«Η Τερέζα ονειρεύεται» και ερήμην της δημιουργείται σάλος. Αιτία το διαδικτυακό αίτημα μιας γυναίκας προς το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης για να απομακρύνει από τις κύριες αίθουσές του τον συγκεκριμένο πίνακα του γαλλοπολωνού ζωγράφου Μπαλτίς, ή τουλάχιστον να αναρτήσει δίπλα του κάποιο «προειδοποιητικό» κείμενο για τη δυσφορία που μπορεί να αισθανθεί κάποιος επισκέπτης καθώς θα αντικρίσει την ηδυπαθή(;) 12χρονη Τερέζα Μπλανσάρ, κόρη ενός γείτονα του Μπαλτίς στο Παρίσι. Σημειωτέον, η 30χρονη Μία Μέριλ, στην οποία ανήκε η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, είναι πρώην φοιτήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και φεμινίστρια. Το επιχείρημα για την κίνησή της αυτή είναι ότι διανύουμε μια ιδιαίτερα φορτισμένη εποχή εξαιτίας των κατηγοριών περί σεξουαλικής παρενόχλησης που εξακοντίζονται καθημερινά στις ΗΠΑ και ότι ο πίνακας «προσδίδει μια ρομαντική χροιά στη ματιά του ηδονοβλεψία και μετατρέπει τα παιδιά σε αντικείμενα». Επεισε περί τις δέκα χιλιάδες άτομα που έσπευσαν να συνυπογράψουν αλλά όχι και το ίδιο το ΜΕΤ που αρνήθηκε να μετακινήσει τον πίνακα.
Λένα Διβάνη, συγγραφέας
«H μαύρη αλήθεια είναι ότι ο Μπαλτίς ήταν ελαφρώς παιδεραστίζων αλλά με τίποτα δεν θα ήθελα να εξαφανιστεί αυτός ο υπέροχος πίνακας. Με ανάλογο απαράδεκτο σκεπτικό θα εξαφανίζαμε σταδιακά πολύ μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κληρονομιάς, δηλαδή της ιστορίας του κόσμου. Θα βαδίζαμε τυφλοί και αποστειρωμένοι σε ηλιόλουστα και άγονα πεδία χωρίς την έξοχη δουλειά της Λένι φον Ρίφενσταλ λ.χ. (ναζιστικής νοοτροπίας), του Εζρα Πάουντ (γοητευμένος προπαγάνδιζε για τους φασίστες), του Πικάσο (αντιφεμινιστής), ακόμα και του του Σελίν (γιατί όχι; ήταν γνωστός μισάνθρωπος). Καλύτερα να μη συνεχίσω γιατί άμα μας πάρει η κατηφόρα και την τραβήξουμε στα άκρα αυτή τη λογική της κοινωνικής απολύμανσης της τέχνης θα εξαφανίσουμε στο τέλος και όσους δημιουργούς καπνίζουν και θα την πατήσω κι εγώ!».
Νίκος Σταμπολίδης, διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
«Οσον αφορά στο μελλέφηβο κορίτσι του Μπαλτίς θα σας πω ότι υπάρχουν στο Ευαγγέλιο δύο αντιδιαμετρικά διαφορετικές απόψεις. Η μία λέει «ουαί εις τον άνθρωπον εκείνον δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται» δηλαδή, όπως τώρα, αλίμονο σε εκείνον τον ζωγράφο που σκανδαλίζει τον κόσμο. Υπάρχει όμως και μια άλλη ρήση η οποία λέει «εάν ο οφθαλμός σου σε ενοχλεί, εξόρυξον αυτόν», είναι δηλαδή στη δική σου διακριτική ευχέρεια να σκανδαλιστείς ή να μη σκανδαλιστείς. Είναι το μάτι που βλέπει και ο τρόπος που σκέφτεσαι που μπορεί να σε σκανδαλίσει ή όχι. Ο καθένας ανάλογα με το επίπεδό του και τη μόρφωσή του διαλέγει με ποιον τρόπο θα δει τα πράγματα. Και κανείς δεν μπορεί ερμηνεύσει την πρόθεση του καλλιτέχνη παρά μόνο αυτός ο ίδιος».
Βασιλική Πέτσα, συγγραφέας
«Η Τερέζα, το κορίτσι του πίνακα, είναι ολομόναχη στο δωμάτιο. Ο καιρός έξω πρέπει να είναι γλυκός, άνοιξη, ίσως, ή και καλοκαίρι, αν κρίνει κανείς από τον ελαφρύ ρουχισμό της. Με μάτια κλειστά, ονειρεύεται. Μοναδική παρέα της ένα λαίμαργο για γάλα γατάκι, το τρίχωμά του στις ίδιες αποχρώσεις με τα καλτσάκια της, το φόρεμα και το εσώρουχό της σε χρώμα γαλακτερό· συνειρμικά, σε αντιστοιχία, στις δύο εκδοχές τους, τη ζωική και την ανθρώπινη, το σώμα και οι ανάγκες του. Το έμβιο ον και η επιθυμία (του). Συνθήκες υπαρκτές, εδώ με ειλικρίνεια και ακρίβεια απεικονισμένες: αδιάφορα ή ερήμην ενσαρκωμένες. Νομίζω πως η απάντηση του καλλιτέχνη σε ερώτηση που δέχτηκε κάποτε για τις αμφιλεγόμενες πόζες των νεαρών, προέφηβων μοντέλων του, θα έπρεπε τότε και πάντοτε να αρκεί. Διότι «έτσι κάθονται», είπε. Και διότι, θα προσέθετε κανείς, έτσι είναι, στη συμμετρία και αλληλοπροϋπόθεσή τους, βλέμμα και αντικείμενο του βλέμματος: επιθυμητικά. Ας ποινικοποιήσουμε, λοιπόν, και την ίδια τη ζωή».
Πηνελόπη Πετσίνη, διδάκτωρ των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών με ειδίκευση στη φωτογραφία, συν-επιμελήτρια του βιβλίου «Η λογοκρισία στην Ελλάδα»
«Οι αντιδράσεις και λογοκριτικές παρεμβάσεις σε έργα που χαρακτηρίζονται κατά καιρούς ως «παιδική πορνογραφία» δεν είναι κάτι καινούργιο. Τη δεκαετία του ’70 η Ζακλίν Λίβινγκστοουν απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο Cornell και κινδύνεψε να χάσει την κηδεμονία του παιδιού της επειδή εξέθεσε μια σειρά ανδρικών γυμνών, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και εικόνες του εξάχρονου γιου της. Η Σάλι Μαν συμβουλευόταν δικηγόρους σε όλα τα στάδια παρουσίασης της πασίγνωστης σειράς της «In the Family» και ακόμη και σήμερα αν δοκιμάσει κανείς να αναρτήσει κάποια φωτογραφία της στο Facebook θα δει τον λογαριασμό του να κλείνει προειδοποιητικά. Ο ίδιος ο Μπαλτίς είδε έκθεσή του με polaroids αντίστοιχης θεματικής να ακυρώνεται από γερμανικό μουσείο. Τα πουριτανικά αντανακλαστικά της κοινωνίας ήταν πάντοτε ισχυρά. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση εδώ είναι ότι το όλο ζήτημα εκκινεί από μια «φεμινίστρια ιστορικό τέχνης» και έτσι εγγράφεται στην κατηγορία «πολιτική ορθότητα» και όχι «πουριτανοί θρησκόληπτοι». Ταυτόχρονα, ενώ η ίδια δεν ζητεί να λογοκριθεί ο πίνακας, αλλά είτε να μεταφερθεί σε διαβαθμισμένο εκθεσιακό χώρο του μουσείου είτε να μπουν κάποια συν-κείμενα (δίνει για παράδειγμα τη φράση «κάποιοι θεατές θεωρούν αυτό το έργο προσβλητικό ή ενοχλητικό, δεδομένου του καλλιτεχνικού πάθους του Μπαλτίς για τα νεαρά κορίτσια»), τόσο αυτοί που υπογράφουν το αίτημά της όσο και ο τρόπος που αυτό μεταφέρθηκε στη δημόσια σφαίρα επαναφέρουν τα γνωστά αιτήματα λογοκρισίας. Το μόνο που καταφέρνει τελικά, πέρα από το να κερδίσει μερικά λεπτά δημοσιότητας, είναι να μεταφέρει τη συζήτηση μακριά από τα πραγματικά επίδικα (λόγος μίσους, εκμετάλλευση αδυνάμων κ.λπ.) και να βοηθήσει τους καλοθελητές να παρουσιάσουν για άλλη μια φορά τον φεμινισμό ως καρικατούρα. Σε κάθε περίπτωση, όπως οι ιστορικές διαφωνίες λύνονται στο επιστημονικό πεδίο και όχι στα δικαστήρια, έτσι και τα ζητήματα που αφορούν την τέχνη δεν λύνονται με διαδικτυακές καμπάνιες. Στοιχειώδες».
Θεόφιλος Τραμπούλης, επιμελητής
«Η σεξουαλικότητα και η αναπαράστασή της αλλάζουν μέσα στην ιστορία, κάθε ερωτική απεικόνιση αποκτά δύναμη, γίνεται τελετουργική, κανονιστική, ερεθιστική, βλάσφημη, ανάλογα με την εποχή, τις εκάστοτε σχέσεις εξουσίας γύρω από το φύλο και την επιθυμία. Ο ερωτισμός της ιστορικής πρωτοπορίας, στην οποία, όψιμα, ανήκει ο Μπαλτίς, είχε ξεκάθαρα επαναστατικό χαρακτήρα, και στο έργο του η εφηβική σεξουαλικότητα είναι διπλής φοράς διάνυσμα, από και προς τις εφήβους –χωρίς βέβαια να λησμονούμε ότι και τούτη η απελευθέρωση είχε τους περιορισμούς της: αποτύπωνε, με λίγες εξαιρέσεις, ένα αντρικό βλέμμα που αναπαρήγαγε τη γυναίκα ως μούσα, μήτρα κ.τ.λ. Το ΜΕΤ είναι ιστορικό μουσείο και η απαίτηση να απομακρυνθεί το έργο «Η Τερέζα ονειρεύεται» μοιάζει να ξαναγράφει την ιστορία, μικραίνοντας και λειαίνοντάς την. Εξάλλου, στην ιστορία των ιδεών, οι έμφυλες διεκδικήσεις που επικαλείται η κυρία Μέριλ έχουν περάσει και από τη διεκδίκηση της παιδικής σεξουαλικότητας –ποιος θυμάται ότι το 1977 ο Σαρτρ και η Ντε Μποβουάρ, η Ντολτό, ο Φουκό και ο Ντεριντά υπέγραψαν κοινή επιστολή, ζητώντας την αλλαγή του νόμου για την εφηβική σεξουαλικότητα; Βέβαια, όσοι ξεσπαθώνουν εναντίον της πολιτικής ορθότητας, με τη «σεξουαλική απελευθέρωση» υπονοούν συνήθως την αναπαραγωγή των υφιστάμενων σχέσεων έμφυλης εξουσίας. Πώς διαπραγματεύεσαι καλλιτεχνικά τη σεξουαλικότητα σε μια εποχή υπερπορνογράφησης και κανονικοποίησης της βιομηχανικής λαγνείας; Ας μην ξεχνάμε πως δεν κρίνουμε και δεν δείχνουμε ένα έργο τέχνης επειδή δείχνει κάτι αλλά επειδή το δείχνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, επειδή διαχειρίζεται σχέσεις, μορφολογικές, πολιτικές, πολιτισμικές».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ