Κάθε φορά που ερωτώνται οι δανειστές ποιά είναι τα πιο καυτά πολιτικά μέτωπα των επόμενων μηνών για το ελληνικό πρόγραμμα, απαντούν μονολεκτικά «πλειστηριασμοί και φυσικά ιδιωτικοποιήσεις». Στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων, τα λόγια ήταν μέχρι σήμερα πολύ περισσότερα απ’ όσο οι πράξεις, και οι δανειστές απαιτούν τους επόμενους μήνες, δράση.
Κρίνοντας από τα όσα προβλέπει ο προυπολογισμός του 2018, η ελληνική κυβέρνηση καλείται να εισπράξει μέσα σε ένα χρόνο 2,7 δισ ευρώ, όταν ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει μέσα σε μια μόνο χρονιά να βάλει τόσα πολλά χρήματα στο ταμείο.
Αγνωστο ωστόσο με ποια κριτήρια, ο πήχης των ιδιωτικοποιήσεων τέθηκε για του χρόνου σε αφύσικα υψηλά, και εξαιρετικά δύσκολα επιτεύξιμα επίπεδα, τόσο από πολιτικής όσο και από τεχνικής άποψης.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το 80% των παραπάνω εσόδων πρέπει να προέλθει από διαγωνισμούς που όχι μόνο είναι εξαιρετικά σύνθετοι, αλλά και δεν έχουν καν προκηρυχθεί από το ΤΑΙΠΕΔ.
Το μαξιμαλιστικό του εγχειρήματος παραδέχεται ο ίδιος ο συντάκτης του προυπολογισμού. Σύμφωνα με αυτόν, ένα ποσό ύψους 2,17 δισ. ευρώ από το συνολικό στόχο των 2,7 δισ, βασίζεται, απλά και μόνον σε εκτιμήσεις, καθώς πρόκειται για 14 διαγωνισμούς, οι οποίοι «πρόκειται να προκηρυχθούν». Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονται οι πλέον εμβληματικές και πολιτικά δύσκολες αποκρατικοποιήσεις του ελληνικού προγράμματος, δηλαδή η ΔΕΠΑ (65%), τα ΕΛΠΕ (35%), η ΔΕΗ (17%), η ΕΥΔΑΠ (11%) και η ΕΥΑΘ (23%).
Σκεφτείτε ότι, πλην της ΔΕΗ, το ΤΑΙΠΕΔ προσέλαβε συμβούλους για όλα τα παραπάνω projects μόλις στις αρχές Νοεμβρίου, προκειμένου να του εισηγηθούν τον βέλτιστο τρόπο αξιοποίησης, διαδικασία που σε κάποιες περιπτώσεις θα πάρει μήνες, και ενώ ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης μιας ιδιωτικοποίησης, βάσει εμπειρίας, είναι το ενάμισι έτος.
Αγνωστο παρ’ όλα αυτά για ποιό λόγο, ο προϋπολογισμός, όχι μόνο προβλέπει ότι οι διαγωνισμοί αυτοί θα έχουν ολοκληρωθεί εντός του 2018, αλλά και έχει ενδεικτικά προϋπολογίσει τα τιμήματα που θα εισπραχθούν την επόμενη χρονιά. Ετσι, τα προσδοκώμενα έσοδα είναι 500 εκατ. ευρώ από την πώληση του 35% των ΕΛΠΕ, 250 εκατ. ευρώ από το 65% της ΔΕΠΑ, 35 εκατ. ευρώ από το 23% της ΕΥΑΘ, 64 εκατ. ευρώ από το 11% της ΕΥΔΑΠ και 100 εκατ. από το 17% της ΔΕΗ !
Οι πιο καυτές ιδιωτικοποιήσεις
Ακόμη και αν κανείς αγνοήσει τα τιμήματα, που είναι εντελώς ενδεικτικά, δεν θα πρέπει να υποτιμήσει τις πολιτικές και τεχνικές δυσκολίες κάθε μιας από τις παραπάνω ιδιωτικοποιήσεις.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ΔΕΗ. Εδώ και ένα χρόνο, κυβέρνηση και δανειστές έχουν συμφωνήσει να αναβληθεί μέχρι νεωτέρας η πώληση του 17% της ΔΕΗ μέχρι να ξεκαθαρίσει η πώληση των λιγνιτικών μονάδων της επιχείρησης, προκειμένου να είναι σαφές ποια περιουσιακά στοιχεία απέμειναν τελικά στην επιχείρηση, ώστε να γίνει και η αποτίμησή της. Αυτός είναι και ο λόγος που η συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση είχε παγώσει. Ακόμη και αν το «market test» που θα τεστάρει το επενδυτικό ενδιαφέρον για τις προς πώληση λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, και το οποίο αναμένεται να ξεκινήσει εντός των επομένων ημερών, αποβεί θετικό, ο σχετικός διαγωνισμός δεν πρόκειται σύμφωνα με το πρόγραμμα να ξεκινήσει παρά τον Ιούνιο του 2018. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ευοδωθεί, ο προτιμητέος επενδυτής δεν πρόκειται να ανακηρυχθεί πριν από τα τέλη του επόμενου έτους. Αρα μέχρι τότε η υπόθεση του 17% θα παραμένει παγωμένη. Και όμως το κείμενο του προϋπολογισμού μιλά για έσοδα εντός του 2018 από τη διάθεση του 17%, ύψους 100 εκατ. ευρώ !
Στις εταιρείες ύδρευσης, οποιαδήποτε προσπάθεια πώλησης έστω και μειοψηφικού ποσοστού, είναι σίγουρο ότι θα προκαλεσει ισχυρότατες αντιδράσεις. Η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις προεκλογικές και μετεκλογικές της δεσμεύσεις ότι όπως και το ρεύμα, έτσι και το νερό, είναι κοινωνικά αγαθά, ρητορική πάνω στην οποία έχουν χτιστεί πολιτικές καρριέρες όχι μόνο υπουργών, αλλά και του ίδιου του Πρωθυπουργού.
Αλλη σύνθετη εξίσωση αφορά το κεφάλαιο ΕΛΠΕ. Το τοπίο δεν πρόκειται να έχει ξεκαθαρίσει πριν το πρώτο εξάμηνο του 2018, καθώς οι σύμβουλοι που προσέλαβε το ΤΑΙΠΕΔ θα χρειαστούν γύρω στους έξι μήνες προκειμένου να αποτιμήσουν τις στρατηγικές επιλογές για την πώληση του 35%. Ακόμη δηλαδή και αν υπάρξει ενδιαφέρον, ακόμη και αν ο δυνητικός επενδυτής έρθει σε συμφωνία με την Paneuropean, δηλαδή τον όμιλο Λάτση (45,47%), που έχει το δικαίωμα πρώτης προσφοράς, είναι τεχνικά αδύνατο στους έξι μήνες που απομένουν για να κλείσει η χρόνια να έχει ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός. Παρ’ όλα αυτά, η πώληση του 35% που κατέχει το Δημόσιο έχει προϋπολογιστεί στα έσοδα του 2018 και μάλιστα με έσοδο 500 εκατ. ευρώ.
Στην περίπτωση του 65% της ΔΕΠΑ τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει πριν να τακτοποιηθεί η μνημονιακή υποχρέωση για μείωση της παρουσίας της στην αγορά αερίου όπου είναι πανταχού παρούσα, τόσο στη χονδρική, όσο και στη λιανική, συμμετέχοντας με 51% στις ΕΠΑ. Εδώ και καιρό συζητείται η αποχώρηση της ΔΕΠΑ από κάποιες ΕΠΑ, ωστόσο παρά τα διάφορα σενάρια που ακούγονται, η λύση ακόμη αναζητείται. Αν δεν κλείσει το κεφάλαιο αυτό, δεν μπορεί να ξεκινήσει η συγκεκριμένη αποκρατικοποίηση.
Πρόσφατα επίσης ξεκίνησε ο διαγωνισμός παραχώρησης για σαράντα χρόνια της Εγνατίας Οδού, ιδιωτικοποίηση που θα μπορούσε να σκοτνάψει στο πολιτικά καυτό θέμα των νέων σταθμών διοδίων.
Πρόσφατα ο αρμόδιος υπ. Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης, ακριβώς για να ξεπεράσει τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, δεσμεύθηκε δωρεάν διέλευση από τα διόδια της Εγνατίας Οδού για τους κατοίκους και τις επιχειρήσεις όλων των όμορων στον αυτοκινητόδρομο δήμων. Είναι μια οδός διαφυγής για να ξεφύγει η κυβέρνηση και οι τοπικοί συριζαίοι βουλευτές από τις υποσχέσεις που έδιναν όταν βροντοφώναζαν στα διόδια μαζί με το κίνημα «Δεν Πληρώνω». Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκασμένος να στηρίξει τη μνημονιακή δέσμευση για την κατασκευή δεκάδων διοδίων στην Εγνατία Οδό και τους τρεις κάθετους άξονες – που αποτελούν ένα από τα προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης, αφού ο δρόμος βρίσκεται προς ιδιωτικοποίηση. Το ερώτημα βέβαια είναι ποιό επενδυτικό σχήμα θα πάει να αναλάβει έναν δρόμο από τον οποίο θα χάνει τα μισά σχεδόν του έσοδα ;
Οι πιο εύκολες θεωρητικά ιδιωτικοποιήσεις του 2018, είναι αυτή της πώλησης του 66% του ΔΕΣΦΑ, η οποία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με τις δεσμευτικές προσφορές των δύο επενδυτικών σχημάτων που συμμετέχουν στο διαγωνισμό, να κατατίθενται τον Ιανουάριο, και εκείνη της διάθεσης του 5% του ΟΤΕ.