Συνεχίζοντας τη δουλειά που ξεκίνησε πέρυσι με τη «Δίκη» του Κάφκα, ο Θωμάς Μοσχόπουλος προτείνει για τη φετινή σεζόν Βολταίρο, επιλέγοντας ένα καθοριστικό για τον Διαφωτισμό κείμενο, ώστε να φέρει λίγο διαφωτισμό στην εποχή μας. «Το έργο το ξέρω και το έχω διαβάσει εδώ και πολλά χρόνια. Μου φάνηκε εντελώς κατάλληλο για το τώρα, γιατί ταυτίζεται με πολλά από τα πράγματα που με ενδιαφέρουν σήμερα. Και ομολογώ ότι ήθελα μετά τη «Δίκη» να ασχοληθώ με ένα έργο που έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από τα έργα σχέσεων. Και ναι, δεν με ενδιαφέρει να βλέπω και να ξαναβλέπω τα ίδια έργα, ούτε να ξαναδώ για 15η φορά έναν ακόμα Αμλετ, για παράδειγμα. Ψάχνω πράγματα που δημιουργούν μια προσδοκία, που μπορεί να αποτελέσουν έκπληξη. Εστω και αν είναι και για λίγους».
«Αλλωστε», συνεχίζει, «με ενδιαφέρει να γνωρίσει το κοινό κάποια καινούργια πράγματα. Και αν έχεις την πολυτέλεια να το κάνεις, αξίζει να προσπαθήσεις. Για μένα το θέατρο πολυτελείας είναι παράσημο. Αλλωστε για αυτό πριμοδοτείσαι με τις επιχορηγήσεις. Μου επιτρέπουν να πάρω αυτό το ρίσκο. Είναι μια παράσταση με εννέα ηθοποιούς επί σκηνής που στα θετικά της είναι και το γεγονός της συμπαραγωγής με το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης».
Σκηνοθέτης που γνωρίζει εκ των έσω το θέατρο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος έχει ασχοληθεί πολύ και επί μακρόν με τα πρακτικά του θεάτρου. Και τώρα, με την εμπειρία που έχει συσσωρεύσει, προχωρά σε πιο προσωπικές επιλογές. Η περσινή «Δίκη» τον δικαίωσε. Ο Κάφκα πήγε καλά, άρεσε. Για αυτό και φέτος προτείνει Βολταίρο.
«Να μην ακολουθούμε συνταγές»
«Πρέπει να προτείνουμε κάτι που δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Να μην ακολουθούμε συνταγές. Ουσία είναι να μπορείς να είσαι λίγο διαφορετικός. Και για να είμαι ειλικρινής, βαριέμαι να βλέπω τα ίδια και τα ίδια. Στόχος μου δεν είναι να συντηρήσω πάση θυσία το Πόρτα. Αλλά να εξελιχθεί, να συνεχίσει την παράδοσή του. Χρειάζομαι κίνητρο για να κάνω μια δουλειά» λέει. «Μας έχουν τρελάνει με το ευρύ κοινό και τις επιλογές του. Ας δούμε πού μας έχει οδηγήσει ο έλληνας ψηφοφόρος. Λοιπόν, αντί να τον ακολουθούμε, μπορούμε να τον καθοδηγούμε, να του προτείνουμε» εξηγεί. «Για μένα έχει σημασία να διατηρείται κάτι που έχει προσωπικό χαρακτήρα και προσωπικότητα και όχι να συντηρείται απλώς κάτι».
Τα τελευταία χρόνια ο 52χρονος σκηνοθέτης, που ανήκει στη χρυσή γενιά του Αμόρε, έχει αναπτύξει επαγγελματική θεατρική σχέση με τον Καναδά, γεγονός που του επιτρέπει να κάνει τις επιλογές του. Για αυτό και θέλει να βλέπει το θέατρο Πόρτα σε δημιουργική τροχιά και όχι απλώς σε μια επιβίωση. Επιμένει ότι το ζήτημα δεν είναι οικονομικό, ξεκαθαρίζοντας ότι τόσο ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να εγκατασταθεί στον Καναδά όσο και ότι η Ξένια Καλογεροπούλου «θα μπορούσε να πουλήσει το θέατρο και να ζήσει μια χαρά. Αλλά δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Θέλουμε να συστήσουμε νέα πρόσωπα στο θέατρο, να προτείνουμε έργα, συγγραφείς. Και σήμερα μας δίνεται η δυνατότητα να ρισκάρουμε λίγο παραπάνω. Και αξίζει τον κόπο. Η δική μου αγωνία δεν είναι να γεμίσω το θέατρο –πράγμα που εννοείται πως θέλω, αλλά να έρθει ο κόσμος να δει κάτι που θα τον ενδιαφέρει προσωπικά».
Χωρίς την ομάδα των ηθοποιών με τους οποίους έδωσε εξαιρετικές παραστάσεις –όπως ήταν οι «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου (Αμόρε), το «Mistero Buffo» του Ντάριο Φο ή ο «Ρινόκερος» του Ιονέσκο (στο θέατρο Θησείον), ο Θωμάς Μοσχόπουλος συνεργάζεται με νεότερους και επιλέγει έναν δύσκολο, θεατρικά, δρόμο. Γνωρίζοντας τα συν και τα πλην της διαδρομής που έχει χαράξει, ευτυχώς επιμένει και συνεχίζει.
Ποιος είναι ο «Καντίντ» του δρος Ραλφ
Δειλά, σχεδόν κρυφά, εμφανίστηκε το 1759 το μικρό σε όγκο σατιρικό κείμενο με τον τίτλο «Καντίντ ή Η αισιοδοξία» και με την υπογραφή ενός ανύπαρκτου συγγραφέα, του δρος Ραλφ. Η μεγάλη επιρροή του έργου, σε μια εποχή που ο Διαφωτισμός έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο, μετέτρεψε τον Καντίντ, τον απλοϊκό, αθώο και αγαθό άνθρωπο, σε σημείο αναφοράς. Παράλληλα τον έφερε σε αντιπαράθεση με τη βασική αρχή του γερμανού φιλοσόφου Λάιμπνιτς ότι «ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο». Και ούτε άργησε να αποκαλυφθεί ότι συγγραφέας του «Καντίντ» δεν ήταν άλλος από τον Φρανσουά Μαρί Αρουέ ή άλλως Βολταίρο.
Η πλοκή του έργου περιστρέφεται γύρω από τον φιλομαθή και γεμάτο χαρά νεαρό Καντίντ, ο οποίος μοιάζει να μην ανησυχεί για τίποτε. Και ζει τον έρωτά του με τη νεαρή κόρη του βαρόνου, την Κυνεγόνδη, ως τη στιγμή που ο ίδιος ο βαρόνος θα τον πιάσει επ’ αυτοφώρω με την κόρη του.
Για τον Θωμά Μοσχόπουλο, ο «Καντίντ», αυτή η «ευφυής σάτιρα», εκφράζει συγχρόνως και οποιονδήποτε από εμάς πιστεύει ότι όλα γίνονται για έναν καλό σκοπό, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να καταβάλλει κάποιο αντίτιμο. «Είναι ο παιδικός μας εαυτός, ο ανώριμος εαυτός μας. Που μπορεί να μας συγκινεί, αλλά δεν έχει καμία ακαμψία μέσα στην αθωότητά του. Δεν είναι αρετή μια αθώα οπτική πάνω στα πράγματα… Αφηνόμαστε στο παιδικό και μετά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις γκρίζες ζώνες».
Πού και πότε
Θέατρο Πόρτα
Παραστάσεις: Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21.15.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Διασκευή – σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος.
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού. Κοστούμια: Κλερ Μπρέισγουελ.
Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου. Επιμέλεια κίνησης: Σοφία Πάσχου.
Συμπαραγωγή: Θέατρο Πόρτα & ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης.
Παίζουν: Μιχάλης Συριόπουλος, Ελένη Βλάχου, Ειρήνη Μπούνταλη, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μάνος Γαλανής, Παντελής Βασιλόπουλος, Φοίβος Συμεωνίδης, Βασίλης Κουλακιώτης, Δημήτρης Φουρλής
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ