Ο Γιάννης Φέρτης μοιράζεται τις σκέψεις του για το έργο «Ηρωες» του Ζεράρ Σιμπλεράς (Gerald Sibleyras, 1961) που μόλις ανέβηκε στο «Κατερίνα Βασιλάκου», αλλά κυρίως μιλάει για το θέατρο, που το υπηρετεί πιστά σχεδόν εξήντα χρόνια, από το 1959 που πρωτοεμφανίστηκε, μαθητής ακόμα του Κάρολου Κουν, στη σκηνή του Θέατρου Τέχνης.
«Η πρόταση για τους «Ηρωες» ήρθε από τη Μαριάννα Τόλη, την οποία ήξερα παλιά ως τραγουδίστρια. Είχαμε συνεργαστεί και όταν παίξαμε για δεύτερη χρονιά τον «Θείο Βάνια» στο θέατρό της και μας είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος που μας αντιμετώπιζε. Είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος και παραγωγός. Ξέρει από θέατρο.
Διάβασα το έργο και μου άρεσε. Μετά μου ζήτησαν να καλέσουμε τον Μιλιβόγεβιτς. Του τηλεφώνησα, δέχτηκε, αλλά λόγω υποχρεώσεων στο Βελιγράδι θα ερχόταν προς το τέλος Οκτωβρίου. Τον περιμέναμε και ξεκινήσαμε. Αγχώθηκα λίγο με τον χρόνο, γιατί δεν μαθαίνω όπως μάθαινα τα λόγια μου, αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά και ο κόσμος δείχνει να περνάει καλά.
Εχω συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες, Ελληνες και ξένους, καλούς και μέτριους. Θέλω πάντα να τα έχω καλά με τους σκηνοθέτες και ακολουθώ αυτά που μου λένε. Αν διαφωνήσω σε κάτι, το λέω και το ξαναλέω. Εχω άποψη, αλλά μπορεί να είναι και λάθος. Δεν χάθηκε και ο κόσμος αν κάνω λίγο πίσω. Γιατί, αν ο καθένας μας επιμένει στη δική του γνώμη, η παράσταση δεν βγαίνει.
Ο δικός μου ήρωας είναι ο πιο φοβισμένος. Εχει και ένα βλήμα στο κεφάλι του από τον πόλεμο και λιποθυμάει συχνά επί σκηνής. Είναι αστείο αυτό. Από την άλλη, ο Ιεροκλής θέλει να είναι ο αρχηγός και μας πείθει να φύγουμε να πάμε κάπου αλλού, αλλά δεν πάμε ποτέ. Πολύ συχνά λέμε πράγματα που έχουν να κάνουν με τον Στρατό ή ερωτικο-σεξουαλικά υπονοούμενα. Εχει πολύ γέλιο η παράσταση, ενώ την ίδια στιγμή το έργο έχει κάτι το τρυφερό. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι έχει κάνει καριέρα και εκτός Γαλλίας.
Σήμερα υπάρχουν ήρωες. Είναι αυτοί που αντέχουν στα πολύ δύσκολα. Αυτοί είναι οι ήρωες.
Δεν ξέρω αν είχα ήρωες, είχα πάντως πρότυπα στο ελληνικό θέατρο όταν ήμουν 15-16 χρόνων. Θαύμαζα πάρα πολλούς –ξεχώριζα τη Βάσω Μανωλίδου, μια ηθοποιό που έκανε μόνο θέατρο. Τον Βασίλη τον Διαμαντόπουλο, που ήταν δάσκαλός μου, την Παξινού. Τον Χορν, τη Λαμπέτη, τον Κουν φυσικά. Δεν έδωσα άλλωστε εξετάσεις σε άλλη σχολή τότε. Μόνο στο Θέατρο Τέχνης του Κουν. Ηθελα να πάω εκεί και πουθενά αλλού.
Σύγχρονος; Δεν ξέρω αν είμαι σύγχρονος ηθοποιός. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Εγώ παίζω όπως νομίζω και όπως μου λένε οι άλλοι. Ναι, είναι αλήθεια ότι έχω δει κάποιους ηθοποιούς της παλαιότερης ή και της νεότερης γενιάς που παίζουν υπερβολικά. Αλλά μερικές φορές αρέσουν τον κόσμο. Θυμάμαι όταν κάναμε με τον Λιουμπίμοφ τον «Γλάρο», ένας ηθοποιός από τον θίασο, καρατερίστας, που έπαιζε με υπερβολές, έλεγε «σιγά που θα μου πει ο Λιουμπίμοφ πώς θα παίξω τον Τσέχοφ». Εγώ, αντιθέτως, όταν δεν είχα σκηνή, καθόμουν και χάζευα την πρόβα για να ακούω αυτά που λέει ο Λιουμπίμοφ.
Δεν αισθάνομαι ότι ξέρω το θέατρο. Δεν έχω σκεφτεί να σκηνοθετήσω, ούτε έχω διδάξει ποτέ. Ηθελα να είμαι ηθοποιός και αυτό είμαι. Ο καθένας λειτουργεί όπως νομίζει. Υπάρχουν πικραμένοι στο θέατρο, αλλά, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, κάτι φταίει και στους ίδιους που δεν προχώρησαν. Υπάρχουν και κάποια ταλέντα που χάθηκαν, όπως και αρκετοί συμμαθητές μου από τη σχολή. Η Λήδα Πρωτοψάλτη, η Μάγια Λυμπεροπούλου, κάνα δυο άλλοι και εγώ ανήκουμε σε αυτούς που συνεχίσαμε και συνεχίζουμε.
Σκέφτομαι καμιά φορά τα παιδιά που πάνε στις σχολές με τόσα όνειρα. Και όταν ύστερα από λίγα χρόνια συνειδητοποιήσουν ότι, ενώ παλεύουν, τίποτα δεν προχωράει όπως θα ήθελαν, είναι σκληρό, πολύ σκληρό. Μετά είναι πιθανό να σνομπάρεις το θέατρο και να πιστεύεις σε θεωρίες συνωμοσίας.
Οχι, δεν βαρέθηκα ποτέ το θέατρο. Υπήρξα τυχερός. Εμένα και κάποιους άλλους ο Κουν μάς έβγαλε στο θέατρο μετά τον πρώτο χρόνο της σχολής. Υπήρχε τότε μια επιτροπή που σου έδινε την άδεια να παίξεις πριν τελειώσεις τη σχολή. Αν σε έκριναν ταλαντούχο, σε άφηναν. Στη δική μου περίπτωση πρόεδρος ήταν ο Μινωτής –στην επιτροπή ήταν, θυμάμαι, ο Δημήτρης Μυράτ μεταξύ άλλων. Είχαμε παίξει μια σκηνή με τη Μάγια (σ.σ. Λυμπεροπούλου). Και σηκώθηκε όρθιος ο Μινωτής και μας χειροκρότησε, μαζί με τους άλλους. Είχαμε κάνει μεγάλη εντύπωση. Μετά αρχίσαμε να παίζουμε…
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά μου έδιναν δύναμη, ότι κάτι αξίζω και όταν έφυγα από το Τέχνης. Είχα παίξει, παιδί σχεδόν, με τη Μελίνα στο «Γλυκό πουλί της νιότης» και έγινα αμέσως γνωστός.
Δεν σκέφτομαι ρόλους, ούτε έργα, ούτε προτείνω. Εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που σταμάτησα να είμαι παραγωγός, δέχομαι προτάσεις και αναλόγως λέω ναι ή όχι. Συνήθως δεν κάνω λάθος.
Δεν θέλω να σταματήσω το θέατρο. Αν και καμιά φορά το σκέφτομαι. Αν αντέξω λίγα χρόνια ακόμα, θέλω να συνεχίσω. Οχι να σέρνομαι. Και είμαι προετοιμασμένος ότι μπορεί κάποια στιγμή να σταματήσουν οι προτάσεις.
Εχω αρκετή στωικότητα –ώρες-ώρες δεν έχω καθόλου. Καμιά φορά βγαίνω από τα ρούχα μου. Οταν ήμουν νέος, αρπαζόμουν εύκολα. Τσακώθηκα μια-δυο φορές και μετά άρχισα να αναθεωρώ. Ελεγα στον εαυτό μου να κάνει το κορόιδο και να μην τσακώνεται. Και έτσι έγινε. Ο,τι και να μου έλεγαν, όσο και αν με ενοχλούσε κάτι, το άφηνα να περάσει.
Τότε, επειδή ήμουν καινούργιος, φερόμουν σαν παιδί, παιδικά. Θυμάμαι, έλεγα στον εαυτό μου: αν είναι να προχωρήσω, θα προχωρήσω γιατί αξίζω. Επαιζε ρόλο αυτό για μένα. Δεν ξέρω αν είναι θέμα καθαρότητας. Ετσι είμαι.
Το καλοκαίρι στην «Αλκηστη» ήμουν ευτυχισμένος. Εβλεπα από νωρίς ότι στην παράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου κάτι πήγαινε να γίνει –όπως και τώρα με τον Μιλιβόγεβιτς. Ολα αυτά τα νέα παιδιά με συγκινούσαν, κάποιες στιγμές στις πρόβες δάκρυζα.
Να τους συμβουλέυσω; Να τους κάνω τον δάσκαλο; Να τους πω τι; Μόνο να μην ψωνιστούν. Αυτό ναι. Θα μπορούσα να πως σε έναν νέο ηθοποιό «πρόσεξε μην ψωνιστείς». Τίποτε άλλο.
Ποτέ δεν ψωνίστηκα με τον εαυτό μου. Πάντα νιώθω ότι δεν τα πολυκαταφέρνω. Θυμάμαι όταν παίζαμε το «Μπεντ», είχε έρθει ο συγγραφέας και αγωνιούσα αν θα του αρέσω. Το ίδιο και όταν θα έπαιζα τον Σαλιέρι στο «Αμαντέους».
Αναρωτιόμουν τι θα έλεγε ο συγγραφέας όταν με έβλεπε.
Και τώρα, λέω, βρε παιδί μου, μπορώ να παίξω αυτόν τον ρόλο; Πάντα είχα αμφιβολία. Πάντα. Πιθανόν να με βοήθησε…».

Πού και πότε

Νέο Θέατρο «Κατερίνα Βασιλάκου»
Παραστάσεις: Τετάρτη και Κυριακή (20.00), Πέμπτη – Παρασκευή (21.00). Ως 31/1/2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ