Ο Ταγίπ Ερντογάν αμφισβήτησε για πρώτη φορά τη Συνθήκη της Λωζάννης πέρυσι τον Σεπτέμβριο στα πλαίσια εσωτερικής αντιπαράθεσης με τους Κεμαλικούς. H αμφισβήτησή της εκ νέου κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας με την επίκληση της “επικαιροποίησής” της, εγκαινιάζει μια νέα περίοδο έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Όμως, προς τι η έκπληξη του πολιτικού κόσμου της χώρας μας; Τι μας έχει διδάξει η Ιστορία μέχρι σήμερα; Ότι οι συνθήκες ειρήνης που συνομολογούνται μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών στο τέλος ενός πολέμου, διατηρούνται στο διηνεκές ή ακυρώνονται όταν ανατραπούν οι συσχετισμοί που τις επέβαλαν; Διότι αν οι συνθήκες ειρήνης ήταν απρόσβλητες και ανεπηρέαστες από τις παγκόσμιες εξελίξεις στο διηνεκές μέλλον, τότε είναι αυτονόητο ότι η ειρήνη θα παγιώνονταν παγκόσμια και οι πόλεμοι θα σταματούσαν.
Αντίθετα, μετά το τέλος της “ισορροπίας του τρόμου”, του Ψυχρού Πολέμου, παρατηρούμε έξαρση των πολέμων, με αποτέλεσμα την μετακίνηση τεράστιων πληθυσμών αλλά και αλλαγής του πολιτικού χάρτη σε Ευρώπη και Ασία. Αποτελεί ιστορική διαπίστωση ότι ο σεβασμός μιας συνθήκης μεταξύ δύο γειτονικών κρατών δεν εξαρτάται μόνον από τις προθέσεις τους αλλά κυρίως από τους συσχετισμούς μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων και τις βλέψεις τους στην ευρύτερη περιοχή.
Διότι κάθε συνθήκη ειρήνης αποτυπώνει τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των ισχυρών τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Επειδή όμως στα πλαίσια της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης, που αποτελεί νομοτέλεια στα πλαίσια του καπιταλισμού, οι συσχετισμοί μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων ανατρέπονται, οι ισορροπίες αποκαθίστανται μόνον μέσα από πολέμους και νέες συνθήκες ειρήνης που αποκαθιστούν την τάξη αναδιανέμοντας τις ζώνες επιρροής. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε ότι στις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης δεν συμμετείχαν μόνον η Ελλάδα και η Τουρκία αλλά και οι δυνάμεις που πρωταγωνίστησαν στον Μεγάλο Πόλεμο.
Ήδη η συμφωνία Σάικς – Πικό που καθόρισε τα σύνορα στην Εγγύς Ανατολή με τη διάλυση της Οθωμανικής Τουρκίας με τη Συνθήκη των Σεβρών, έχει ανατραπεί με τις τελευταίες εξελίξεις πριν κλείσει 100 χρόνια.
Ο πρωθυπουργός της χώρας μας υπερασπίζεται το ρόλο της ως «πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας σε μια εύθραυστη περιοχή». Όμως οι κυρίαρχες δυνάμεις επιθυμούν τη σταθερότητα; Αν επιθυμούσαν τη σταθερότητα δεν θα δρομολογούσαν την αποσταθεροποίηση όλων των κοσμικών κρατών της περιοχής που τη διασφάλιζαν (Ιράκ, Συρία, Λιβύη κ.α.). Μάλλον βλέπουν τη χώρα μας ως ασφαλές ορμητήριο για την αποσταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντά τους;
Μπορούν όμως να οριοθετήσουν τις εξελίξεις ώστε να μην αγγίξουν τη χώρα μας; Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι η οποία συνομολογήθηκε το 1975 από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη Ανατολικά και Δυτικά, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ και κατοχύρωνε το απαραβίαστο των συνόρων των κρατών, δηλαδή το μεταπολεμικό στάτους κβο, τη σταθερότητα στην Ευρώπη. Δεκαπέντε μόλις χρόνια μετά με την ανατροπή των συνθηκών κυριάρχησαν τα συμφέροντα και οι πρωταγωνιστές της τη μετέβαλαν σε κουρελόχαρτο με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας, την επανένωση της Γερμανίας.
Όσον αφορά τη μακροημέρευση των συνθηκών, εκείνο το οποίο πρέπει να μας ανησυχεί, διότι αλλάζει βαθμιαία τη μορφή του κόσμου που γνωρίζαμε και αποσταθεροποιεί τεράστιες περιοχές του πλανήτη με οδυνηρές συνέπειες, είναι η ιστορική πρωτοτυπία της περιόδου που διανύουμε μετά το 1990, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, Ενώ μέχρι τέλος του Ψυχρού Πολέμου η ιστορική εμπειρία μας δίδαξε ότι η αναθεώρηση των συνόρων των κρατών συντελείται στην διάρκεια του πολέμου και επισφραγίζεται με τις συνθήκες ειρήνης που ακολουθούν την λήξη των εχθροπραξιών και οριοθετούν τις συνέπειές του, με τον Ψυχρό Πόλεμο συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, προηγήθηκε η συνθηκολόγηση της ΕΣΣΔ με την υπογραφή της διάλυσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας κατά τη σύνοδο κορυφής της ΔΑΣΕ το Νοέμβριο του 1990 στο Παρίσι και ακολούθησαν οι συνέπειες της ψυχροπολεμικής σύγκρουσης, οι οποίες θα συνεχίσουν ν’ αναθεωρούν τον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη μέχρις υπάρξει παγκόσμια ισορροπία που θα αποτυπώνει τους συσχετισμούς δυνάμεων. Πόσο θα διαρκέσει αυτό; Ποιο θα είναι το σκηνικό που θα διαμορφωθεί; Μπορεί να απαντήσει κανείς;
Γιατί λοιπόν αμφισβήτησε ο Ερντογάν στη Συνθήκη της Λωζάννης με τόσο επίσημο τρόπο; Η δήλωση του Τούρκου προέδρου συνδυάζεται με τις ανακατατάξεις στην περιοχή με τις οποίες συνορεύει άμεσα η Τουρκία, όπου διαλύονται τα πάντα. Θα πρέπει να εκληφθεί ως αντίβαρο στα σενάρια περί ακρωτηριασμού της γείτονος με την απόσχιση τμήματος της Ν.Α. Τουρκίας. Στην αποσταθεροποίηση στη συνοριακή περίμετρο της Τουρκίας που θα απειλήσει την εδαφική της ακεραιότητα, ο Ερντογάν αντιπαραθέτει, σενάρια αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης ως απειλή. Βέβαια λόγω των συσσωρευμένων προβλημάτων της Τουρκίας στη συνοριακή της περίμετρο και εντός της επικράτειας, οποιαδήποτε απόπειρα έμπρακτης αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης πρέπει να θεωρείται αδιανόητη, όμως στην περίπτωση γενικότερων ανακατατάξεων στην περιοχή και ακρωτηριασμού της γείτονος θα πρέπει να είμαστε πανέτοιμοι.
Όμως, στην “επικαιροποίηση” της συνθήκης την οποία επικαλέστηκε επανειλημμένα ο Ερντογάν, ίσως να προσδίδει πρόσθετο περιεχόμενο. Δηλαδή τις ανατροπές που επέφερε η ανάπτυξη της τεχνολογίας στην εκμετάλλευση του θαλάσσιου υπεδάφους για την οποία όλοι ήσαν ανυποψίαστοι το 1923. Η Σύμβαση της Γενεύης για την υφαλοκρηπίδα ακολούθησε πολύ αργότερα (1958), όπως και η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) που απορρόφησε τις τεχνολογικές εξελίξεις ενώ ο η ΑΟΖ δεν είχε κανένα περιεχόμενο ως δυνατότητα το 1923 και για πολλές δεκαετίες αργότερα. Όλα αυτά όμως έχουν ως γενέθλια ημερομηνία την 1η Νοεμβρίου 1973, όταν η τουρκική εταιρεία πετρελαίων χορήγησε 27 άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων δυτικά των ελληνικών νησιών Χίου, Λέσβου, κ.α. και στη τουρκική θεωρία περί “γκρίζων ζωνών” (1996). Γιατί επαναλαμβάνονται τώρα και μάλιστα με τόσο επίσημο τρόπο; Διότι έτσι ο Ερντογάν επιχειρεί να αποπροσανατολίσει την τουρκική κοινή γνώμη από τις τεράστιες ευθύνες του για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας εξ αιτίας του. Γοητευμένος από τις προσωρινές επιτυχίες της Αραβικής Άνοιξης ενθάρρυνε τον εμφύλιο στη Συρία με ανεξέλεγκτες εξελίξεις στη συνέχεια, οι οποίες απεδείχθησαν μπούμερανγκ για τον εμπνευστή τους και τη χώρα του.