Λέω στον ταξιτζή «στη Λυρική Σκηνή», και έπειτα από λίγο συνειδητοποιώ πως έχει βάλει πλώρη για Ακαδημίας. Με πηγαίνει στο Θέατρο Ολύμπια που, εγκαταλελειμμένο πλέον, έχει προστεθεί στη θλιβερή τοιχογραφία της παρακμής του κέντρου της Αθήνας. «Στου Νιάρχου έπρεπε να πεις», με διορθώνει, και αλλάζει πορεία, γυρίζοντας προς τη λεωφόρο Συγγρού. Ετσι ακριβώς, κάποιοι φίλοι έλεγαν τις προάλλες «πάμε στον Νιάρχο για την «Μποέμ»» και κάποιοι άλλοι ρωτούσαν «τι παραστάσεις θα έχει εφέτος στον Νιάρχο;».
Ξαφνικά, η Εθνική Λυρική Σκηνή ως επωνυμία της μοναδικής όπερας της Ελλάδας δεν περιλαμβάνεται στο λεξιλόγιό μας. Την κατάπιε η δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος. Εξαφάνισε, με έναν μαγικό τρόπο, το ιστορικό όνομα με το οποίο την αποκαλούσαμε από την ίδρυσή της, το 1939, μέχρι σήμερα, κάνοντάς την απλώς «στου Νιάρχου». Ομως η «στου Νιάρχου» έχει εξαιρετικά σημαντικό παρελθόν για να «καπελώνεται» από το επίθετο ενός ανθρώπου που είχε τα λεφτά αλλά δεν είχε καμία σχέση με την όπερα. Επιπλέον, όσο ευγνώμων και αν είσαι για μια τόσο σημαντική για την Ελλάδα δωρεά, όσο και αν ατενίζεις το μέλλον με τις υψηλές προσδοκίες που εύλογα δημιουργεί ένα τόσο σύγχρονο έργο όπως το νέο κτίριο της όπερας, οφείλεις να σέβεσαι και να τιμάς το παρελθόν. Κυρίως εκείνους οι οποίοι ώσπου να φτάσουμε «στου Νιάρχου» έφτυσαν αίμα για να μπορεί να λειτουργεί η Εθνική Λυρική Σκηνή, αντιμέτωποι ενίοτε και με το ίδιο το κράτος (ναι, με το ελληνικό κράτος) που ή έδινε ψιχία για τον πολιτισμό ή απλώς αδιαφορούσε.
Γιατί η Λυρική (με τα πάνω της και με τα κάτω της) υπάρχει εδώ και δεκαετίες, παράγοντας έργο και έχοντας διαμορφώσει ένα κοινό που σταθερά παρακολουθούσε και παρακολουθεί τις παραστάσεις της. Η ιστορία της είναι εξαιρετικά σημαντική, πολύτιμη υποενότητα στην ιστορία αυτού του τόπου. Παρακολουθώ τις παραστάσεις της από παιδί, έχω διαβάσει σχεδόν τα πάντα για τα (σημαντικά για τη λειτουργία της) χρόνια πριν από τη γέννησή μου, ομολογώ πως δεν μπορώ να μην περάσω έξω από το κλειστό Ολύμπια χωρίς να νιώσω μια μικρή συγκίνηση. Θυμάμαι με την ίδια συγκίνηση όλους τους λυρικούς καλλιτέχνες (κάποιοι δεν βρίσκονται πια εν ζωή) που μου έδωσαν χαρά με τις παραστάσεις τους.
Ποιον να πρωτοαναφέρω ανάμεσα σε εκείνους που έδρασαν κυρίως ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε εγώ ανακάλυψα την όπερα; Φώφη Σαραντοπούλου, Κική Μορφονιού, Μαρία Μουτσίου, Μαρία Κορομάντζου, Μαρίνα Κρίλοβιτς, Γιολάντα Ντι Τάσσο, Σώτος Παπούλκας, Λέλα Στάμος, Γιώργος Ζερβάνος, Παύλος Ράπτης, Φραγκίσκος Βουτσίνος, Τζένη Δριβάλα, Δημήτρης Καβράκος, Βαρβάρα Τσαμπαλή… Αυτοί είναι μερικοί μόνο ανάμεσα στους πολλούς (και σολίστες και μαέστρους και σκηνοθέτες και σκηνογράφους), ξεκινώντας από την εποχή του Πέτρου Επιτροπάκη, της Ζωής Βλαχοπούλου και της Μαρίας Κάλλας, οπότε η ΕΛΣ έκανε τα πρώτα της βήματα, περνώντας από τα χρυσά χρόνια της Σούλας Γλαντζή, της Μαρίας Κερεστεντζή, της Τάνιας Τσαχουρίδου και των μεγάλων μετακλήσεων των Ελλήνων που θριάμβευαν στο εξωτερικό, όπως του Κώστα Πασχάλη, του Νικόλα Ζαχαρίου, της Ζανέτ Πηλού και της Αντιγόνης Σγούρδα και φτάνοντας στο σήμερα. Πόσοι από εκείνους που σήμερα συχνάζουν «στου Νιάρχου» γνωρίζουν την προσφορά αυτών των ανθρώπων;
Ζούμε σε μια χώρα που (εξακολουθεί να) αντιμετωπίζει τους λυρικούς καλλιτέχνες με αδιαφορία και αχαριστία. Ομως, το ίδιο αχάριστοι νομίζω πως γινόμαστε και εμείς, οι απλοί θεατές, όταν αντί να «πάμε στη Λυρική για να ακούσουμε όπερα» πηγαίνουμε «στου Νιάρχου». Η Εθνική Λυρική Σκηνή στεγάζεται στο σύγχρονο κτίριο που έγινε με τη γενναία δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος. Η Εθνική Λυρική Σκηνή υπογράφει και ανεβάζει τις παραγωγές που είδαμε και θα δούμε, εκεί. Η Εθνική Λυρική Σκηνή –με τον προσωπικό αγώνα των νέων καλλιτεχνών που και πάλι με χαμηλούς μισθούς και όχι πάντα με τις καλύτερες συνθήκες καλούνται να κάνουν το καλύτερο που μπορούν –είναι η μία και μοναδική όπερα που διαθέτει αυτή η χώρα. Της οφείλουμε, αν μη τι άλλο, το δικό της όνομα, τη δική της ταυτότητα. Δεν είναι θέμα τύπων, είναι θέμα σεβασμού και ουσίας.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ