Αποστολή, Βρυξέλλες
Η τελευταία Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ για το 2017 ήταν πυκνή σε ειδήσεις αλλά και σε σύννεφα εν όψει του 2018. Η «πολιτική λιακάδα» που θα επιτρέψει την αναζήτηση λύσεων, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, δεν εμφανίστηκε καθώς το «σύννεφο» που έφερε στην οροφή του φουτουριστικού Europa Building η επανάκαμψη του Μεταναστευτικού/Προσφυγικού επισκίασε τις θετικές ειδήσεις της στενότερης συνεργασίας στην άμυνα.
Το σχέδιο της Κομισιόν για τη νέα ΟΝΕ δεν έχει ενθουσιάσει το Βερολίνο, τη Χάγη και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που επιθυμούν μικρότερα βήματα και όχι φιλόδοξα βήματα, όπως η δημιουργία θέσης ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών ή ενός προϋπολογισμού της ευρωζώνης. Στο ζήτημα αυτό, το ραντεβού για ουσιαστικότερες αποφάσεις μετατέθηκε για τη Σύνοδο Κορυφής του προσεχούς Μαρτίου, όταν ελπίζεται ότι θα έχει σχηματιστεί νέα κυβέρνηση στη Γερμανία. Το δε Brexit περιπλέκει το χρονοδιάγραμμα της ΕΕ, καθώς εντός του 2018 πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την επιτυχή ολοκλήρωση του διαζυγίου.
Διχαστικό ζήτημα
Αν ορισμένοι νόμιζαν ότι το Μεταναστευτικό/Προσφυγικό είχε αποσυρθεί από τους τίτλους των μέσων ενημέρωσης, αρκούσε ένα ολίσθημα του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ για να επιβεβαιώσει πόσο διχαστικό και δύσκολα διαχειρίσιμο είναι το ζήτημα αυτό για τη σημερινή ΕΕ. Μπορεί ο πρώην πρωθυπουργός της Πολωνίας να μην είχε κάποια πρόθεση, αλλά η απόφασή του να προτείνει, με σημείωμα που απέστειλε στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων πριν από την έναρξη της Συνόδου, την κατάργηση των υποχρεωτικών ποσοστώσεων για τη μετεγκατάσταση προσφύγων άνοιξε τον ασκό του Αιόλου.
Ουσιαστικά, ο κ. Τουσκ επανέφερε στο προσκήνιο τη διαμάχη που ταλάνισε σφόδρα την ΕΕ το 2015 και το 2016 μεταξύ της ομάδας των τεσσάρων χωρών του Βίσεγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία) και των υπολοίπων (ιδιαίτερα της Γερμανίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας αλλά και της Ελλάδας) για τον τρόπο διαχείρισης της μεταναστευτικής κρίσης. Προκάλεσε δε την οξύτατη αντίδραση της Κομισιόν που, διά στόματος του αρμόδιου επιτρόπου Δημήτρη Αβραμόπουλου, χαρακτήρισε «αντιευρωπαϊκή» την πρωτοβουλία του κ. Τουσκ. Δεν πρόκειται για έκπληξη, καθώς η Επιτροπή έχει καταβάλει τεράστιες προσπάθειες στο μέτωπο του Μεταναστευτικού/Προσφυγικού, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκεται στο τραπέζι η μεταρρύθμιση του Συστήματος του Δουβλίνου με τρόπο που θα το καταστήσει λειτουργικότερο και δικαιότερο –ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στα κράτη πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
«Επιλεκτική αλληλεγγύη»
Ακόμη και η Ανγκελα Μέρκελ ενοχλήθηκε από τη στάση του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρξει «επιλεκτική αλληλεγγύη», ενώ σφοδρή ήταν η ενόχληση της Αθήνας, με τον Αλέξη Τσίπρα να επισημαίνει ότι δεν μπορούν ορισμένες χώρες να αγνοούν επιδεικτικά τις αρχές της ΕΕ. Στη δε συνέντευξη Τύπου των Ντόναλντ Τουσκ και Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ, το απόγευμα της Παρασκευής, παίχθηκε ένα ιδιόρρυθμο «πινγκ-πονγκ». Ο πρώτος χαρακτήρισε πολύ δύσκολη τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συστήματος του Δουβλίνου και τις ποσοστώσεις, θέματα για τα οποία πρέπει να βρεθεί συμβιβασμός μέχρι τον προσεχή Ιούνιο. Ο κ. Γιούνκερ απέρριψε τις αιτιάσεις ότι η μετεγκατάσταση περίπου 35.000 ανθρώπων συνιστά απειλή για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό όπως θεωρούν κάποια κράτη-μέλη.
Η αλλαγή στο Σύστημα του Δουβλίνου δεν θα αφορά ριζικές μεταβολές, καθώς τα περισσότερα κράτη-μέλη επιθυμούν να παραμείνει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στα κράτη πρώτης εισόδου. Ενα από τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα είναι αν θα προβλεφθεί ένα υποχρεωτικό ή ένα εθελοντικό σύστημα ποσοστώσεων για τη μετεγκατάσταση. Στην πρώτη έκδοση του σημειώματός του, ο κ. Τουσκ φάνηκε να τάσσεται με τη δεύτερη άποψη. «Τα κράτη-μέλη είναι τα μόνα υπεύθυνα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη μετανάστευση. Ο ρόλος της ΕΕ είναι να προσφέρει την πλήρη υποστήριξή της με όλους τους πιθανούς τρόπους» υπογράμμιζε ο κ. Τουσκ, προσθέτοντας ότι «το ζήτημα των υποχρεωτικών ποσοστώσεων έχει αποδειχθεί βαθιά διχαστικό και η προσέγγιση υπήρξε αναποτελεσματική».
Πλήρη εμπλοκή
Η τελική έκδοση του σημειώματος υπήρξε ηπιότερη: «Η ΕΕ μπορεί να αντιμετωπίσει την παράνομη μετανάστευση αποτελεσματικά μόνο με την πλήρη εμπλοκή των κρατών-μελών και με τη συντονισμένη χρήση των μέσων και των εργαλείων της ΕΕ και των κρατών-μελών. Κανένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτή την κοινή πρόκληση μόνο του, αλλά η αποφασιστική δράση από πρωτοπόρα κράτη-μέλη, υποστηριζόμενη από την ΕΕ και από την συνδρομή των υπόλοιπων κρατών-μελών, έχει αποδειχθεί αποτελεσματική». Ωστόσο, ο κ. Τουσκ, τον οποίο οι «4» του Βίσεγκραντ υποστήριξαν, επέμεινε ώστε η φράση περί αναποτελεσματικότητας των υποχρεωτικών ποσοστώσεων να παραμείνει. Η Κομισιόν αμφισβητεί αυτή τη θέση, λέγοντας ότι περισσότεροι από 32.000 πρόσφυγες εντάχθηκαν στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης.
Οι διαφορές
Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι διαφορές του πρόσφατου παρελθόντος θα επανέλθουν στο προσκήνιο το προσεχές εξάμηνο. Η Κομισιόν προσπάθησε να προτείνει συμβιβαστικές λύσεις, αλλά την ίδια στιγμή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έβαλε τη δική του «πινελιά» ως συννομοθέτης, ζητώντας με έκθεσή του να υπάρξει ένα μόνιμο σύστημα ποσοστώσεων και κατανομής προσφύγων. Το σύστημα αυτό δεν θα λειτουργεί μόνο όταν ξεπερνώνται συγκεκριμένα όρια αιτήσεων ασύλου στις χώρες πρώτης εισόδου, όπως έχει προτείνει η Κομισιόν βάσει του μηχανισμού αυτόματης διόρθωσης. Η Ευρωβουλή θα ήθελε όσες χώρες αρνηθούν να συμμετάσχουν στο νέο σύστημα να χάνουν την πρόσβασή τους σε κοινοτικά κονδύλια.
Οι 27 δεν θα κάνουν χατίρια στο Λονδίνο
Σε ό,τι αφορά το Brexit, η κατάσταση έχει περιπλακεί δραματικά. Οι ελπίδες που είχαν δημιουργηθεί μετά την κατ’ αρχήν συμφωνία ΕΕ – Βρετανίας επί των τριών βασικών θεμάτων του «διαζυγίου» (δικαιώματα πολιτών, καθεστώς Βόρειας Ιρλανδίας, χρηματικός διακανονισμός) δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από τη δεινή κοινοβουλευτική ήττα της Τερέζα Μέι, με την οποία η Βουλή των Κοινοτήτων θα μπορεί να έχει τον τελικό λόγο για την αποδοχή ή μη μιας συμφωνίας εξόδου. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαίωσε αυτό που λένε, ιδιωτικώς, πολλοί κοινοτικοί αξιωματούχοι, ότι δηλαδή η εσωτερική πολιτική κατάσταση στη Βρετανία είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ολοκλήρωση του Brexit.
Είναι ακριβώς η κατάσταση αυτή που φέρνει ακόμη πιο κοντά τους 27 και ευνοεί όσους επιμένουν στη σκληρή γραμμή. Μπορεί το Λονδίνο να ήθελε ακόμη και την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων για τη νέα εμπορική σχέση ΕΕ – Βρετανίας, αλλά οι συνομιλίες για αυτό, όπως και για τη μεταβατική περίοδο, δεν πρόκειται να ξεκινήσουν πριν από τον προσεχή Μάρτιο. Επίσης, το Λονδίνο δεν πρέπει να αναμένει προνομιακή μεταχείριση εν όψει μιας μελλοντικής εμπορικής συμφωνίας, διότι η ΕΕ δεν θέλει να δυσαρεστήσει τους σημερινούς της εμπορικούς εταίρους.
Η βρετανίδα πρωθυπουργός δέχθηκε πολλά από όσα δεν δεχόταν το προηγούμενο διάστημα, μεταξύ των οποίων και την ισχύ του κοινοτικού δικαίου για υποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών για μία 8ετία. Το Λονδίνο επιθυμεί μια μεταβατική περίοδο δύο ετών, αλλά κατά τη διάρκεια αυτής θα παραμείνει μεν μέλος της ενιαίας αγοράς, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου.
Μακρόν – Γιούνκερ θέλουν, οι Γερμανοί δεν βιάζονται
Για πρώτη φορά μετά το 2015 έλαβε χώρα, την περασμένη Παρασκευή, μια Σύνοδος Κορυφής της ευρωζώνης. Θεωρητικά, όλες οι συνθήκες μοιάζουν ιδανικές για τη λήψη αποφάσεων που θα επιτρέψουν τη διαμόρφωση μιας ισχυρότερης και συνεκτικότερης αρχιτεκτονικής για την ΟΝΕ.
Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη είναι ο καλύτερος της τελευταίας 10ετίας και η ανεργία κινείται συνεχώς καθοδικά. Την ίδια στιγμή, ένας νέος και φέρελπις γάλλος πρόεδρος έθεσε τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης στο επίκεντρο της πολιτικής του εκστρατείας, ενώ η Κομισιόν του Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ κατέθεσε πριν από μερικές ημέρες μια ιδιαίτερα φιλόδοξη πρόταση.
Επιφυλακτικότητα
Το πολιτικό κλίμα, όμως, ίσως να μην είναι τελικά τόσο εύκρατο όσο ορισμένοι ανέμεναν. Και πριν από οτιδήποτε άλλο, τα μάτια πρέπει να στραφούν στη Γερμανία, όπου τα σχέδια για μια νέα ευρωζώνη προσκρούουν στην παραδοσιακή γερμανική επιφυλακτικότητα. Η σύγκρουση συντηρητικών – σοσιαλδημοκρατών για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει η ευρωζώνη αποκαλύφθηκε και από το έγγραφο που παρουσίασε η εφημερίδα «Handelsblatt», σύμφωνα με το οποίο υπάρχει μεγάλη διαφωνία μεταξύ υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο προΐσταται ο Πέτερ Αλτμάιερ, άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης της Ανγκελα Μέρκελ, και υπουργείου Οικονομίας όπου βρίσκεται η Μπριγκίτε Τσίπρις από το SPD.
Η εκκρεμότητα
Επιπλέον, σε σειρά συναντήσεων με υψηλόβαθμους γερμανούς αξιωματούχος που είχε «Το Βήμα» την εβδομάδα που πέρασε στο Βερολίνο και στο Μόναχο, προσκεκλημένο από το ίδρυμα Hanns Seidel του βαυαρικού κόμματος CSU, κατέστη σαφές από τους συνομιλητές μας ότι η γερμανική πλευρά είναι αυτή τη στιγμή βαθιά απορροφημένη από τη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης μεταξύ CDU/CSU και SPD. Δεν είναι μάλιστα βέβαιο ότι αυτή η εκκρεμότητα θα επιλυθεί σύντομα, καθώς υπάρχουν σημαντικές διαφορές, ενώ οι αναφορές του Μάρτιν Σουλτς στη δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» μέχρι το 2025 κρίνονται όχι μόνο δονκιχωτικές αλλά και επιβαρυντικές για το κλίμα των διαπραγματεύσεων. Ακόμη και η καγκελάριος Μέρκελ που βλέπει πιο θετικά την ανάγκη κάποιων μεταρρυθμίσεων δεν πρόκειται να βιαστεί. Αυτό έχει γίνει αντιληπτό και στο Παρίσι, όπου η ακραία φιλευρωπαϊκή ρητορική του Εμανουέλ Μακρόν έχει εσχάτως κοπάσει. Ο ίδιος ο γάλλος πρόεδρος ξεκαθάρισε στην κοινή συνέντευξη Τύπου με την κυρία Μέρκελ, την Παρασκευή, ότι «θέλουμε μια σταθερή Γερμανία» και ευχήθηκε η καγκελάριος να συμφωνήσει σε κυβέρνηση συνασπισμού με το SPD.
Δεν πρέπει επίσης να αγνοείται ότι η καθυστέρηση στον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία συμπιέζει τον πολιτικό χρόνο. Σε αυτό το πλαίσιο, το Brexit καταλαμβάνει πλέον μεγάλο χώρο και χρόνο, ενώ στη συνέχεια ακολουθούν οι ευρωεκλογές και η σύσταση της νέας Επιτροπής το 2019.
Πρώτο βήμα για κοινή πολιτική άμυνας
Ισως η πλέον ενδιαφέρουσα εξέλιξη της τελευταίας Συνόδου Κορυφής του 2017 να είναι η πανηγυρική έναρξη μιας στενότερης συνεργασίας στον τομέα της άμυνας. Δεν έχουμε φυσικά να κάνουμε με τη δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού Στρατού». Σε μια διεθνή συγκυρία γεμάτη προκλήσεις, από την «ολική επαναφορά» της Ρωσίας στη Γηραιά Ηπειρο και πέραν αυτής, την αναμενόμενη αποχώρηση της πάντοτε «ενοχλητικής» Βρετανίας, ως και την εμφάνιση του παράγοντα Ντόναλντ Τραμπ, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών αποφάσισε να ενώσει τις δυνάμεις της.
Κοινός κατάλογος
Για να επιτευχθεί αυτό επιστράτευσαν το πλαίσιο της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO), που περιλαμβανόταν στη Συνθήκη της Λισαβόνας αλλά είχε περιπέσει σε αχρηστία. Ουσιαστικά, επιτρέπεται σε όσα κράτη-μέλη επιθυμούν να προχωρήσουν ταχύτερα από άλλα σε κάποιον τομέα πολιτικής. Τον περασμένο Νοέμβριο, λοιπόν, 25 κράτη-μέλη (Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Κύπρος, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Σλοβακία, Σουηδία και Ισπανία) αποφάσισαν να ενταχθούν στην PΕSCO. Ηδη έχει καταρτιστεί ένας κοινός κατάλογος 17 δράσεων που αναμένεται να εγκριθεί στις αρχές του 2018 και θα αποτελέσει τον «θεμέλιο λίθο» μιας στενότερης αμυντικής συνεργασίας.
Το πρώτο βήμα θα είναι η αύξηση των αμυντικών δαπανών. Αυτή θα συνδυαστεί με τον συντονισμό ΣΕ – ΝΑΤΟ σε σειρά τομέων. Γερμανικές στρατιωτικές πηγές έλεγαν ότι η Γερμανία σχεδιάζει μάλιστα να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό σε άνω των 46 δισ. ευρώ το 2021, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κονδυλίων να προορίζεται για την προμήθεια νέου εξοπλισμού.
Αμυντικό Ταμείο
Το μεγάλο project σε επίπεδο ΣΕ είναι το Ευρωπαϊκό Αμυντικό Ταμείο που θα διαθέτει ένα ετήσιο χρηματοδοτικό οπλοστάσιο 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με το Ταμείο αυτό εκτιμάται ότι θα μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν κοινές ευρωπαϊκές αμυντικές προμήθειες. Ηδη, την εβδομάδα που πέρασε, εγκρίθηκε η λειτουργία του προγράμματος για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Ανάπτυξη ώστε να τονωθεί η διασυνοριακή συνεργασία των αμυντικών βιομηχανιών. Σε αυτό αναμένεται να ενταχθούν φιλόδοξα έργα, όπως π.χ. το επονομαζόμενο Euro drone, ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος που θέλουν να κατασκευάσουν η Airbus, η γαλλική Assault και η ιταλική Leonardo. Επίσης, το Βερολίνο και το Παρίσι σκέφτονται τη ναυπήγηση ενός νέου μαχητικού αεροσκάφους.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ