Πριν από λίγο καιρό έγινε γνωστό ότι η Αστυνομία εξάρθρωσε ένα κύκλωμα διακίνησης κοκαΐνης στο πάντα αμαρτωλό, στις λαϊκές φαντασιώσεις, Κολωνάκι. Από τις Αρχές υπήρξαν διάφορες σκαμπρόζικες διαρροές –η Αστυνομία μας διψάει για «μπράβο» και κάνει διαφήμιση στις επιτυχίες της χρησιμοποιώντας τον Τύπο. Αλλά στο μεταξύ ζούμε σε εποχές που τα προσωπικά δεδομένα προστατεύονται –και ευτυχώς. Ετσι, τα ονόματα δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα, επιτρέποντας στους συντάκτες των σχετικών ειδήσεων να «ζωγραφίζουν» τους εμπλεκομένους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα κάδρα που διά του Τύπου διακινήθηκαν δεν θύμιζαν τους πίνακες του Βαν Γκογκ, όπου τα πρόσωπα διακρίνονται, αλλά τους πίνακες του Πικάσο, όπου το ποιος εικονίζεται πρέπει να το συνθέσεις χρησιμοποιώντας μυαλό και φαντασία. Οι συνθέσεις, όμως, οδηγούν καμιά φορά σε λάθη: οι σκανδαλοαναγνώστες διάβασαν σωστά κάποιες ταυτότητες εμπλεκομένων και άλλες εντελώς λάθος.
Ανθρωποι κατηγορήθηκαν χωρίς να έχουν σχέση με το γεγονός, άλλοι έκαναν μηνύσεις κατά πάντων, άλλοι απείλησαν με εξώδικα όσους τους έμπλεξαν στην ιστορία, ωστόσο οι αθώοι, παρά την αντίδρασή τους, θα είναι δύσκολο να πείσουν όσους ήδη τους καταδίκασαν. Γιατί; Γιατί είναι διάσημοι και ο κόσμος λατρεύει να αποδίδει στους διάσημους κατηγορίες που οδηγούν στην αποδόμησή τους. Ισως το κάνει από κακία ή από φθόνο. Κυρίως, όμως, ο κόσμος το κάνει γιατί αισθάνεται πως η ελληνική (και όχι μόνο) σόουμπιζ είναι φτιασιδωμένη και ψεύτικη. Και στο μυαλό του βλέπει τα fake news ως μια ευκαιρία για να βγάλει τις μάσκες.

Είναι εξωφρενικό, όπως και αν το δεις, αλλά για τους κατά καιρούς αθώους εμπλεκομένους αυτό είναι και το τίμημα μιας δημοσιότητας που βασίζεται συνήθως σε κατασκευασμένες εικόνες. Στην Ελλάδα, δεκάδες τραγουδιστές, ηθοποιοί, άνθρωποι του θεάματος και της νύχτας γενικότερα έχουν επενδύσει στον ρόλο του αγαπημένου «καλού παιδιού» ή του «καλού κοριτσιού» –δεν υπάρχει διαφορά: μιλάμε πάντα για ρόλους.
Το «καλό παιδί» είναι λαϊκό, τα λέει έξω από τα δόντια, μιλάει μια απλή γλώσσα και ξέρει καλά τα μονοπάτια της ζωής, γιατί μέχρι να φτάσει στην επιτυχία έχει περάσει πολλά. Αν έχει μια αδυναμία (στο ποτό, στον τζόγο, στις ουσίες κ.λπ.), αυτή περιγράφεται ως κάτι χαριτωμένο: είναι απόδειξη ότι το «καλό παιδί», εκτός από θεός της καλοσύνης, είναι και άνθρωπος. Το «καλό κορίτσι», από την άλλη, είναι ξανθό, γελαστό, έτοιμο να σε πάρει αγκαλιά και να σου κάνει ζουζουνιές: σου κλείνει το μάτι με νάζι. Εχει υποφέρει από έρωτα πριν βρει το λιμανάκι της καρδιάς του, είναι σαν το κορίτσι της διπλανής πόρτας, αλλά λίγο πιο λαμπερό, πιο τσαχπίνικο, πιο φωταγωγημένο. Αγαπάει τη μαμά του, τις φίλες του, ακόμη και εσένα που δεν σε ξέρει –κυρίως εσένα. Και θέλει να το αγαπάς για τα ελαττώματά του, που είναι η ειλικρίνεια και η γενναιοδωρία.
Μπορεί αυτή η χώρα να βγάζει τόσο «καλά παιδιά» και τόσο «καλά κορίτσια»; Και αν όλα αυτά είναι τόσο καλά, ποιος, διάβολε, καταναλώνει όλη αυτήν την κόκα που κυκλοφορεί στην Αθήνα και που θα μπορούσε, αν κάποιος την έριχνε από ψηλά, να δώσει στην πρωτεύουσα μια αληθινά χειμωνιάτικη χιονισμένη όψη;

Ο κόσµος διασκεδάζει με τους ρόλους των «καλών παιδιών» και των «καλών κοριτσιών», αλλά επειδή βλέπει την υπερβολή τους φτάνει στο άλλο άκρο και φαντασιώνεται ότι πίσω από το προσωπείο τους κρύβονται διάβολοι και μάγισσες. Ετσι, όταν μια ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή έναν διάσημο, δεν υπάρχει κανένα έλεος: ό,τι προκύπτει, ακόμη και αν βασίζεται σε ένα ψέμα γιγάντιο ή αποδειχθεί κατηγορία αστήρικτη, γίνεται εύκολα πιστευτό, γιατί στον κόσμο αρέσει να νιώθει πως δικαιώνονται οι φρικτές υποψίες του. Στο φινάλε, πάντα πίστευε πως κανένα παιδί δεν είναι καλό, αφού η ντουλάπα όλων είναι γεμάτη σκελετούς, και κανένα κορίτσι δεν είναι καλό, αφού η επιτυχία δεν έρχεται επενδύοντας στην καλοσύνη.
Στο μεταξύ, άνθρωποι διασύρονται στη συγκεκριμένη ιστορία, όπως και σε άλλες πολλές ανάλογες, εντελώς άδικα. Ας πρόσεχαν: τους λυπάμαι λίγο, αλλά δεν έπρεπε να είναι ούτε «καλά παιδιά» ούτε «καλά κορίτσια».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ