Ο Γιώργος εργάζεται σε τεχνικό γραφείο, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο κατοικίας του. Για τη μετάβαση στην εργασία του χρησιμοποιεί το μετρό, αφού είναι το μόνο μέσο συγκοινωνίας που τον εξυπηρετεί. Προπληρώνει πάντοτε τις μετακινήσεις του, αφού χρησιμοποιεί μηνιαία κάρτα (τώρα σε ηλεκτρονική μορφή)…
Η Μαρία ζει σε προάστιο και εργάζεται σε κάποιο κατάστημα στο κέντρο. Για να μεταβεί στην εργασία της χρησιμοποιεί αρχικά την μία και μοναδική λεωφορειακή γραμμή που συνδέει το μέρος όπου ζει με τον σταθμό του μετρό σε γειτονικό προάστιο. Στη συνέχεια, χρησιμοποιεί το μετρό για να πάει στο κέντρο. Επίσης προπληρώνει τις μετακινήσεις της, ανανεώνοντας κάθε μήνα την κάρτα της…
Τις ημέρες απεργίας των μαζικών μέσων μεταφοράς, ο Γιώργος και η Μαρία αναγκάζονται να καταφύγουν στο ταξί για να μεταβούν στους τόπους εργασίας τους. Το ποσό που καλούνται να δαπανήσουν (συχνά εις διπλούν, προκειμένου και να επιστρέψουν στο σπίτι τους) δεν είναι ευκαταφρόνητο, αν ληφθούν υπόψη οι μάλλον πενιχροί μισθοί τους. Παράλληλα, η έχουσα προεισπράξει τα μεταφορικά ενός ολόκληρου μηνός πολιτεία δεν συγκινείται από το γεγονός ότι η τελικώς προσφερθείσα υπηρεσία ήταν «λειψή» κατά μία μέρα (αν υποτεθεί ότι οι απεργίες των μέσων μεταφοράς δεν είναι επαναλαμβανόμενες). Έτσι, δεν επιστρέφει στον Γιώργο και τη Μαρία το αναλογούν ποσό της μίας χαμένης μέρας, το οποίο δικαιούνται…
Στο λεξιλόγιο του προοδευτικού μεταπολιτευτικού μας λόγου, η λέξη «εργαζόμενος» υπονοείται με τη συνοδεία επιθετικού προσδιορισμού που είναι τόσο αυτονόητος ώστε κατά κανόνα παραλείπεται. Η πλήρης έκφραση, για τους σχολαστικούς του λόγου, είναι «συνδικαλισμένος εργαζόμενος» ή, στη γενικότερη περίπτωση, «συνδικαλιστικά καλυπτόμενος εργαζόμενος». Άλλωστε, το μαρτυρά η κοινότοπη έκφραση «κινητοποιήσεις εργαζομένων». Του στενού ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εννοείται!
Ο Γιώργος και η Μαρία, που δεν έχουν την πολυτέλεια μιας τέτοιας «κινητοποίησης», μάλλον δεν θα πρέπει και να θεωρούνται εργαζόμενοι. Ή, κι αν καταδεχθούμε να τους θεωρήσουμε, θα ανήκουν αν μη τι άλλο σε κάποια κατώτερη «ράτσα», από εκείνες που το σύστημα έχει καταδικάσει να έχουν μόνο υποχρεώσεις, όχι δικαιώματα. Έτσι, πληρώνουν τακτικά τους φόρους τους, σαν καλοί πολίτες που είναι, ώστε να μπορεί στη συνέχεια η πολιτεία να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των «κινητοποιούμενων» ευνοούμενών της, για τους οποίους διαχρονικά ισχύουν νόμοι που προστατεύουν το δικαίωμά τους να μην εργάζονται. Παλιότερα, μάλιστα, η λήξη των «κινητοποιήσεων» συχνά προϋπέθετε καταβολή των «δεδουλευμένων» για τις μέρες της απεργίας!
Το οξύμωρο της υπόθεσης έγκειται στην αλά καρτ επίκληση της δημοκρατικότητας: Οι πολιτικές δυνάμεις που διαχρονικά μονοπώλησαν τον όρο είναι εκείνες ακριβώς που τώρα είτε διστάζουν, από θέση εξουσίας, να επιβάλουν δημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη συνδικαλιστικών αποφάσεων, είτε αντιδρούν, ως αντιπολιτευόμενες, στην προοπτική ενός τέτοιου εκδημοκρατισμού.
Βέβαια, στο πολιτικό λεξιλόγιο οι έννοιες είναι ελαστικές και το νόημά τους προσαρμόζεται εύκολα στις ανάγκες και τις σκοπιμότητες που οι περιστάσεις επιβάλλουν. Έτσι, ακόμα και η λέξη «εργασία» επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και συνεπάγεται διαφορετικά δικαιώματα. Ανάλογα αν αφορά τους κομματικούς στρατούς των βολεμένων «Αρίων», ή την ανώνυμη, ανοργάνωτη και απροστάτευτη μάζα των «καταραμένων» του συστήματος…