Επί σχεδόν μία δεκαετία η Ελλάδα τελεί σε κατάσταση γενικευμένης κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής. Από το 2009 και εντεύθεν, από τη στιγμή δηλαδή που αποκλείστηκε λόγω της υπερχρέωσης από τις διεθνείς αγορές, παλεύει να βρει νέο βηματισμό, μα δεν τον βρίσκει.
Τα κατά καιρούς διασωστικά προγράμματα που επιβλήθηκαν από τους δανειστές και υιοθετήθηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις απεδείχθησαν ατελή, είτε γιατί δεν υπηρετήθηκαν με αποφασιστικότητα και συνέπεια είτε γιατί η προσέγγισή τους ήταν μονοσήμαντη και αρτηριοσκληρωτική.
Αυτή τη στιγμή, έπειτα από οκτώ χρόνια διαρκούς και εν πολλοίς καταδυναστευτικής προσαρμογής, το αποτέλεσμα δεν είναι το καλύτερο. Η οικονομία και η κοινωνία έχουν ισορροπήσει μεν σε χαμηλότερη βάση, αλλά όλα δείχνουν ότι αυτή η νέα ισορροπία δεν επαρκεί για το άλμα που χρειάζεται ο τόπος.
Οι επιχειρήσεις και οι πολίτες καταδιώκονται από το βάρος των πανύψηλων φόρων και από τον διαρκή περιορισμό των δαπανών, δεν βρίσκουν χώρο, ούτε πόρους προκειμένου να αναπτύξουν επενδυτικές ή άλλες πρωτοβουλίες.
Ταυτόχρονα ο κύκλος των βαρύτατων υποχρεώσεων έναντι των ξένων παραμένει ισχυρός και αδιαπέραστος, δεν αφήνει χαραμάδες αναπνοής και αναζωογόνησης.
Οι πολιτικές δυνάμεις κυριαρχούμενες από εξουσιαστικά σύνδρομα έχουν επιλέξει στρατηγικές έντασης από τη μια πλευρά και φθοράς από την άλλη, γεγονός που δεν επιτρέπει οργανωμένες και συντονισμένες πανεθνικές προσπάθειες, τις μόνες ικανές να διαμορφώσουν συνθήκες εξόδου από τη μακρά και βασανιστική κρίση.
Παρότι λοιπόν οι δημοσιονομικές συνθήκες είναι καλύτερες και έχει προωθηθεί πλήθος διαρθρωτικών μέτρων, τίποτε προς το παρόν δεν εγγυάται την ελευθέρωση της χώρας, ούτε την καλλιέργεια προσδοκιών προόδου και ευημερίας.
Είναι το χρέος τόσο καταδυναστευτικό και τα πρωτογενή πλεονάσματα τόσο απαιτητικά μέχρι το 2023, που δεν επιτρέπουν την ελευθέρωση των οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων προς την κατεύθυνση ανασυγκρότησης και αναγέννησης της χώρας.
Για τον ανεξάρτητο παρατηρητή ούτε το επιχείρημα του Πρωθυπουργού που θέλει τη χώρα έτοιμη να «πετάξει» ευσταθεί, ούτε του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που βλέπει τη χώρα να απογειώνεται υπό τη δική του ηγεσία μπορεί να εγγυηθεί την έξοδο από την κρίση.
Χωρίς επαρκή ρύθμιση του χρέους, ικανή να μειώσει στον χρόνο το βάρος εξυπηρέτησής του, η χώρα κινδυνεύει να περιέλθει σε φάση στασιμότητας ή αναιμικής ανάπτυξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η Ελλάδα χρειάζεται τώρα άλματα προόδου. Και αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν σε περιβάλλον έντασης, ενοχοποίησης, σκανδαλολογίας και πολιτικών διώξεων.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, τον οποίο συχνά-πυκνά επικαλείται και πολλές φορές μιμείται ο Πρωθυπουργός, το 1994 εν όψει του εθνικού στόχου ένταξης της χώρας στη ευρωζώνη επιδίωξε και επέβαλε την ειρήνευση και την καταλλαγή των πολιτικών παθών.
Το ίδιο θα μπορούσε να κάνει τώρα ο Πρωθυπουργός. Οι επερχόμενες διαπραγματεύσεις για το χρέος προσφέρουν χρυσή ευκαιρία.
Εν όψει αυτών επιβάλλεται να συγκροτήσει μια εθνική υπερκομματική επιτροπή διαπραγμάτευσης για το χρέος, αποτελούμενη από ξεχωριστές προσωπικότητες που γνωρίζουν σε βάθος το πρόβλημα και είναι σε θέση να σταθούν με επάρκεια απέναντι στους δανειστές και να στηρίξουν αποφασιστικά την προσπάθεια της κυβέρνησης.
Τους επόμενους μήνες θα κριθεί στην κυριολεξία το μέλλον της χώρας, θα διαμορφωθούν οι συνθήκες για την αναγέννηση ή τον μαρασμό της.
Αν πονάει την πατρίδα και αγαπάει πραγματικά τον ελληνικό λαό, που κάθε τόσο επικαλείται, ας βάλει το μαχαίρι στο θηκάρι και ας επιδιώξει την ειρήνευση και τη συναίνεση τουλάχιστον στο μείζον θέμα του χρέους.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ