Συναντήθηκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Εκείνος έμπαινε, εκείνη έβγαινε. «Σας ήθελα!» του είπε και η φωνή της είχε τον αντιπαθητικό ήχο της άδικης επίπληξης. «Θα παρακαλούσα να μην κάνετε ντους μετά τις έντεκα, γιατί τα νερά με ξυπνάνε, καταλαβαίνετε…». «Εγώ σας καταλαβαίνω, πρέπει όμως να με καταλάβετε κι εσείς: Φεύγω στις 6 το πρωί για τη δουλειά μου, το μεσημέρι πηγαίνω στη δεύτερη δουλειά μου, τελειώνω στις 10 το βράδυ, επιστρέφω στις 22.30, πότε να κάνω μπάνιο; Δεν υπάρχει άλλη ώρα». «Ναι, αλλά κι εγώ δεν μπορώ να ξενυχτάω επειδή εσείς πλένεστε». «Ούτε εγώ μπορώ να βρωμάω».
Εκ πρώτης, όπως είπα στον παθόντα φίλο μου, σκέφτομαι πως η κυρία παραλογίζεται και πως υπάρχουν ένα σωρό μικροσκοπικά χαπάκια σε διάφορα σχήματα και χρώματα που μπορούν να της χαρίσουν τον ύπνο των ονείρων της. Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω και τα δικά της δίκια. Στο σπίτι της βρίσκεται, δικαίωμά της είναι να κοιμάται ό,τι ώρα θέλει, μπορεί οι θόρυβοι που κάνεις ενώ πλένεσαι να ακούγονται έντονα.
«Ακούγονται», παραδέχτηκε, «την ακούω και εγώ όποτε κάνει μπάνιο. Τραγουδάει κιόλας!». «Ωραία;». «Χάλια!».
Σε πολυκατοικία ζω και εγώ, από τις παλιές, τις χωρίς μόνωση, και καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πόσο δυσάρεστη είναι η αίσθηση πως βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι τού άλλου. Παρατηρώ δε πως, αν και αρκετοί πάντα σε τέτοια σπίτια ζούσαμε και θα έπρεπε να είχαμε συνηθίσει, τα τελευταία χρόνια σταματήσαμε να ανεχόμαστε πολλά από όσα ανεχόμασταν. Τι φταίει; Φταίει σίγουρα και ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί λόγω της γαϊδουροποίησης της κοινωνίας (η φτώχεια φέρνει και άλλα δεινά), αλλά και ότι τα νεύρα μας είναι τόσο πειραγμένα, που δεν αντέχουμε πράγματα τα οποία παλαιότερα ούτε καν προσέχαμε.
Τον έναν τον ενοχλεί η χρήση του ασανσέρ τις μικρές ώρες. «Και τι θες να κάνουν οι άνθρωποι που επιστρέφουν αργά;». «Να ανέβουν με τη σκάλα!». «Στον έκτο;». «Ναι!». Η άλλη δεν αντέχει τη γιαγιά με το μπαστούνι. «Ολη μέρα τάκα τούκα, τάκα τούκα, τάκα τούκα! Κώλο δεν βάζει κάτω! Πού τη βρίσκεις τόση ενέργεια, κυρά μου, στα 90;». Τι προτείνεις, να περιμένει ακίνητη πότε θα της επιτρέψεις να κάνει τις δουλειές της ή να δοκιμάσει να περπατά με τα χέρια; Ο τρίτος (Χ… σε σένα αναφέρομαι) αν μπορούσε να στειρώσει όλα τα νέα ζευγάρια που μένουν στον πολυκατοικία του θα το είχε κάνει, δεδομένου ότι «αφήνουν τα παιδιά τους να κλαίνε με τις ώρες…». Ενώ; «Ενώ παλιά τους έδιναν λάβδανο και τα κοίμιζαν». Πήγαινε να κοιταχτείς στον καθρέφτη τώρα, του λέω, θα δεις μέσα την αρσενική εκδοχή της Φραγκογιαννούς!

Ισως φταίει το ότι μεγαλώνοντας αποκτάμε τις παραξενιές που ως τώρα καταδικάζαμε στις άλλες ηλικίες. Φταίει όμως κυρίως, κακά τα ψέματα, πως αυτές οι πολυκατοικίες, με τα στριμωγμένα διαμερίσματα και τους χάρτινους τοίχους, τερατόμορφοι όγκοι σε μια επιβαρυμένη πόλη, επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την όλο και πιο αβίωτη καθημερινότητά μας: Ασχημες, ασυντήρητες, κρύες, βρώμικες, μοιάζουν με πολυόροφα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου στοιβάζονται χιλιάδες εκνευρισμένοι, δυστυχισμένοι και αγενείς άνθρωποι.
«Ολα θα τα λύσει η γενική συνέλευση» είπε ο φίλος μου και πήρε άδεια από τη δεύτερη δουλειά του, «επειδή αυτή τη φορά πρέπει να παραστώ, δεν πάει άλλο». Εξαλλος πήγε, πιο έξαλλος έφυγε. Σκοτώθηκαν! Για τα μπάνια τους, για τα μωρά τους, για τη θέρμανση, για τα κοινόχρηστα, για τα σκουπίδια που βγάζουν έξω από τις πόρτες τους, για τις τηλεοράσεις που παίζουν δυνατά, για τα πλυντήρια που πλένουν με νυχτερινό ρεύμα και κάνουν φασαρία, για τα νερά από τα ποτίσματα που τρέχουν στα κάτω μπαλκόνια, για εκείνον τον αχαρακτήριστο που ζωγράφισε τις προάλλες πάνω στους λογαριασμούς τής ΔΕΗ πέη «και έχουμε και παιδιά εδώ μέσα» (έχουν όμως και τους πλακατζήδες τους…). «Οσα κορόιδευα στο «Ρετιρέ» του Δαλιανίδη τα λούζομαι, και ακόμη περισσότερα». «Με την υπόθεση του ντους τελικά τι έκανες;». «Τι να κάνω; Αποφάσισα να βάζω ξυπνητήρι, να ξυπνώ μισή ώρα νωρίτερα (δηλαδή στις 5!) και να πλένομαι τότε, ώστε να μην ενοχλώ την παράξενη». Δύο ημέρες μετά, η παράξενη του έκανε ξανά παρατήρηση, επειδή την ξυπνάει με τα νερά του από τα χαράματα.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ