Τρεις κύριες παράμετροι καθορίζουν την πορεία της Ευρώπης από εδώ και στο εξής: Ο σχηματισμός της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης, οι προτάσεις Μακρόν για την αναμόρφωση της ΕΕ και της Ευρωζώνης και, βεβαίως, η οριστικοποίηση της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία καθορίζεται πλέον δια νόμου από το Λονδίνο για τις αρχές του 2019. Απο το συνδυασμό των τριών αυτών διαστάσεων θα προκύψει η Ευρώπη του αύριο. Στις πολλαπλές επιλογές που θα βρίσκονται πίσω από αυτές τις παραμέτρους και στη διαδικασία να καταστούν συμβατές μεταξύ τους κρύβεται το μέλλον μιας Ένωσης που, αυτή τη στιγμή, δεν μπορεί να πείσει ούτε τον εαυτό της, ούτε, όπως όλα τα στοιχεία του ευρωβαρόμετρου σταθερά δείχνουν, ούτε τους πολίτες της ότι είναι σε θέση να αποτελέσει πραγματικό ενιαίο πολιτικό μηχανισμό απέναντι σε προκλήσεις που διαρκώς μεγαλώνουν και καθίστανται όλο και πιο επικίνδυνες.
Παρά το γεγονός ότι θα είναι ένας ακόμα “μεγάλος συνασπισμός”, η νέα γερμανική κυβέρνηση όχι μόνον δεν πρόκειται να “μαλακώσει” τις μέχρι σήμερα πολιτικές του Βερολίνου, οι οποίες κατά κοινή σχεδόν αποδοχή σήμερα βρίσκονται στη ρίζα της ευρωπαικής αποδόμησης, αλλά, αντιθέτως, αναμένεται να τις καταστήσει ακόμα σκληρότερες. Κι αυτό δεν θα γίνει μόνον για την συνέχιση της επικράτησης του ηγεμονισμού του Βερολίνου όπως γινόταν μέχρι τώρα, στον οποίο το SPD, ότι κι αν λέει σήμερα, όλα αυτά τα χρόνια συμμετέχει. Θα γίνει και για την αποφυγή του ορατού πλέον ενδεχομένου η γερμανική ακροδεξιά να καταστεί δεύτερο κόμμα στις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές έπειτα από τη σαρωτική πορεία της σε εκείνες που ήδη έγιναν και τη θριαμβευτική είσοδό της στο Γερμανικό Κοινοβούλιο. Κι αυτό, τη στιγμή που στην Αυστρία, η μισή, πρακτικά, κυβέρνηση, ανήκει ήδη στην άκρα δεξιά.
Πόσο συμβατά είναι όμως όλα αυτά με τις προτάσεις που προ λίγων εβδομάδων κατέθεσε ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν για την αναμόρφωση της Ευρώπης; Στην πραγματικότητα, ελάχιστα. Ο Μακρόν συνεργάζεται αυτή τη στιγμή στενά με τη γερμανική κυβέρνηση, αλλά, την ίδια ώρα, προσπαθεί να την “ρυμουλκίσει” στην αντίθετη κατεύθυνση αμφισβητώντας έντονα και ανοικτά την πορεία της νομισματικής ένωσης αν δεν αλλάξει θεμελιώδη χαρακτηριστικά – και οι Γερμανοί αυτό δεν θέλουν ούτε να το ακούνε. Επιπλέον, όταν παρουσίασε τις πολύ φιλόδοξες ενοποιητικές προτάσεις του στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, περίπου ξέσπασε… επανάσταση: πλήθος κράτη αντέδρασαν με σφοδρότητα, πολλά εκ των οποίων καθαρά στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Το Βερολίνο δεν θέλει τώρα να μιλήσει ανοικτά για όλα αυτά: δηλώνει ότι μελετάει και επιφυάλασσεται. Αλλά είναι δεδομένο ότι δεν πρόκειται να συναινέσει.
Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε εκκρεμότητα ένα ζήτημα εξίσου μεγάλο: η προ καιρού ανακοίνωση από τις τέσσερις μεγάλες χώρες που απέμειναν στην Ε.Ε. ότι βαδίζουν στην Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, το οποίο, παρά τη σημασία του, περιβάλλεται από σιωπή. Το εν λόγω γεγονός αποδεικνύει πολλά, αλλά, περισσότερο απ’ όλα, ότι οι λαοί της σημερινής Ευρώπης έχουν αποκοπεί δραματικά από τις εξελίξεις που καθορίζουν το μέλλον τους τόσο ψυχικά όσο και σε επίπεδο κατανόησής τους. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί αυτή η πλατιά σιωπή που σκέπασε εκείνες τις ανακοινώσεις των τεσσάρων χωρών οι οποίες οδηγούν σε ένα μοντέλο που ουδεμία σχέση θα έχει με πραγματικά ενωμένη Ευρώπη, αν υποτεθεί ότι μπορεί να εφαρμοστεί, πράγμα πολύ δύσκολο, αν όχι θεσμικά και πολιτικά αδύνατο;
Αυτοί που φώναζαν για τους κινδύνους μίας εξόδου της Βρετανίας θα έπρεπε να είχαν πέσει κάτω και μόνον στο άκουσμα των όσων είπαν οι ηγέτες των τεσσάρων μεγάλων κρατών της Ε.Ε. για το σχέδιο των πολλών ταχυτήτων, το οποίο κινείται στον αντίποδα της βαθύτερης ενοποίησης της Ευρώπης και εγγυάται τον πολυμερισμό της, καθώς συνιστά την πιο τρανταχτή νίκη του ευρωσκεπτικισμού στην εξηντάχρονη ιστορία της Ενωσης. Όμως στην εξαγγελία της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων, που η σημασία της, αν υποτεθεί ότι προχωρήσει, υπερβαίνει κατά πολύ την υπόθεση του Brexit, ουσιαστικά, ουδείς έδωσε την παραμικρή σημασία. Και όσο η Αγγλία θα προχωρά στην ανασύνταξή της έχοντας ήδη πίσω της τις διαψεύσεις του τρόμου, τόσο η Ευρώπη θα βαδίζει, στο ίδιο διάστημα, στον νομοτελειακό αυτοχειριασμό εν μέσω νεκρικής σιγής…Κι όλα αυτά, αφήνοντας στην άκρη κολοσσιαία ζητήματα όπως η ισλαμική τρομοκρατία, το μεταναστευτικό ή οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, που όλα βρίσκονται εν βρασμώ και απαιτούν λύσεις. Η ανακοίνωση του νέου στρατηγικού και οικονομικού δόγματος μόλις χθες από τον πρόεδρο Τραμπ, άφησε την Ευρώπη αμήχανη, αμέτοχη, πρακτικά, ανύπαρκτη.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν τους άξονες στους οποίους, θέλει δεν θέλει, οφείλει να βαδίσει πλέον η Ευρώπη, αν επιθυμεί να επιβιώσει ως τέτοια. Επί πολύ καιρό κάνει ότι δεν βλέπει αυτά τα προβλήματα και επιμένει να μονοπωλεί τις δραστηριότητές της με το να τρώει τις σάρκες της. Τώρα, όμως, δεν έχει πλέον άλλα περιθώρια. Ή κάνει ουσιαστικά βήματα μπροστά, ή, αδυνατώντας να δώσει λύσεις, αρχίζει να ξεφτίζει. Ο λόγος που όλα αυτά δεν έχουν μέχρι στιγμής τύχει ουσιώδους αντιμετώπισης είναι πολύ συγκεκριμένος: οφείλεται στην παρατεταμένη κρίση ταυτότητας που περνά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα καθώς και στις εσωτερικές φιλοδοξίες ισχύος που ουδείς επισήμως τις ομολογεί αλλά κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην περίοδο της κρίσης, με κύριο φυσικά κέντρο το Βερολίνο το οποίο επικέντρωσε ολόκληρη την Ενωση περίπου αποκλειστικά στα ζητήματα δικού του ενδιαφέροντος και της προνομιακής του θέσης.
Τώρα όμως η πίεση της πραγματικότητας είναι πια πολύ μεγάλη: η Ευρώπη καλείται να δώσει πραγματικές απαντήσεις για το μέλλον που διαρκώς, όλο και περισσότερο, ξεφεύγει πια από τα χέρια της. Για να υπάρξει πρέπει πια να αποφασίσει τι θέλει. Και αυτό θα είναι μια πολύ μεγάλη περιπέτεια που είναι λίαν αμφίβολο αν θα μπορέσει να τη φέρει εις πέρας καθώς, παρά τα ωραία λόγια, οι αποστάσεις μεταξύ του τι εννοούν “κοινό μέλλον” οι ηγεσίες των μεγάλων χωρών της ΕΕ διευρύνονται διαρκώς, όπως άλλωστε συμβαίνει και με την πρωτοφανή δυσαρέσκεια των λαών, πλούσιων και φτωχών, απέναντί τους.