Αν το δημοψήφισμα για το Brexit ήταν η στιγμή που το βρετανικό εκλογικό σώμα συγκρούστηκε με το κατεστημένο, η «προκαταρκτική συμφωνία» της 8ης Δεκεμβρίου 2017 ήταν η ημέρα που οι νομικές και οικονομικές συνέπειες της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ συγκρούστηκαν με τις πολιτικές υποσχέσεις που είχαν δώσει, τόσο απερίσκεπτα, οι οπαδοί της αποχώρησης. Η συμφωνία για το διαζύγιο, έπειτα από 528 ημέρες διαπραγματεύσεων, καθιστά σαφές ότι δεν έμεινε σχεδόν τίποτε όρθιο από τις πολλές κόκκινες γραμμές που είχε θέσει η Τερέζα Μέι.
Η πρώτη και μεγαλύτερη παραχώρηση είναι θαμμένη στην παράγραφο 49 του εγγράφου των 15 σελίδων. Οι επιπτώσεις της διαψεύδουν την προηγούμενη επιμονή της πρωθυπουργού ότι η Βρετανία θα εγκαταλείψει την ενιαία αγορά.
Η παράγραφος αναφέρει σαφώς: «Ελλείψει συμφωνημένων λύσεων, το Ηνωμένο Βασίλειο θα διατηρήσει την πλήρη ευθυγράμμιση με τους κανόνες της εσωτερικής αγοράς και της τελωνειακής ένωσης». Με άλλα λόγια, το ΗΒ μπορεί να μην είναι μέλος της ενιαίας αγοράς και να μην έχει καμιά άμεση ικανότητα να διαμορφώσει τους κανόνες της στο μέλλον, αλλά θα πρέπει να τους τηρήσει για πάντα.
Πολλά θα ειπωθούν για τη διατύπωση περί «έλλειψης συμφωνημένων λύσεων», αλλά αυτό που σημαίνει στην πράξη είναι πως το Ηνωμένο Βασίλειο ελπίζει να αλλάξει αυτή τη δέσμευση μέσω μιας ευρύτερης συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών με την ΕΕ. Αλλά αν τα υπόλοιπα 27 μέλη ήταν απρόθυμα να επιτρέψουν κάποιο περιθώριο ελιγμών στην πρώτη φάση των συνομιλιών, είναι ακόμη πιο απίθανο να συμβιβαστούν τώρα που έχει καθιερωθεί αυτή η αρχή.
Στη συνέχεια, υπήρχε η υπόσχεση του Ηνωμένου Βασιλείου να απελευθερωθεί από την παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Αλλά και αυτή που παρουσιαζόταν ως η πιο άκαμπτη των κόκκινων γραμμών γκρεμίστηκε: τα σημάδια της συνεχιζόμενης εμπλοκής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι διάσπαρτα σε όλη τη συμφωνία διαζυγίου.
Το πιο εντυπωσιακό είναι η δέσμευση να επιτραπεί στους πολίτες της ΕΕ που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο να συνεχίσουν να βασίζονται στο δικαστήριο για την επιβολή των πολλών νόμιμων δικαιωμάτων τους που θα κατοχυρωθούν ως αποτέλεσμα της συμφωνίας.
«Για τους πολίτες της ΕΕ, αρμόδιο θα εξακολουθήσει να είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο» δήλωσε ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, καθώς ανακοίνωνε τη συμφωνία.
Το κείμενο της συμφωνίας πηγαίνει ακόμη παραπέρα, λέγοντας ότι «θεσπίζει δικαιώματα για τους πολίτες που απορρέουν από εκείνα που έχουν καθιερωθεί στο Κοινοτικό Δίκαιο κατά τη διάρκεια της ένταξης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Συγκεκριμένα, λέει ότι «το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι ο τελικός διαιτητής για την ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου» και ότι «τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να λάβουν δεόντως υπόψη τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μετά την καθορισμένη ημερομηνία αναχώρησης» καθώς και τη διαβούλευση με αυτό αν ο νόμος είναι ασαφής.
Τις τελευταίες ημέρες, καθώς ο συμβιβασμός κατέστη αναπόφευκτος, η βρετανική κυβέρνηση προσπάθησε να περιορίσει αυτόν τον συνεχιζόμενο ρόλο σε λιγότερο από πέντε χρόνια. Το τελικό κείμενο περιλαμβάνει μια ρήτρα οκτώ ετών.
Αλλά αυτό μπορεί να είναι μόνο η αρχή της νομικής ευθυγράμμισης. Μια ξεχωριστή δήλωση του προέδρου του Συμβουλίου της ΕΕ Ντόναλντ Τουσκ σχετικά με τις αρχές του επόμενου σταδίου των διαπραγματεύσεων καθιστά σαφές ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα υποχρεωθεί να συμμορφωθεί πλήρως με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου κατά τη διετή μεταβατική φάση μετά την αναχώρηση. «Προτείνω ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να σεβαστεί το σύνολο της νομοθεσίας της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των νέων νόμων… [και] να σεβαστεί τη δικαστική εποπτεία» δήλωσε ο Τουσκ.
Μια άλλη ρήτρα που επιτρέπει στο Ηνωμένο Βασίλειο να συνεχίσει να συμμετέχει σε προγράμματα και οργανισμούς της ΕΕ υποδεικνύει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί να αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της βρετανικής ζωής για πολύ καιρό μετά την οκταετή ρήτρα. «Η συμμετοχή σε κοινοτικά προγράμματα θα απαιτήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο να σέβεται όλες τις σχετικές νομικές διατάξεις της ένωσης» αναφέρει η συμφωνία.
Τέλος, υπάρχει το θέμα των χρημάτων. Η Μέι είχε υποσχεθεί να τερματίσει τις μεγάλες τρέχουσες πληρωμές προς την ΕΕ. Αν και το κείμενο δεν περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία, οι λεπτομερείς δεσμεύσεις του Ηνωμένου Βασιλείου για την κάλυψη όλων των αρχικών οικονομικών αιτημάτων της ΕΕ υποδηλώνουν ένα συνολικό κόστος 40-60 δισ. ευρώ.
Ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit Μισέλ Μπαρνιέ τόνισε ότι δεν είναι δυνατόν να διευκρινιστεί το ποσό των χρημάτων που θα πρέπει να καταβάλει η Βρετανία στην ΕΕ κατά την αποχώρησή της από αυτή, καθώς οι αριθμοί μπορεί να αλλάξουν στο μέλλον. «Ποτέ δεν έδωσα αριθμούς και ούτε θα ξεκινήσω σήμερα, διότι μπορεί να αλλάξουν» δήλωσε ο Μπαρνιέ. Πρόσθεσε επίσης ότι το να παραμείνει η Βρετανία στην ενιαία αγορά δεν είναι μία από τις πιθανές λύσεις στο πρόβλημα του να αποφευχθεί ένα σκληρό σύνορο μεταξύ της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
HeliosPlus