή” ή μη Ελλάδα: περίπου 100 δις ευρώ επιπλέον κόστος, το οποίο μεταμορφώθηκε σε φόρους και σε εθνικό χρέος, αμέτρητες χιλιάδες κατασχέσεις λογαριασμών πολιτών που αδυνατούν να πληρώσουν, κατασχέσεις κατοικιών που ξεκίνησαν, δραματικές μειώσεις αμοιβών και κατακόρυφη αύξηση της “ελαστικής” και περίπου μη αμειβόμενης εργασίας, ενάμιση νέο μνημόνιο, αύξηση της πραγματικής και της μακροχρόνιας δομικής ανεργίας καθώς και πολλά άλλα, τόσο γνωστά πια σε όλους, που δεν είναι ανάγκη να τα επαναλάβει κανείς. Αυτή είναι σήμερα η πραγματικότητα, είτε το ομολογούμε, είτε όχι.
Το χειρότερο όμως είναι άλλο: ότι ενώ ζούμε πια σε νέες συνθήκες πλήρους και ακραίας νεοφιλευθεροποίησης της οικονομίας, αυτό αφορά μόνον τις “κακές” όψεις της, που ασφαλώς υπάρχουν. Αντίθετα, δεν έχουμε δει ούτε το ελάχιστο όφελος που μια τέτοια πολιτική έφερε, αν και ασύγκριτα ηπιότερη, σε άλλες χώρες, όπως στη θατσερική Αγγλία, ή και στη Γερμανία μετά την ενοποίηση, ή, φυσικά, και στις ΗΠΑ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι σκληρές πολιτικές, έφεραν τουλάχιστον επενδύσεις που με τη σειρά τους δημιούργησαν πλούτο και εργασία, οδήγησαν, έστω και με πόνο, σε ανάπτυξη.
Εδώ, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: ακόμα και πολύ μεγάλες επενδύσεις που ήταν έτοιμες στα τέλη του 2014, συνεχίζουν να καρκινοβατούν τρία χρόνια μετά, στα τέλη του 2017. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία και κοινωνία πλήρωσε όλο το κόστος, χωρίς να κερδίσει κανένα όφελος. Κι αυτό είναι πραγματικά τραγικό. Η αιτία γι’ αυτό βρίσκεται στο γεγονός ότι η κυβέρνηση ασκεί την πιο δεξιά δυνατή πολιτική για να έχει το κεφάλι της ήσυχο με τους δανειστές, πολιτική που ουδέποτε δεξιά κυβέρνηση άσκησε, αλλά, ταυτόχρονα, διέπεται από τα σιδηρά αριστερά της σύνδρομα, τα οποία ούτε θέλει, αλλά ούτε και μπορεί να εγκαταλείψει. Το αποτέλεσμα, είναι χάος…
Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι στις επόμενες εκλογές το πολιτικό σκηνικό θα ανατραπεί. Αν και εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά και, ως ένα βαθμό για να συμβεί, η Ελλάδα απαιτείται να διαθέτει μία ισχυρή Δεξιά παράταξη. Δεν αρκεί η φθορά της κυβέρνησης, η οποία είναι δεδομένη και μη αναστρέψιμη. Απαιτείται και πολιτικός και ιδεολογικός λόγος με συνέπεια και αποφασιστικότητα προκειμένου να ξεφύγει η Ελλάδα από τα χρόνια σύνδρομά της, τα οποία τώρα πια έγιναν και επισήμως εξουσία. Αφού η χώρα υφίσταται την πιο σκληρή δεξιά πολιτική που έγινε ποτέ, ας καρπωθεί τουλάχιστον τα οφέλη της.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό: σε όλη την Ευρώπη, η ακροδεξιά ανεβαίνει διαρκώς. Το μόνο αληθινό ανάχωμα απέναντί της, είναι μία γνήσια, αληθινή, δημοκρατική πατριωτική δεξιά. Όχι τύπου “μεσαίου χώρου’ ή κεντροστρεφής– αυτά όλα είναι απέλπιδα μπαλώματα και είδαμε τα αποτελέσματά τους. Άλλωστε, τον ‘μεσαίο χώρο”, όσο τον χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, πολύ πιο εύκολα θα τον πάρει ξανά το αναγεννηθέν ΠΑΣΟΚ υπό το νέο του όνομα.
Τα πράγματα πρέπει επιτέλους κάποτε να ξεκαθαρίσουν και να αποκτήσουν σχέση με την αλήθεια: η Δεξιά πρέπει να είναι Δεξιά, το Κέντρο πρέπει να είναι Κέντρο και η Αριστερά πρέπει να είναι Αριστερά. Σήμερα, σχεδόν τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Και αυτό συμβάλλει αποφασιστικά στην παραζάλη μιας κοινωνίας παρατημένης, που δεν πιστεύει σε τίποτα, που δεν μπορεί τίποτα και που δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται.
Αν μη τι άλλο, Δεξιά πρέπει να σημαίνει αποτελεσματικότητα. Και επειδή αυτή θα “κληρονομήσει” αυτή την πρωτοφανή τραγική κατάσταση, πρέπει να κάνει και την αρχή: πρέπει από τώρα να ξαναβρεί τον εαυτό της και να πιστέψει σε αυτό που πρέπει να είναι και να απαλλαγεί από σύνδρομα και ετεροκαθορισμούς, για να μπορέσει να έχει ελπίδα να στήσει ξανά στα πόδια του ότι έχει απομείνει – και όχι μόνον στην οικονομία, αλλά σε όλα τα μέτωπα, που, δυστυχώς, διαρκώς χειροτερεύουν…