Δεν υπάρχει έλληνας συγγραφέας που να αγαπήθηκε τόσο πολύ σ’ όλον τον κόσμο και να πολεμήθηκε τόσο άγρια στη χώρα του, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης. Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθεί να είναι πασίγνωστος, να διαβάζεται και να θαυμάζεται, από την Κίνα ως την Αμερική. Εννιά φορές προτάθηκε για το βραβείο νόμπελ, όμως οι σκοταδιστικοί κύκλοι της Αθήνας, πρωτοστατούντος του Σπύρου Μελά, έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να στερηθεί τη μεγάλη τιμή. Η εκκλησία της Ελλάδος τον αφόρισε αλλά ο αφορισμός δεν επικυρώθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. Το Βατικανό συμπεριέλαβε το μυθιστόρημά του Ο τελευταίος πειρασμός στον Κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων (Index librorum prohibitorum), «τιμή» που κανένας άλλος έλληνας συγγραφέας δεν αξιώθηκε.
Οι θαυμαστές του είναι αμέτρητοι. Στη μακρινή Κορέα μάλιστα υπάρχει ακόμη και ένας εξαιρετικά δραστήριος Όμιλος Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη.
Πού οφείλεται αυτή η τεράστια φήμη; Και κυρίως: η απίστευτη αντοχή ενός έργου το οποίο εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, εξακολουθεί να διαβάζεται με πάθος – και όχι μόνον στη γλώσσα του; Ο Καζαντζάκης, πιστεύω, επέτυχε να εφαρμόσει στη λογοτεχνία μια από τις βασικές αρχές της οικονομίας: να σκέπτεσαι σε παγκόσμιο επίπεδο και να ενεργείς επιτοπίως. Για να επιτύχεις αυτόν τον δύσκολο συνδυασμό είναι αναγκαίο το πάθος της γραφής να καταστεί πάθος της ζωής σου. Αυτό το πάθος της γραφής (το οποίο έπαιρνε σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις) κυριαρχεί σε ό,τι έγραψε ο Καζαντζάκης, που δεν υπήρχε είδος της λογοτεχνίας όπου να μη δοκίμασε τις δυνάμεις του. Κι είναι κυρίαρχο ακόμη και στα πιο προσωπικά του κείμενα, δηλαδή τις επιστολές του, όπου ο άνθρωπος και ο συγγραφέας Καζαντζάκης ταυτίζονται. Είναι εμφανέστατο στα Τετρακόσια γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη στον Παντελή Πρεβελάκη, που κυκλοφόρησαν πριν από χρόνια. Ο απαράμιλλος αφηγητής Καζαντζάκης ήταν και δεινός επιστολογράφος.
Το 2013 από το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη εκδόθηκε η αλληλογραφία του με τον δικηγόρο και αφοσιωμένο φίλο του Γιάννη Αγγελάκη χάρη στη δωρεά της κόρης του Αγγελάκη, της γνωστής ποιήτριας και βαφτιστήρας του συγγραφέα, Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, που επιβεβαιώνει την ταυτοσημία ζωής και γραφής, ανθρώπου και έργου. Ο Καζαντζάκης ταξίδευε για να μάθει και να ζήσει. Και ζούσε για να γράφει.
Αυτή την εξαιρετικής σημασίας έκδοση προσφέρει την Κυριακή «Το Βήμα» ώστε το ευρύτερο αναγνωστικό να γνωρίσει σημαντικές πτυχές της ζωής του Καζαντζάκη που φωτίζουν την προσωπικότητα και το συγγραφικό του έργο.
Ο Γιάννης Αγγελάκης, γεννημένος στα Δαρδανέλλια, εργάστηκε για κάποια χρόνια στην Ιονική Τράπεζα. Ήταν μέλος της αποστολής επαναπατρισμού των Ελλήνων του Καυκάσου το 1919. Υπήρξε νομικός σύμβουλος του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και είχε αναλάβει όλες τις νομικές υποθέσεις του Καζαντζάκη, συμπεριλαμβανομένων των δοσοληψιών του με εκδοτικούς οίκους της Αθήνας και της αγοράς οικοπέδου στην Αίγινα, όπου έχτισε αργότερα το σπίτι του.
Οι Επιστολές του Νίκου Καζαντζάκη προς την οικογένεια Αγγελάκη καλύπτουν μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1917 ως το 1957 (τη χρονιά που πέθανε ο Καζαντζάκης).Στο βιβλίο περιλαμβάνονται 74 επιστολές κι επιστολικά δελτάρια, πρόλογος της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ και διαφωτιστική εισαγωγή του επιμελητή, επίκουρου καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Θανάση Αγάθου. Είναι ένα βιβλίο αποκαλυπτικό του εσωτερικού κόσμου του Καζαντζάκη, των οικονομικών του δυσκολιών και της αντίστοιχης ανασφάλειάς του, των προβλημάτων που αντιμετώπιζε με εκδότες της Αθήνας όπως ο Ελευθερουδάκης και ο Δημητράκος, της πολιτικής του δράσης, των σχέσεών του με τις δύο συζύγους του, τη Γαλάτεια και την Ελένη, αλλά και με τη βαφτιστήρα του Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ.
Πέρα από τη στενή φιλία και την αγάπη ανάμεσα στον Αγγελάκη και τον Καζαντζάκη, που αποκαλύπτουν οι επιστολές, κυρίαρχο είναι και το εξομολογητικό κι ενδοσκοπικό περιεχόμενο των επιστολών, όπου ο αναγνώστης διαπιστώνει τον διαρκή αγώνα του Καζαντζάκη να επιτύχει τους συγγραφικούς του στόχους υπερβαίνοντας τον εαυτό του. Τον αγώνα αυτόν τον έβλεπε σαν χρέος που έπρεπε να το ξεπεράσει. «Δουλεύω σα να ’μουν υποχρεωμένος, σα να ’μουν σκλάβος κάποιου δαίμονα» γράφει τον Μάιο του 1957 από τη γαλλική Αντίπ, έξι μήνες πριν πεθάνει.
Ο Καζαντζάκης δεν σταμάτησε να γράφει ως το τέλος της ζωής του, παρά τα μεγάλα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Κατοικούσε μέσα στον συγγραφικό του κόσμο, οι μεγάλες ιδέες ήταν η καθημερινότητά του και η καθημερινότητα αυτή πολύ συχνά έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των ιδεών του πάνω στο χαρτί. Το αποδεικνύουν και τούτες οι επιστολές του, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συγγραφικού του έργου, το οποίο δεν το έφθειρε ο χρόνος αλλά παραμένει ζωντανό, επίκαιρο και ριζοσπαστικό στις μέρες μας. Όσο περισσότερα γνωρίζουμε για τη ζωή του τόσο καλύτερα τον διαβάζουμε. Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι σύγχρονός μας.