«Λυπούμαι πως τόσο άργησα να σας απαντήσω στο γράμμα, αλλά θερμώς σας ευχαριστώ διά τα ωραία σας λόγια.
Διά μένα ήτανε μεγάλη συγκίνηση να τραγουδήσω στον τόπο μου, με συγκίνηση σας απαντώ και τώρα και μπορώ να πω μόνον πως υπερηφανεύομαι που είμαι Ελληνίς και πως μπόρεσα να κάνω και την Ελλάδα μας υπερήφανη διά εμέ».
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1960, έναν περίπου μήνα μετά τις παραστάσεις της όπερας «Νόρμα» στην Επίδαυρο, η Μαρία Κάλλας απαντούσε με τις παραπάνω φράσεις στο γράμμα που της είχε νωρίτερα απευθύνει ο Αριστείδης Κυριακίδης, τότε πρόεδρος του ΔΣ του Ωδείου Αθηνών. Την εποχή εκείνη η ντίβα είχε ήδη γνωρίσει τις μεγαλύτερες δόξες στην καριέρα της και πλέον, ως άλλη Τόσκα, ζούσε τόσο για την τέχνη όσο και για την αγάπη στο πλευρό του Αριστοτέλη Ωνάση. Φαίνεται όμως πως δεν ξεχνούσε ποτέ το «σχολείο» της, το αρχαιότερο μουσικό – εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας, στο οποίο σπούδασε και η ίδια, για να φύγει στο εξωτερικό, κυνηγώντας το όνειρο της διεθνούς καριέρας όπως και τόσοι άλλοι πριν και μετά την ίδια (ο Σπυρίδων Σαμάρας, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, η Τζίνα Μπαχάουερ), έτοιμη καλλιτέχνις….
Παρά τους τόνους μελανιού που έχουν κατά καιρούς χυθεί για το φαινόμενο Κάλλας, εστιάζοντας σε κάθε λεπτομέρεια της ζωής και της τέχνης της, το κεφάλαιο της εκπαίδευσής της –τόσο αποφασιστικό για τη μετέπειτα πορεία της –δεν έχει επαρκώς φωτιστεί. Το κενό αυτό επιχειρεί να καλύψει η έκθεση «Η Μαρία Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών» που θα λειτουργήσει μεταξύ 12-22 Δεκεμβρίου στο Ιδρυμα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων τιμής για τα 40 χρόνια από τον θάνατο της ντίβας που συμπληρώθηκαν το 2017. Την τελευταία ημέρα της έκθεσης θα δοθεί συναυλία στην ανακαινισμένη αίθουσα «Αρης Γαρουφαλής», με έργα τα οποία η παλαιά μαθήτρια του Ωδείου τραγούδησε σε εξετάσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών της.
«Εβδομήντα οκάδες φακές»
Στην έκθεση θα παρουσιαστεί σπάνιο υλικό από το Αρχείο του Ωδείου σχετικό με τα χρόνια της μαθητείας της νεαρής Μαριάννας Καλογεροπούλου –όπως λεγόταν ακόμη τότε η νεαρή εκκολαπτόμενη καλλιτέχνις: βαθμολόγια, γραπτά εξετάσεων, προγράμματα συναυλιών αλλά και μοναδικά ντοκουμέντα (συμβόλαια, φωτογραφίες, κριτικές) από το Αρχείο Αρφάνη για την καλλιτεχνική της δραστηριότητα στην Αθήνα και την Εθνική Λυρική Σκηνή εκείνη την εποχή.
Μέσα από τα τεκμήρια συχνά ανασυντίθεται μια ολόκληρη εποχή: χαρακτηριστικό το έγγραφο από το ιταλικό προξενείο Θεσσαλονίκης την περίοδο της Κατοχής που βεβαιώνει ότι η νεαρή Καλογεροπούλου από κοινού με άλλους καλλιτέχνες (ο Πέτρος Επιτροπάκης, ο Ανδρέας Παρίδης, η Μιρέιγ Φλερύ είναι μερικοί μόνο) βρέθηκαν στην πόλη για συναυλία και επιστρέφουν έχοντας μαζί τους ποσότητες τροφίμων που τους δόθηκαν ως αμοιβή: 70 οκάδες σιτάρι, 7 οκάδες σταφίδα, 45 οκάδες ρύζι, 70 οκάδες φασόλια και άλλες τόσες φακές, 30 οκάδες πατάτες. Με το έγγραφο ζητείται από τις Αρχές Κατοχής να παρασχεθεί στους αναφερομένους, κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα, κάθε δυνατή βοήθεια. Το γεγονός ότι οι καλλιτέχνες των κρατικών, κυρίως, θεάτρων υποχρεώνονταν να συμμετάσχουν σε εκδηλώσεις που διοργανώνονταν από τους κατακτητές είναι, βεβαίως, γνωστό…
Παρ’ όλο που η Κάλλας είχε κάνει κάποια ιδιαίτερα μαθήματα μουσικής στην Αμερική, τη γενέτειρά της, όταν ακόμη ήταν πολύ μικρή, ενώ όταν ήρθε στην Ελλάδα γράφτηκε, το 1937, στο Εθνικό Ωδείο, στην τάξη της Μαρίας Τριβέλα, η ουσιαστική μουσική της εκπαίδευση συνδέθηκε με το Ωδείο Αθηνών. Αφήνοντας την τάξη της Τριβέλα το 1939, η 16χρονη Καλογεροπούλου (στα μαθητολόγια 15 ετών) γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη μονωδίας και μελοδραματικής της διάσημης ισπανίδας υψιφώνου του Μεσοπολέμου Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, με την οποία φαίνεται πως γνωρίζονταν οικογενειακώς. Οπως εξηγεί η Στέλλα Κουρμπανά, έφορος του Αρχείου του Ωδείου και επιμελήτρια της έκθεσης, «πριν από τη Μαρία, στο Ωδείο και στην τάξη της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο συναντάμε το όνομα Υακίνθη Καλογεροπούλου… Προφανώς πρόκειται για την Τζάκι, την αδελφή της Μαρίας. Ετσι υπήρχε κάποια γνωριμία μεταξύ τους. Λέγεται, δε, πως πριν από τις επίσημες εισιτήριες εξετάσεις στο Ωδείο, η Κάλλας έκανε κάποια ιδιωτικά μαθήματα με την ντε Ιντάλγκο».
Το γεγονός αυτό εν πολλοίς εξηγεί και την πίστη που έδειξε εξαρχής η διάσημη σοπράνο στη νεαρή υποψήφια μαθήτρια του Ωδείου. «Τέτοια φωνή δεν θα ξανακούσετε!» είναι η φράση την οποία ο μύθος θέλει την ντε Ιντάλγκο να απευθύνει στους δύσπιστους, απέναντι στη νεαρή, καθηγητές του Ιδρύματος. Ωστόσο, όπως η Στέλλα Κουρμπανά εξηγεί, η όποια δυσπιστία δεν φαίνεται να έχει να κάνει με το τραγούδι της, όσο με τα θεωρητικά μαθήματα και με δεδομένο το αυστηρό περιβάλλον του Ωδείου. Ο ίδιος μύθος θέλει την ντε Ιντάλγκο να παίρνει τόσο προσωπικά την υπόθεση της Μαρίας, ώστε πέρα από τη διδασκαλία της να αναλαμβάνει η ίδια και τα δίδακτρά της. Ωστόσο, κάτι τέτοιο μάλλον δεν χρειάστηκε, αφού, όπως προκύπτει από τα τεκμήρια του Αρχείου, η νεαρή κατάφερε να αποσπάσει αβερώφειο υποτροφία.
Δασκάλα και καλή νεράιδα
Για τη σχέση της Κάλλας με τη δασκάλα της έχουν γραφεί πολλά, αφού και η ίδια η ντίβα αργότερα, στα χρόνια της δόξας της, ουδέποτε ξέχασε την «καλή νεράιδα» και δεύτερη μάνα της και με κάθε ευκαιρία αναφερόταν στα όσα της όφειλε. Χαρακτηριστική η συνέντευξή της το 1961 στους «Sunday Times», όπου έλεγε: «Η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο ήταν μια μεγάλη τραγουδίστρια και της χρωστάω πολλά. Παρακολουθούσα τα μαθήματά της από το πρωί ως το βράδυ […]. Μου φαινόταν αδιανόητο να μείνω σπίτι […] Τη γνωριμία μου με τον Ντονιτσέτι και τον Μπελίνι την οφείλω στην καθηγήτριά μου […] Οι καλές βάσεις είναι ουσιώδες εφόδιο, από αυτές εξαρτάται όλο το μέλλον ενός τραγουδιστή. Εγώ είχα την τύχη να μελετήσω με την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο που ανήκει στην παλαιά σχολή και η οποία με έμαθε να εργάζομαι με έναν τρόπο που επιμένει στο αλάφρωμα της φωνής […] Υπάρχει και ένας άλλος λόγος για τον οποίο οφείλω ευγνωμοσύνη στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο: Μου δάνειζε παρτιτούρες σε μια εποχή που δεν είχα χρήματα για να τις αγοράσω. Τότε ήταν που έμαθα τη «Νόρμα» και την «Τζιοκόντα»».
Από την πλευρά της, η ντε Ιντάλγκο σχολίαζε το πόσο καλή μουσικός ήταν η νεαρή Καλογεροπούλου, η οποία έπαιζε και πολύ καλό πιάνο. «Δεν χρειαζόταν να της πω κάτι δεύτερη φορά. Την επομένη το είχε μάθει τέλεια» ανέφερε η δασκάλα της. Η αγάπη της για τη μουσική και η δίψα της για τα μυστικά της τέχνης της την ώθησαν να παρακολουθεί όλα τα μαθήματα τραγουδιού της τάξης της ισπανίδας σοπράνο, ακόμη και αυτά των ανδρικών φωνών. «Ηταν η πρώτη που έφτανε στο Ωδείο και η τελευταία που έφευγε». Αυτός ήταν και ο λόγος, σύμφωνα και πάλι με την ντε Ιντάλγκο, για τον οποίο η Κάλλας μπορούσε να τραγουδά τα πάντα.
Το πρώτο χρόνο των σπουδών της γράφτηκε και στην τάξη της ρυθμικής της Πολυξένης Ματέι, προφανώς σε μια προσπάθεια να βελτιώσει την άχαρη, τότε, σιλουέτα της, αλλά δεν φαίνεται να παρακολούθησε τελικά τα μαθήματα. Αντιθέτως, παρακολούθησε συστηματικά θεωρητικά μαθήματα (σολφέζ, αρμονία, ιστορία της μουσικής) με δασκάλους τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη και τον Θεόδωρο Βαβαγιάννη, στα οποία εξελίχθηκε επίσης πολύ γρήγορα.
Καριέρα εν μέσω Κατοχής
Τη χρονιά της εισαγωγής της Μαρίας στο Ωδείο, το 1939, έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε και η Εθνική Λυρική Σκηνή ως ενιαίος, αρχικά, φορέας με το Εθνικό Θέατρο, η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο επελέγη από τον πρώτο διευθυντή Κωστή Μπαστιά ως καλλιτεχνική σύμβουλος για τη στελέχωση του σώματος των μονωδών και των χορωδών. Την επόμενη κιόλας χρονιά βοήθησε τη νεαρή μαθήτριά της να προσληφθεί, στα 17 της μόλις χρόνια, στον νεοσύστατο οργανισμό, όπου και έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα.
Η ουσιαστική της καριέρα στην Αθήνα άρχισε μεσούσης της Κατοχής, το 1942, όταν ερμήνευσε την Τόσκα στην ομότιτλη όπερα του Πουτσίνι, έναν από τους ρόλους που έμελλε να «σφραγίσει» αργότερα με την ερμηνεία της στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Ηταν η πρώτη της συμμετοχή σε σειρά παραστάσεων όπερας του βασικού ρεπερτορίου. «Ενα αληθινό θαύμα. Αυτή είναι η Καλογεροπούλου, που ακόμη δεν συμπλήρωσε τις σπουδές της στη σχολή της φημισμένης καλλιτέχνιδος ντε Ιντάλγκο. Μια φωνή πλούσια σ’ όλη της την έκτασι, μια φωνή κρυστάλλινη, ομοιογενής, σωστή, μ’ έναν τέλειο μηχανισμό αναπνοής, αρθρώσεως, προφοράς» έγραψε η «Βραδυνή» στις 28 Αυγούστου 1942. «Τον καταθλιπτικό ρόλο της Τόσκα κράτησε μια νέα εμφάνισις, η δις Μ. Καλογεροπούλου, μαθήτρια της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Ο όρος «κράτησε» είναι εδώ μια κυριολεξία. Το ότι μια νέα και άπειρη ακόμα της σκηνικής τέχνης και της μουσικής δημιουργικότητος καλλιτέχνις δεν έπεσε στη διαδρομή ενός τόσο μεγάλου ρόλου είναι γι’ αυτήν ο μεγαλύτερος έπαινος» διαβάζουμε στα «Αθηναϊκά Νέα» της ίδιας ημέρας. Η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε την οδήγησε σε μια ακόμη σειρά εμφανίσεων στον ίδιο ρόλο την επόμενη ακριβώς χρονιά. Ωστόσο, την ίδια περίπου περίοδο, τη σεζόν 1942-1943, θα διακόψει τη φοίτησή της στο Ωδείο Αθηνών. Την τελευταία χρονιά, μάλιστα, δεν φαίνεται να έδωσε τις εξετάσεις αρμονίας, είτε επειδή τραγουδούσε ήδη επαγγελματικά στη Λυρική ή λόγω του ότι θεωρούσε ότι είχε ολοκληρώσει έναν κύκλο σπουδών και μάλλον τις αμέλησε.
Σύντομα, τον Σεπτέμβριο του 1945 και για λόγους που κατά καιρούς έχουν συζητηθεί, η νεαρή καλλιτέχνις θα εγκαταλείψει οριστικά την Ελλάδα επιστρέφοντας στη γενέτειρά της, τη Νέα Υόρκη. Οι διεθνείς σκηνές δεν θα αργήσουν να υποκλιθούν μία-μία στο μεγαλείο της. Οταν, το 1957, εμφανιστεί εκ νέου στη χώρα μας και στο Ηρώδειο, για να ακολουθήσουν οι εμφανίσεις στην Επίδαυρο με τη «Νόρμα» το 1960 και τη «Μήδεια» την επόμενη χρονιά, θα είναι πλέον μύθος και διαρκές σημείο αναφοράς.
Πού και πότε
Τα εγκαίνια της έκθεσης «Η Μαρία Κάλλας στο Ωδείο Αθηνών» θα γίνουν στις 12/12 στις 19.00. Διάρκεια έκθεσης ως τις 22/12 (10.00-22.00).
Στις 22/12, στις 20.30, θα δοθεί συναυλία στην αίθουσα «Αρης Γαρουφαλής».
Συμμετέχει η Βάσια Αλάτη, απόφοιτος του Ωδείου και υπότροφος «Μαρία Κάλλας» 2016.
Στο πιάνο συνοδεύει ο Δημήτρης Μαρίνος.
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ