Είναι άραγε νεοφιλελεύθεροι όσοι μίλησαν αρνητικά για τις περί τροτσκισμού και επανάστασης κουβέντες της κυρίας Νατάσσας Μποφίλιου; Κάποιος που διαπιστώνει πως επί «κρατικοποιημένου ΟΑΣΘ» αργούν πολύ περισσότερο τα λεωφορεία και έχουν μεγαλώσει οι ουρές αναμονής στη συμπρωτεύουσα είναι κι αυτός νεοφιλελεύθερος;
Τέτοιου είδους ερωτήματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν και να αγκαλιάσουν δεκάδες συμπτώματα της ελληνικής καθημερινότητας. Και όσο παράδοξο και αν είναι, βασίζονται σε ένα πραγματικό δεδομένο: στη γεωμετρική αύξηση του λόγου για τον νεοφιλελευθερισμό στον δημόσιο χώρο. Οχι μόνο από ειδικούς ή πολιτικούς αλλά και από καλλιτέχνες, πολίτες-σχολιαστές των social media, ενδεχομένως και από αθλητικούς συντάκτες.
Υπάρχει, πιστεύω, ένα ιστορικό προηγούμενο. Ηταν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όπου σχεδόν όλοι αντιμετώπισαν το ενδεχόμενο να χαρακτηριστούν φασίστες από κάποιον άλλον. Ενας θυμωμένος και λιγάκι παλιομοδίτης πατέρας, ένας τροχονόμος που έκανε παρατηρήσεις στον οδηγό, ο καθηγητής στο γυμνάσιο που θα είχε την ατυχία να έχει στεγνή, επιτακτική φωνή. Κάθε χροιά «εντολής» γινόταν αυτομάτως αντιληπτή ως κάτι φασιστικό. Ηταν ίσως η φρέσκια ανάμνηση της δικτατορίας και των ανώμαλων εποχών που γέννησε αυτή την τυποποίηση.
Εδώ και δέκα χρόνια (ίσως και είκοσι) ο νεοφιλελευθερισμός έγινε υποκατάστατο εκείνου του πανταχού παρόντος «φασισμού» του 1976 ή του 1977. Το αποτέλεσμα είναι να χάνει σε αξιοπιστία και να μετατρέπεται σε κοινότοπη ύβρι κάτι σοβαρό.
Αλλά για ποιον νεοφιλελευθερισμό μιλάμε; Η σύγχρονη έρευνα έχει αναδείξει την πολλαπλότητα των καταβολών της σύγχρονης οικονομικής ιδεολογίας και πρακτικής. Για κάποια χρόνια κυριαρχούσε η αναφορά στους «αυστριακούς οικονομολόγους» και στη σχολή του Σικάγου, στη νεοφιλελεύθερη στιγμή της δεκαετίας του ’80 στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, και στις επιρροές μιας συγκεκριμένης οπτικής για τα δημόσια οικονομικά και τους θεσμούς. Μετά το 2008 όμως και με την ευρωπαϊκή κρίση, η προσοχή στράφηκε στη γερμανική μεταπολεμική σκέψη και στους λεγόμενους «ορντοφιλελευθέρους». Ξαναδιαβάστηκαν κάποιες παραδόσεις του Μισέλ Φουκό για τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα και τον τρόπο που διαμορφώνεται μέσα από ισχυρούς δημόσιους θεσμούς και κανονισμούς.
Αναμφίβολα οι πηγές και τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης οικονομικής ιδεολογίας είναι σοβαρό ζήτημα. Γιατί, όντως, πλευρές της πραγματικής ζωής στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες χρειάζονται δημόσια κριτική, μεγάλες αλλαγές, διορθώσεις. Κακές εργοδοτικές πρακτικές, ψυχοφθόρες εφαρμογές της ανταγωνιστικότητας, επέκταση της υποαμειβόμενης εργασίας και ρήγματα στο συμβόλαιο εμπιστοσύνης στην αγορά και έξω από αυτήν. Ολα αυτά όμως (και πολλά άλλα προβληματικά) δεν είναι προϊόντα μιας διαβολικής οντότητας που θέλει, σώνει και καλά, τη δυστυχία των ανθρώπων. Η οικονομική ιδεολογία και κάποιες από τις διαδεδομένες πρακτικές των καιρών μας έχει πολλούς προπάτορες. Είναι τεράστια απλούστευση και σφάλμα να αναφέρεται μόνο ο φιλελευθερισμός, έστω ο οικονομικός φιλελευθερισμός. Ξεχνάμε (ή μάλλον το παραμερίζουμε επίτηδες) την επίδραση που είχαν και έχουν σχήματα και ιδέες στον σύγχρονο κόσμο, σχήματα με προέλευση τον κοινωνισμό και τον πιο σκληρό κρατισμό. Η άνθηση των «ειδικών σωμάτων», οι επιτροπές εμπειρογνωμόνων και η τεχνοκρατία κατάγονται σε μεγάλο βαθμό από τον Σεν Σιμόν και τους θιασώτες των κοινωνικών πλάνων. Η δε αντίληψη πως οι τεχνολογικές καινοτομίες και η επιστήμη είναι τα υποκείμενα της ανθρώπινης χειραφέτησης πάει πίσω μέχρι τη θεοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων σε μια ορισμένη σοσιαλδημοκρατία.
Με μια έννοια, στη γραμματική των σύγχρονων συστημάτων εξουσίας έχουν αφομοιωθεί πολλοί κανόνες της Αριστεράς και της Δεξιάς, κρατισμοί και ατομικισμοί που δεν υπακούουν σε ένα μοντέλο. Ούτε σε μια και μοναδική προέλευση.
Από εκεί και πέρα συναντούμε φυσικά το δράμα μιας καθημερινής, μπανάλ αναζήτησης νεοφιλελεύθερων ιών. Το ότι οποιαδήποτε έντονη ή απαλή κριτική στις μυθολογίες του σοσιαλισμού και του «προοδευτικού» ριζοσπαστισμού καταχωρίζεται αμέσως στη σχολή του Σικάγου και στις επιρροές της. Μια τακτική δαιμονοποίησης χωρίς νόημα.
Υπάρχει όμως και κάτι που είναι περισσότερο πικρό και δυσάρεστο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πλέον δημαγωγικές και ρηχές εκδοχές για το κέρδος, τους παρασιτικούς πλεονάζοντες ή το κακό Δημόσιο κερδίζουν έδαφος εξαιτίας των ανερμάτιστων και αποτυχημένων αριστερών πειραματισμών. Ετσι, ας πούμε, μετά το 1989 στις ανατολικές χώρες δεν μπόρεσε να σταθεί σοσιαλδημοκρατία (ή έστω ένας κοινωνικός, ισορροπημένος φιλελευθερισμός) και κυριάρχησε ο επιθετικός, πλουτοκρατικός λαϊκισμός με τους εθνικισμούς. Το ίδιο, πάνω-κάτω, συμβαίνει ή ενδέχεται να συμβεί στη Λατινική Αμερική μέσα από τις αυταρχικές εκτροπές και τα οικονομικά αδιέξοδα του αριστερού λαϊκισμού.
Νομίζω πως ο καλύτερος σύμμαχος του απεγνωσμένου πολίτη που εύχεται οργισμένος «να απολυθούν όλοι οι άχρηστοι του Δημοσίου» είναι η πελατειακή τακτοποίηση που συγκαλύπτεται συχνά πίσω από μια αυτάρεσκη ρητορική περί δημόσιου συμφέροντος.
Στον προηγούμενο αιώνα, οι τραγωδίες που έφεραν διάφοροι «αντικαπιταλισμοί» στην εξουσία λειτούργησαν εν τέλει υπέρ των δυνάμεων της ακραίας απορρύθμισης.
Και στην ελληνική εμπειρία των τελευταίων χρόνων, το καταχρηστικό ανέκδοτο περί νεοφιλελεύθερων επελάσεων κινδυνεύει να κάνει επιθυμητό τον απαγορευμένο καρπό: όχι μια αρθρωμένη οικονομική λογική –με την οποία μπορεί κανείς να διαφωνεί –αλλά την ισοπεδωτική αντιμετώπιση καθετί δημόσιου ως αποτυχημένου και φαύλου. Και τότε, δεν θα σώσουν την κατάσταση ο αντινεοφιλελεύθερος λυρισμός και οι φανταστικές του επαναστάσεις.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ