H έντονη κινητικότητα στον κλάδο της υγείας και το ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί από ξένους «παίκτες» έχει εξήγηση, αφού οι δαπάνες των Ελλήνων για υπηρεσίες ιδιωτικής υγείας είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ειδικότερα, η Ελλάδα στην ποσοστιαία διάρθρωση ιδιωτικής και δημόσιας δαπάνης υγείας σημειώνει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικής δαπάνης στην υγεία μεταξύ των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης με 39,4%, ενώ μόλις έξι χώρες εμφανίζουν ποσοστό άνω του 30%.
Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας (γενικές κλινικές και κλινικές αποκατάστασης και αποθεραπείας, ψυχιατρικές κλινικές, μαιευτικές κλινικές και διαγνωστικά κέντρα) ανήλθε το 2016 σε 1,43 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την πρόσφατη κλαδική μελέτη «Ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας» που εκπόνησε η Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων, ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής (ΜΕΡΜ) του κλάδου διαμορφώνεται αρνητικός (-1,9%) την περίοδο 2007-2016.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της εταιρείας Στόχασις κ. Βασίλης Ρεγκούζας, η αγορά των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας παρουσιάζει αύξηση την τριετία 2014-2016, αν και συνεχίζει να επηρεάζεται από την πορεία των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων και γενικότερα των οικονομικών συνθηκών που επηρεάζουν το διαθέσιμο εισόδημα.
Επίσης, οι ερευνητές της εταιρείας προβλέπουν πως ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής σε αξία για την περίοδο 2016-2020 θα διαμορφωθεί στο 4,1% για τις γενικές κλινικές, στο 7% για τις ψυχιατρικές κλινικές, στο 2,9% για τις μαιευτικές κλινικές και στο 2,4% για τα διαγνωστικά κέντρα.
Η χρηματοοικονομική κατάσταση των γενικών κλινικών θεωρείται επιβαρυμένη την περίοδο 2009-2016, σημειώνεται ωστόσο το θετικό EBITDA (κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) στο 11,09% που φαίνεται να εμφανίζεται το 2016, έναντι 0,02% το 2015, επανερχόμενο στα επίπεδα του 2009 (10,82%). Οσον αφορά τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ψυχιατρικών κλινικών, επιδεινώθηκε από το 2014 και έπειτα, ενώ αντίθετα η χρηματοοικονομική κατάσταση των μαιευτικών κλινικών βελτιώθηκε κυρίως από το 2014 και έπειτα και ιδιαίτερα το 2016 (EBITDA 2014: 12,41%, 2015: 16,41%, 2016: 20,13%), όπου φαίνεται ότι θα επιτευχθεί καθαρή κερδοφορία ύστερα από έξι χρόνια. Τέλος, η χρηματοοικονομική κατάσταση των διαγνωστικών κέντρων διαμορφώνεται «υγιής» την εξεταζόμενη περίοδο 2009-2016, αν και σημειώνεται μείωση των δεικτών αποδοτικότητας ιδίων και απασχολουμένων κεφαλαίων την περίοδο 2009-2016 (αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων 2009: 56,58%, 2016: 17,13% – αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων 2009: 23,08%, 2016: 8,84%).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ