Ο Ιαν Ράνκιν κρυώνει. Και για να κρυώνει ένας κάτοικος Εδιμβούργου σημαίνει ότι στην πρωτεύουσα της Σκωτίας είναι μια πραγματικά κρύα μέρα. Νομοτελειακά, μια συζήτηση για τα καιρικά φαινόμενα του Ηνωμένου Βασιλείου προορίζεται να οδηγήσει στο ελληνικό καλοκαίρι, εξ ου και η αναφορά στη χαμένη ευκαιρία του συγγραφέα να επισκεφθεί εφέτος την Κεφαλλονιά, όπως κάνουν κάθε χρόνο με τη σύζυγό του. «Του χρόνου οπωσδήποτε, αν και όχι Ιούλιο ή Αύγουστο, γιατί στους 26°C αρχίζω να λιώνω». Οπωσδήποτε, ο «πατέρας» του επιθεωρητή Τζον Ρέμπους, αξιωματικός του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και συγγραφέας 25 μυθιστορημάτων, δεν προτίθεται να εξαντλήσει τον διάλογό μας σε ζητήματα ηλιοφάνειας –ή της απουσίας της. Με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά («Ο διάβολος μόνο ξέρει», εκδ. Μεταίχμιο), θα μιλήσουμε τελικά και για τον συνταξιούχο πλέον, αλλά ακόμη ακάματο ντετέκτιβ Ρέμπους, για τις μεταμορφώσεις του Εδιμβούργου, για το Brexit και για κάποιον «ανώνυμο» κύριο με σκωτσέζικες ρίζες που κατοικεί στον Λευκό Οίκο.
Στα τελευταία σας βιβλία ο πρώην επιθεωρητής Τζον Ρέμπους μοιάζει να βρίσκεται σε δαιμονιώδη φόρμα –η σύνταξη τελικά κάνει καλό; «Αλήθεια είναι αυτό για τον Ρέμπους. Η συνταξιοδότησή του ήταν πρόκληση για εμένα από τη στιγμή που θα έπρεπε να βρω τρόπους να αντιμετωπίσω ρεαλιστικά το πρόβλημα ότι δεν είναι πια ντετέκτιβ, δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε αστυνομικές έρευνες. Νομίζω ότι το τελικό αποτέλεσμα είναι καλό και για τη σειρά και για τους αναγνώστες, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Ρέμπους δούλευε όλα αυτά τα χρόνια σχεδόν σαν ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ποτέ δεν αισθανόταν άνετα ως μέλος ενός μεγάλου οργανισμού και τώρα που δεν είναι πια αστυνομικός είναι, κατά μία έννοια, ιδιωτικός ντετέκτιβ: πρέπει να βρει τον δικό του τρόπο να αναμειχθεί στην έρευνα και να ανακαλύψει τα αίτια του εγκλήματος».
Εφέτος κλείνει τριάντα χρόνια στο επάγγελμα, αφού το πρώτο βιβλίο με αυτόν ως ήρωα δημοσιεύθηκε το 1987. Πώς άλλαξε η δουλειά του στα τριάντα αυτά χρόνια προϋπηρεσίας; «Ο τρόπος που λειτουργεί η αστυνομία άλλαξε, η τεχνολογία που έχουν οι Αρχές στη διάθεσή τους επίσης, η ροή στοιχείων μέσω ενός δικτύου πληροφοριοδοτών έχει διακοπεί, όλο αυτό το σύστημα αστυνόμευσης έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Με αυτούς τους όρους ο Ρέμπους εκπροσωπεί κάτι που δεν υπάρχει πλέον, είναι πια ένας δεινόσαυρος. Επιπλέον, είναι πιο αργός, πιο ηλικιωμένος. Εξηνταπεντάρης πια, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα φυσικά του χαρίσματα για να εκφοβίσει υπόπτους. Πρέπει να εκμεταλλευθεί άλλες δεξιότητες για να αντιμετωπίσει τους σωματικούς του περιορισμούς, τις μεταβολές στον χώρο εργασίας».
Νομίζω ότι βλέπει κανείς στα πρόσφατα έργα σας αυτή την έντονη θεματική της μετάβασης, κυρίως της υποκατάστασης των παλαιότερων γενεών από νεότερες. «Θα έλεγα ότι τα βιβλία της συνταξιοδότησης του Ρέμπους είναι βιβλία γύρω από τη θνητότητα. Ανθρωποι όπως ο Ρέμπους και ο Κάφερτι, ο συνομήλικός του ηγέτης του οργανωμένου εγκλήματος, κοιτάζουν τον κόσμο γύρω τους, αντικρίζουν τις αλλαγές του με αμηχανία, αναρωτιούνται αν έχουν ακόμη κάποιον χρήσιμο ρόλο σε αυτόν. Μου θυμίζουν δύο ηλικιωμένους πυγμάχους πάνω στο ρινγκ που αρνούνται να το εγκαταλείψουν, ενώ κάτω από αυτό νεότεροι, πιο επιθετικοί μποξέρ είναι έτοιμοι να πάρουν τη θέση τους. Από την άλλη πλευρά, όταν ένας φίλος μου διάβασε το προηγούμενο βιβλίο της σειράς, το «Ακόμα και τα άγρια σκυλιά», που έχει να κάνει με πατέρες και γιους ή θετούς πατέρες και θετούς γιους, μου είπε ότι το βασικό του θέμα είμαι εγώ ο ίδιος, αντανακλά το γεγονός ότι γερνάω και τα παιδιά μου φεύγουν από το σπίτι».
Αντανακλά, όμως, και τις αλλαγές της πραγματικότητας, φαντάζομαι. «Οπωσδήποτε. Η Σκωτία έχει αλλάξει τα τελευταία τριάντα χρόνια, πολιτικά, κοινωνικά, εργασιακά. Κατά βάθος, ωστόσο, το Εδιμβούργο παραμένει ένα είδος Τζέκιλ και Χάιντ. Μια πόλη που επιφανειακά μοιάζει ωραία, ορθολογική, πολιτισμένη. Οταν όμως ξύσεις λίγο το λούστρο, βρίσκεις πλήθος σκοτεινών ζητημάτων. Και παραμένει μια πόλη που επιμένει να ρίχνει κλεφτές ματιές πίσω της, στο παρελθόν της. Γιατί, όταν τη διασχίζεις, διαπιστώνεις ότι είσαι περικυκλωμένος από μνημεία, αγάλματα, κάστρα που σου θυμίζουν τι ήταν κάποτε. Υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στο μοντέρνο Εδιμβούργο και στο παρελθόν του. Κάθε φορά που ανακοινώνεται ένα σύγχρονο αρχιτεκτονικό σχέδιο έχουμε πάντοτε κατακραυγή, έχουμε πάντοτε διαμαρτυρίες, πάντοτε εμφανίζονται ομάδες που επιχειρούν να αποτρέψουν την υλοποίησή του. Γιατί δεν θέλουν να γίνει το Εδιμβούργο μια πόλη του 21ου αιώνα».
Αν δεν κάνω λάθος, το Εδιμβούργο, όπως και το Λονδίνο και άλλες μεγάλες πόλεις της Βρετανίας, αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή ένα έντονο ζήτημα του 21ου αιώνα, αυτό της ραγδαίας αύξησης των τιμών των ακινήτων που «εκδιώκει» τους φτωχότερους κατοίκους. «Αυτό το πρόβλημα είναι μόνιμο γιατί το Εδιμβούργο πάντοτε ήταν πλούσια πόλη. Και είναι ένα φαινόμενο που προξενεί κυματισμούς. Νέοι επαγγελματίες που δεν έχουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν στις ακριβές περιοχές της πόλης εγκαθίστανται στην αμέσως κοντινότερη προσιτή τους ζώνη. Θυμάστε το Λιθ του «Trainspotting»; Σήμερα στο Λιθ υπάρχουν τρία εστιατόρια με αστέρια Michelin! Ο Ιρβιν Γουέλς δεν θα μπορούσε με τίποτα να το φανταστεί αυτό όταν έγραφε το βιβλίο».
Συχνά υπάρχουν μικρές, αλλά καίριες δόσεις πολιτικής στα βιβλία σας –το άνοιγμα του σκωτσέζικου Κοινοβουλίου το 1999, για παράδειγμα, ή η σύνοδος των G8 στο Γκλενίγκλς το 2005. «Ολα αυτά άρχισαν να με απασχολούν όταν απέκτησα παιδιά –σε τι κοινωνία τα φέρνω, αν μπορεί να γίνει καλύτερη, τι προοπτικές θα έχουν εκείνα στο μέλλον. Στα πρώτα μου βιβλία λίγη πολιτική θα βρείτε. Νομίζω ότι μάλλον πολιτικοποιείται κανείς περισσότερο όταν κάνει παιδιά. Καταλαβαίνει ότι χρειάζεται να σκεφτεί λίγο πιο βαθιά το τι συμβαίνει γύρω του και το τι θα κληροδοτήσει στην επόμενη γενιά. Και ήταν και ενδιαφέροντες καιροί αυτοί για τη Σκωτία. Είχαμε την αυτονομία, μετά είχαμε το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, τώρα έχουμε έναν ημι-σκωτσέζο πρόεδρο στον Λευκό Οίκο, αλλά δεν μιλάμε και πολύ γι’ αυτό –η μητέρα του καταγόταν από τη Σκωτία, ξέρετε… Ας μην ξεχνάμε και το Brexit, εννοείται, αν και κανείς δεν ξέρει ακόμη τι σημαίνει όλο αυτό το πράγμα. Αυτή είναι η εμπειρία τού να ζεις στη Σκωτία, άρα πρέπει έως ένα σημείο να υπάρχουν αναφορές σε αυτήν».
Αναρωτιέμαι τι επίδραση μπορεί να έχει το Brexit στη ζωή του Ρέμπους. «Ο Ρέμπους δεν ασχολείται και πολύ με την πολιτική, μόνο τρεις φορές έχει ψηφίσει στη ζωή του, όσο θα μπορεί να πηγαίνει σε ένα μπαρ να πίνει την μπίρα του θα είναι χαρούμενος. Ανθρωποι σαν τη Σιβόν Κλαρκ και τον Μάλκολμ Φοξ είναι που ανησυχούν περισσότερο για το Brexit. Οι συνέπειες για την αστυνομία δυνητικά είναι σοβαρές –η πρόσβαση στις πληροφορίες της Europol, για παράδειγμα, μπορεί να πάψει ή να χρειαστεί αναδιαπραγμάτευση αν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι πια μέρος της Ευρώπης. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό το ζήτημα είναι μέρος μιας ευρύτερης μετακίνησης προς τα δεξιά, σε διάφορα μέρη του κόσμου. Κάτι που βρίσκω ανησυχητικό, μια και για εμένα θυμίζει πολύ ανάλογα συμβάντα της δεκαετίας του 1930. Η άνοδος του εθνικισμού, και ειδικότερα η άνοδός του στην Αγγλία, υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας που ευθύνεται για το Brexit. Ενα είδος απομονωτισμού, μια αίσθηση ότι όσοι δεν ανήκουν στο έθνος δεν είναι απλώς διαφορετικοί αλλά και επίφοβοι, ήταν πολύ χαρακτηριστική της σκέψης που πρόβαλλαν κάποιοι μικρόνοες δεξιοί πριν από το Brexit υποθάλποντας τα χειρότερα ένστικτα του κόσμου. Ζούμε σε άσχημους καιρούς, τελικά».
Που προσφέρονται όμως για έμπνευση στους λογοτέχνες; «Θα έλεγα ότι είναι δύσκολοι καιροί για τους λογοτέχνες, από την άποψη ότι όλα μοιάζουν τόσο χαοτικά και παράλογα που σχεδόν αδυνατείς να τα εξορθολογίσεις στο πλαίσιο ενός μυθιστορήματος. Γιατί ένα μυθιστόρημα πρέπει να είναι αξιόπιστο, να μοιάζει πιστευτό, και αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο πραγματικός κόσμος δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο».
Η λογοτεχνία ερμηνεύει, βάζει σε τάξη τον κόσμο… «Νομίζω ότι αυτή ακριβώς είναι η χρησιμότητα της αστυνομικής λογοτεχνίας, μάλιστα: κάτι συμβαίνει και εκ των υστέρων εξετάζουμε τι ήταν αυτό και ποιο μπορεί να είναι το νόημά του. Το βλέπετε συχνά σε χώρες με ξεσπάσματα βίας. Πάρτε για παράδειγμα την Ιρλανδία, όπου δεν υπήρχε παράδοση αστυνομικής λογοτεχνίας πριν από τον καιρό των Ταραχών (σ.σ.: ξεκίνησαν γύρω στα 1969). Οταν ακριβώς ειρήνευσε η κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, άρχισαν να εμφανίζονται συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων που έθεσαν τα ζητήματα των αιτίων των συγκρούσεων, του νοήματός τους και του μέλλοντος της χώρας».
Αν ο Ρέμπους είχε έναν πνευματικό αδελφό, αυτός θα μπορούσε να είναι ο Κουρτ Βαλάντερ του σουηδού συγγραφέα Χένινγκ Μάνκελ; «Χαίρομαι που με συγκρίνουν με τον Χένινγκ Μάνκελ, ήταν ένας καταπληκτικός συγγραφέας. Γενικά, προτιμώ τους συγγραφείς που χρησιμοποιούν το αστυνομικό μυθιστόρημα για να αναλύσουν την κοινωνία και να θέσουν τα μεγάλα ζητήματα της κάθε εποχής –και νομίζω ότι ακριβώς αυτό έκανε τόσο καλά ο Μάνκελ. Επειδή, τώρα, το στυλ του Ρέμπους θυμίζει πιο πολύ ιδιωτικό ντετέκτιβ, εγώ θα τον έβαζα δίπλα σε τύπους σαν τον Φίλιπ Μάρλοου –Σέρλοκ Χολμς δεν είναι. Οπότε, ως προς τις ομοιότητες, ο Ρέμπους έχει πολλά κοινά με τον Χάρι Μπος του αμερικανού συγγραφέα Μάικλ Κόνελι: και οι δύο έχουν στρατιωτικό παρελθόν, φέρουν τα ψυχικά τραύματα της στρατιωτικής τους εμπειρίας, έχουν πια συνταξιοδοτηθεί. Οταν ξεκίνησα να γράφω τον Ρέμπους, είχα στο μυαλό μου τον Λέιντλο του σκωτσέζου συγγραφέα Γουίλιαμ Μακ Ιλβάνι, ο οποίος μπορεί να διαβάζει φιλοσοφία, κάτι που ο Ρέμπους δεν νομίζω ότι θα έκανε ποτέ, έχουν όμως ομοιότητες στον τρόπο που βλέπουν το έγκλημα. Επιπλέον, ο Μακ Ιλβάνι έβλεπε το αστυνομικό μυθιστόρημα ως μέσο για να μιλήσει για τη σύγχρονη Σκωτία και να θέσει κοινωνικά ζητήματα, αυτό ακριβώς που ήθελα να κάνω κι εγώ. Η σκωτσέζικη αστυνομική λογοτεχνία, πάντως, είναι αλήθεια ότι μοιράζεται με τη σκανδιναβική ένα είδος σκότους. Και οι δύο περιοχές είναι κρύες και σκοτεινές τους μισούς μήνες του χρόνου, οι ντετέκτιβ τους τείνουν προς τη μελαγχολία και την ενδοσκόπηση. Από αυτή την άποψη, ο Κουρτ Βαλάντερ σίγουρα θυμίζει πολύ τον Ρέμπους».
Σας έκανε η επέτειος της τριακονταετηρίδας του Ρέμπους να σκέφτεστε τα πρώτα συγγραφικά σας χρόνια; «Μεταξύ των άλλων εκδηλώσεων για τα τριαντάχρονα του Ρέμπους είναι και μια έκθεση που τρέχει τώρα στο Εδιμβούργο («Rebus30″, έως τις 21.01.18). Για τις ανάγκες της χρειάστηκε να επιστρέψω στο παρελθόν, να ψάξω το παλιό μου αρχείο. Οπότε, εκτίθενται εκεί τα πέντε απορριπτικά γράμματα εκδοτών για το πρώτο μου βιβλίο με τον Ρέμπους και το πρώτο μου συμβόλαιο, αξίας 1.500 ευρώ –τόσα πληρώθηκα για εκείνο το μυθιστόρημα. Και γι’ αυτό έγραφα δύο βιβλία τον χρόνο όταν ήμουν νέος, για να ζήσω δεν έφταναν τα χρήματα από ένα. Τουλάχιστον, τώρα έχω την ευχέρεια να γράφω ένα βιβλίο κάθε δύο χρόνια –βολικό για εμένα, γιατί είμαι τυχερός αν μου έρθει πια μια καλή ιδέα τον χρόνο!».
Αλήθεια, πώς είναι να μιλάει κανείς μόνιμα για το παρελθόν όταν μιλάει για ένα βιβλίο; Πρακτικά, συζητούμε πάντα για κάτι που ο συγγραφέας έχει ξεπεράσει… «Είναι παράξενο συναίσθημα. Σχεδόν δεν το θυμάμαι πια το βιβλίο μου, για να πω την αλήθεια. Μόλις τελειώσω το γράψιμο αισθάνομαι ότι μπορώ επιτέλους να σταματήσω να το σκέφτομαι οριστικά –ξεμπέρδεψα με δαύτο, ξεμπέρδεψα με αυτό το στόρι, είμαι ελεύθερος πια να δω τι έπεται».
Και τι έπεται, λέτε; «Η εφετινή χρονιά ήταν ενδιαφέρουσα –από την άποψη ότι δεν έγραψα τίποτα! Ταξίδευα ανά τον κόσμο για την επέτειο των 30 χρόνων από την εμφάνιση του Ρέμπους. Για αυτή την επέτειο τον Ιούνιο είχαμε ένα φεστιβάλ αναγνωστών στο Εδιμβούργο, ενώ προχθές μόλις επέστρεψα από ένα ταξίδι στην Ασία όπου συμμετείχα σε φεστιβάλ βιβλίου στην Ινδονησία, στο Μπαλί και στο Χονγκ Κονγκ. Τώρα είμαι πλέον έτοιμος να ξεκινήσω να γράφω, είμαι στη φάση που παίζω με ιδέες. Το μόνο που ξέρω μέχρι στιγμής είναι ότι θα γράψω πάλι κάτι με τον Ρέμπους, δεν έχω όμως ακόμη καθορίσει την υπόθεση, ούτε και τον τίτλο. Πρέπει να βρω έναν τίτλο! Αν δεν έχω τον τίτλο, δεν μπορώ να γράψω!».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ