«Και πορευόμαστε όλοι μαζί, με τις αντιθέσεις μας και τις αντιφάσεις μας. Και είμαστε ένα πολυσύνθετο μωσαϊκό όπου κάθε άποψη και στάση, εφόσον δεν θίγει, δεν αποκλείει και δεν προσβάλλει συνανθρώπους μας, είναι σεβαστή, προσφέροντας εύφορο έδαφος για σημαντικές ζυμώσεις και γόνιμη διαφωνία. Ωραίοι οι άνθρωποι που δεν είναι εκφραστές ενός αποστειρωμένου ξύλινου λόγου αλλά μιας ρομαντικής πολύτιμης φαντασίωσης. Ακόμη κι αν δεν συμφωνούμε όλοι. Νατάσσα, σε αγαπάμε». Αυτά έγραψε ο Κωστής Μαραβέγιας σχολιάζοντας το ζήτημα που προέκυψε μερικές ημέρες πριν με κάποιες δηλώσεις της Νατάσσας Μποφίλιου, για τις οποίες οι συνήθεις δικαστές των κοινωνικών δικτύων την καταδίκασαν σε ψηφιακό διασυρμό.
Ο δημοφιλής τραγουδιστής και τραγουδοποιός έχει ζήσει προ μερικών ετών τη διαδικτυακή ανθρωποφαγία στο πετσί του –μιλάει για αυτό και στη συνέντευξη που ακολουθεί -, όμως έχει αποφασίσει να εκφράζεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τα τραγούδια του. Με τις μετοχές του να έχουν εκτοξευθεί τον τελευταίο χρόνο χάρη στη συμμετοχή του στον τηλεοπτικό μουσικό διαγωνισμό «The Voice» (του ΣΚΑΪ), άρχισε πριν από μία εβδομάδα τις εμφανίσεις του στο Anodos Live Stage (θα βρίσκεται εκεί έως και τις 30/12), με μια πρεμιέρα την οποία ο ίδιος χαρακτήρισε «μεθυστική».
Γράψατε πρόσφατα στο Facebook ότι έχετε βρει την πιο ωραία μελωδία του επόμενου δίσκου… «Τον τελευταίο καιρό γράφω κυρίως μελωδίες, μουσικές, και όχι στίχους. Είμαι σε μια περίοδο που εμβαθύνω μουσικά, ανοίγω ορίζοντες αρμονικούς, δεν ξέρω κατά πόσο θα αποτυπωθούν αυτά στην τραγουδοποιία μου, αλλά στις μουσικές που γράφω για το θέατρο τα έχω χρησιμοποιήσει ήδη».
Υπάρχει δηλαδή περίπτωση να μελοποιήσετε και στίχους άλλων; «Nαι, το σκέφτομαι αυτό, όχι γιατί έχω εξαντλήσει τη δική μου θεματική ή γιατί έχω ξεμείνει από σημειώσεις –έχω πολλές σημειώσεις, και μάλιστα για θέματα που πριν δεν σκεφτόμουν, πιο ειδικά. Θα ήθελα όμως να κάνω έναν δίσκο κάποια στιγμή όπου θα έχω πάρει το ερέθισμα από στιχουργούς, δεν θα έχω σκεφτεί κάτι εγώ, δεν θα έχω οραματιστεί κάτι συγκεκριμένο, αλλά θα χρειαστεί να δημιουργήσω έναν κόσμο για τους στίχους τους».
Πώς προέκυψε αυτή η ανάγκη σας για εμβάθυνση; «Μέχρι τώρα, παρά τις μουσικές σπουδές μου, λειτουργούσα πιο πολύ με το θυμικό, με το συναίσθημα, με την παρόρμηση, κι έβγαζα τη μουσική σαν πρώτη ύλη, πυρηνικά σχεδόν, από μέσα μου. Δεν είναι κακό, αλλά θα ήθελα πλέον ό,τι προκύπτει ενστικτωδώς να αρχίσω να το επεξεργάζομαι εγκεφαλικά, και αυτό απαιτεί μια βαθύτερη γνώση. Υπήρχε αυτή η ανάγκη τα τελευταία χρόνια και τη στιγμή που άρχισε αυτή η διαδικασία εμφανίστηκε η ευκαιρία για μια συναυλία στη Νέα Υόρκη με έλληνες μουσικούς που παίζουν τζαζ εκεί, οπότε ήρθε κι έδεσε. Είδα ακόμη και τα δικά μου τραγούδια να ξαναγεννιούνται εκεί, και αυτό μού ξύπνησε έντονα την επιθυμία να κάνω πιο συγκεντρωμένα και αφοσιωμένα αυτή τη διερεύνηση. Σαν να ταρακουνώ τον μουσικό μου χάρτη και να βλέπω καινούργιες περιοχές, είναι ανεξάντλητο πεδίο η μουσική άλλωστε. Δεν φτάνει μια ζωή για να τη μελετήσεις».
Επαιξε και η συμμετοχή σας στο τηλεοπτικό «The Voice» τον ρόλο της σε αυτό; Αναρωτιέμαι, δηλαδή, κατά πόσο μια τέτοια μαζική επιτυχία μάς αναγκάζει να βρούμε κάποιου τύπου αντίβαρο. «Και πριν από το «Voice» είχα την ηρεμία ότι είχα βρει το κοινό μου –δεν το λέω υπεροπτικά, ότι ήμουν φτασμένος δηλαδή, αλλά δεν είχα το άγχος του άδειου χώρου. Η τηλεόραση μού έδωσε αναγνωρισιμότητα και ευρύτερη αποδοχή, αλλά αυτό που πραγματικά κέρδισα χάρη στο παιχνίδι είναι το ότι αισθάνθηκα χρήσιμος, ότι μου δόθηκε η δυνατότητα, με επίγνωση και ευσυνειδησία, να δώσω σε λιγότερο έμπειρους καλλιτέχνες δυο-τρεις συμβουλές –όχι περισσότερες, δεν είμαι ειδήμων. Για να επιστρέψω όμως στο θέμα μας, πιστεύω πως κάθε διαδρομή που κάνει ένας μουσικός χρειάζεται αναθεώρηση και επανεξέταση, να αναιρέσεις κάτι που έχει προηγηθεί, όχι απαξιώνοντάς το αλλά χρησιμοποιώντας το ως ένα σκαλοπάτι για το επόμενο βήμα. Είναι ζωτικής σημασίας αυτή η διαδικασία, η έμπνευση δεν είναι ανεξάντλητη, πρέπει να ακονίζεις τα εργαλεία σου, να είσαι σε εγρήγορση και να μελετάς».
Σας έχω δει και σε πολλές εμφανίσεις άλλων τραγουδιστών τελευταία… «Ναι, βγαίνω πολύ τελευταία, πήγα και είδα δύο φορές μάλιστα τη Μαρίζα Ρίζου, πήγα στη Νατάσσα Μποφίλιου, πήγα και σε τρία πολύ νέα παιδιά, τη Δήμητρα Σελεμίδου, τον Σπύρο Παρασκευάκο και τον Γιάννη Βασιλόπουλο. Θέλω να δω πώς βλέπει η νέα γενιά τα πράγματα, το νέο αίμα της μουσικής. Μιλάω για τη γενιά που μεγάλωσε στην κρίση, όχι εμάς που μας βρήκε στον δρόμο, θέλω να μάθω ποιες είναι οι αγωνίες και οι ανησυχίες τους, πώς θα εκφραστούν».
Είπατε προηγουμένως ότι δίνετε συμβουλές στους παίκτες του «Voice». Ποια θεωρείτε υψίστης σημασίας; «Για εμένα είναι πολύ σημαντική η συγκροτημένη έρευνα. Να σκύψει κανείς πάνω από τη μουσική και να καταλάβει πότε είναι ωραία μια μελωδία, πότε είναι προσεγμένη μια παραγωγή, όλα αυτά, να δει τα δομικά στοιχεία και να καταλάβει την ομορφιά τους. Αυτή είναι μια νοητική διεργασία, αν κάποιος την αποκωδικοποιήσει, τότε σε συνδυασμό με το ταλέντο, το συναίσθημα και την ψυχή μπορεί να απογειωθεί».
Αυτό που λέτε βέβαια έρχεται λίγο σε κόντρα με τα τηλεοπτικά σόου ταλέντων, όπου αυτό που έχει κυρίως σημασία είναι να αναδειχθεί κάποιος γρήγορα, ώσπου να πάρει τη θέση του κάποιος άλλος. «Ναι, υπάρχει αυτή η ταχύτητα, γι’ αυτό και πιστεύω πως αν με πέταγες σε μια τέτοια εκπομπή στα είκοσι κάτι μου θα είχα αποτύχει εντελώς, είμαι σίγουρος, γιατί ό,τι κατάφερα χτίστηκε με τον καιρό. Αυτή τη φιλοσοφία προσπαθώ να καλλιεργήσω στους παίκτες,ότι κάποια πράγματα θέλουν κόπο και χρόνο. Προσπαθώ να τους βοηθήσω να καταλάβουν πως ακόμη και στον χώρο της ποπ πρέπει να βλέπει κανείς πίσω από την εικόνα, όλα φαίνονται εύκολα και ρηχά, αλλά μπορεί να κρύβουν πολλές εργατοώρες από πίσω τους».
Η δική σας εικόνα πόσο σας απασχολεί; «Στη μουσική που κάνω, που εγώ τη θεωρώ ποπ, δεν έχει σημασία η εικόνα του νέου και γυμνασμένου. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί έχω γλιτώσει τα γυμναστήρια. Πιστεύω στην επιμέλεια του εαυτού, στο να γίνουμε πιο γνωστικοί και στοχαστικοί. Αυτό το είδος μουσικής θα ήθελα να πιστεύω ότι κάνω: στοχαστική ποπ».
Κάποιοι θερμόαιμοι θαυμαστές σας, όταν έμαθαν πως θα βγαίνατε στη μικρή οθόνη, είπαν ότι ο Μαραβέγιας ξεπουλήθηκε. Περιμένατε τέτοια σχόλια; «Περίμενα κάποιες αντιδράσεις, έχοντας περάσει αντίστοιχες καταστάσεις στο παρελθόν με δηλώσεις μου που παρερμηνεύθηκαν. Εχω προσπαθήσει γενικώς να δείχνω κατανόηση. Εχω επίσης καταλάβει ότι το ταμπεραμέντο μας ως λαού είναι αυτό: έχουμε πολύ ακραίες αντιδράσεις, τα παίρνουμε όλα προσωπικά, όμως ο ίδιος άνθρωπος που φωνάζει και σε βρίζει θα σου χτυπήσει μετά τον ώμο και θα πάτε μαζί για μπίρες, αυτό είναι ο Ελληνας. Ακόμη πάντως και αυτοί που μου έλεγαν «πού θα μπλέξεις;», «η τηλεόραση είναι ένα ευτελές μέσο», ήταν οι ίδιοι που χάρηκαν όταν ακούστηκαν κάποια ωραία τραγούδια. Είναι σημαντικό να ακουστούν από την τηλεόραση ο Χατζιδάκις και ο Σαββόπουλος και στα νέα παιδιά που πάνε σε ένα σχολείο στο Διδυμότειχο και η μόνη τους διασκέδαση είναι η τηλεόραση. Δεν το έχω μετανιώσει καθόλου και θεωρώ ότι και οι επικριτές έχουν καταλάβει πως έγινε μια καλή προσπάθεια».
Εχετε πάντως πλέον σταματήσει να χρησιμοποιείτε τα social media για να εκφράζετε τη γνώμη σας. «Αυτό που κατάλαβα είναι ότι το Facebook δεν δίνει πρόσφορο έδαφος για τοποθετήσεις. Προτιμώ πλέον να εκφράζομαι μέσα από τα τραγούδια μου και μέσα από τις συνεντεύξεις μου, στις οποίες απαντάω πάντα με ειλικρίνεια. Θα μπορούσα να θεωρήσω εξαίρεση μόνο ίσως κάποια επείγουσα περίσταση, αλλά δεν με ενδιαφέρει να τοποθετούμαι επί παντός επιστητού, ό,τι θέλω να πω το λέω με τρόπο πιο καλλιτεχνικό».
Είστε χαρακτήρας ευπροσάρμοστος στις αλλαγές; «Εγώ σε αυτούς που λένε ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει απαντάω πως αλλάζουμε, και αυτή είναι η ομορφιά. Προφανώς έχω αλλάξει, αλλιώς έβλεπα πολλά πράγματα
–την πολιτική, τον έρωτα, τη συντροφικότητα – και αλλιώς τα βλέπω τώρα. Το 2001 ήμουν στη Γένοβα, στα κάγκελα, και πάλευα για αυτό που πίστευα τότε και απομαγεύτηκα στην πορεία γιατί άρχισε να μου φαίνεται ουτοπικό και είδα και άλλες παραμέτρους που δεν τις γνώριζα τότε. Είμαι χαρούμενος, έμαθα, μετατοπίστηκε η σκέψη μου σε πολλούς τομείς. Για μένα, ας πούμε, ο έρωτας είναι πλέον μια βαθύτερη αγάπη και συνάντηση με τον άλλον. Οταν ήμουν πιτσιρικάς, ήθελα να ταυτιστώ, να γίνουμε ένα. Δεν γίνεσαι ένα, λάθος μεγάλο, παγίδα. Ο έρωτας αξίζει όταν πορεύεσαι με τον άλλον με ηρεμία και δημιουργικότητα, χωρίς να αναλώνεσαι σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις».
–την πολιτική, τον έρωτα, τη συντροφικότητα – και αλλιώς τα βλέπω τώρα. Το 2001 ήμουν στη Γένοβα, στα κάγκελα, και πάλευα για αυτό που πίστευα τότε και απομαγεύτηκα στην πορεία γιατί άρχισε να μου φαίνεται ουτοπικό και είδα και άλλες παραμέτρους που δεν τις γνώριζα τότε. Είμαι χαρούμενος, έμαθα, μετατοπίστηκε η σκέψη μου σε πολλούς τομείς. Για μένα, ας πούμε, ο έρωτας είναι πλέον μια βαθύτερη αγάπη και συνάντηση με τον άλλον. Οταν ήμουν πιτσιρικάς, ήθελα να ταυτιστώ, να γίνουμε ένα. Δεν γίνεσαι ένα, λάθος μεγάλο, παγίδα. Ο έρωτας αξίζει όταν πορεύεσαι με τον άλλον με ηρεμία και δημιουργικότητα, χωρίς να αναλώνεσαι σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις».
Την ηρεμία πάντως δεν έχουμε συνηθίσει να την εκτιμούν οι καλλιτέχνες. «Προφανώς όχι με την έννοια της νάρκωσης και της ύπνωσης. Αλλά θα σας δώσω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε τι εννοώ: Οταν ήμουν νεότερος, ήθελα να κολυμπήσω μακριά, κι ας κουραζόμουν, κι ας πάθαινα κράμπες, ήθελα να πάω να δω και τη διπλανή παραλία και το επόμενο νησί, έβλεπα τη θάλασσα σαν ευκαιρία για φυγή, σαν μια διέξοδο από την πραγματικότητα. Τώρα πια δεν θέλω να απομακρυνθώ από εκεί που είμαι, θέλω να βουτήξω βαθιά, να δω τα χρώματα του βυθού, να νιώσω τη θερμοκρασία που αλλάζει. Ετσι αισθάνομαι πια, στα 43 μου».
Τον τελευταίο καιρό έχετε εντρυφήσει, θέλοντας και μη, στην τέχνη της selfie, αφού σας το ζητάνε συνεχώς οι θαυμαστές σας. Πώς σας φαίνεται αυτή η τάση που έχουμε να ποστάρουμε με μανία κάθε στιγμή, ξεχωριστή ή μη; «Φυσικά και δεν με ενοχλεί να βγάζει κάποιος φωτογραφίες, αν αυτό τού δίνει χαρά. Ομως αν γίνεται με μόνο κίνητρο την επίδειξη και το «ποστάρισμα», τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος του ναρκισσισμού και της εμμονής για εξιδανίκευση της αυτοεικόνας. Αυτό που διακυβεύεται πλέον είναι η απώλεια της εμπειρίας τού εδώ και τώρα. Αν χάσουμε το μέτρο, ρισκάρουμε να βιώνουμε όλο και περισσότερο τον κόσμο μέσα από οθόνες. Ο Θεοφάνης Τάσης ονομάζει την κοινωνία μας εικονιστική και ερευνά πώς βιώνουμε σε αυτήν τις ζωές μας. Θα πρότεινα στους αναγνώστες σας το τελευταίο του βιβλίο «Η επιμέλεια εαυτού στην εικονιστική κοινωνία» από τις εκδόσεις Αρμός».
Μια και πλησιάζουν οι γιορτές, θα μας πείτε ποιο είναι το πιο ωραίο δώρο που σας έχουν κάνει ποτέ; «Στην τελευταία συναυλία όπου είχε πάρα πολύ κόσμο, μου ήταν αδύνατο για πρακτικούς λόγους να δω προσωπικά όλους τους φίλους που περίμεναν για μια φωτογραφία. Βγήκα λοιπόν εκεί που ήταν μαζεμένοι να τους ευχαριστήσω και να τους καληνυχτίσω απολογούμενος που δεν μπορώ να τους δεχτώ. Ενας κύριος όμως, περίπου στην ηλικία των 40, με παρότρυνε επίμονα να τον πλησιάσω, διέκρινα σε αυτόν μια αγωνία να με δει. Πήγα λοιπόν κοντά του και μου λέει «Κωστή, μόνο μισό λεπτό». Εσκυψε και σήκωσε από την μπάρα ένα κοριτσάκι, θα ήταν έξι-επτά ετών, που όταν έφτασε στο ύψος μου άπλωσε το χέρι του και άγγιξε διερευνητικά όλο το πρόσωπό μου. Προτού καταλάβω ακριβώς γιατί το κάνει, μου λέει «Είσαι ακριβώς όπως σε φανταζόμουν». Δεν θυμάμαι πια κανένα πιο ζεστό άγγιγμα από τα δάχτυλα του μικρού κοριτσιού χωρίς όραση. Και αυτή είναι η δύναμη της μουσικής. Δίνει ψυχική ενόραση, είναι ιαματική πηγή».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ