«»Tο Ημερολόγιο ενός τρελού» ήταν για μένα μια ενότητα που έχει την αφετηρία της στο «Εγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογέφσκι, που είχα ανεβάσει στο Εθνικό. Πήγα προς τα πίσω, στη μήτρα που γέννησε όλους τους ρώσους συγγραφείς. Ο Ντοστογέφσκι άλλωστε ήταν εκείνος που έλεγε ότι «όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ». Με το «Ημερολόγιο» πάμε πίσω, στα πολύ πρώιμα έργα του. Το έγραψε το 1935. Και ομολογώ ότι δίνει έναν πυρήνα υλικού για όλους μας.
Στην παράσταση δυσκολεύτηκα γιατί συγκέντρωσα πολλές ιδιότητες. Εκανα τη διασκευή, τη σκηνοθεσία και τη μουσική, ενώ παράλληλα παίζω. Το σημαντικό είναι ότι η μετάφραση δουλεύτηκε από τα ρωσικά και την έκανε η Ελένη Μπακοπούλου. Συνήθως το έργο μεταφράζεται από τα γαλλικά, με αποτέλεσμα να δίνεται ένας ρομαντικός τόνος. Εδώ είναι εμφανή και το χιούμορ και η σάτιρα. Ηταν ένα σκώπτης είρων ο Γκόγκολ.
Είχα να παίξω δεκαεπτά χρόνια, από τη «Φόνισσα» με τη Λυδία Κονιόρδου. Ενδιαμέσως, το 2008, συμμετείχα στην τηλεοπτική παραγωγή του «Δέκα» του Καραγάτση. Και ομολογώ ότι βγαίνοντας από την περιπέτεια των τελευταίων χρόνων ένιωσα την ανάγκη να ξαναπαίξω. Αρωγός στο πλάι μου σε αυτή τη θεατρική περιπέτεια στάθηκε ο Ματθαίος Γιωσαφάτ. Ηθελα να επιστρέψω στη γενέθλια γη της δικής μου τέχνης, που είναι η τέχνη του ηθοποιού, της υποκριτικής. Να κάνω μια επιστροφή στον πυρήνα. Και τελικά, ναι, μου είχε λείψει. Και έτσι τώρα συστήνομαι ξανά στον κόσμο, με την πρωταρχική όρεξη, με την καθαρή, αυτόνομη και ελεύθερη όρεξη του καλλιτέχνη.
Για μένα ο ηθοποιός είναι το κέντρο του θεατρικού σύμπαντος. Παράλληλα ξαναβρήκα το σώμα μου. Μετά από οκτώ χρόνια σε γραφεία και καρέκλες χάνεις την επαφή με το σώμα σου. Είχα χάσει την εμβίωση. Και τώρα όλη αυτή η διαδικασία μού αποκαλύπτει δυνάμεις, μνήμες, ένστικτα, ρίζες, λειτουργίες που είχα αφήσει στην άκρη. Και μου δίνει χαρά και στην προσωπική μου ζωή. Σήμερα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι τραγικοί, γιατί το τραγικό ξοδεύεται καθημερινά στην τραγικότητα κάθε ημέρας, οι άνθρωποι καταφεύγουν σε μια προβολή του μεγαλειώδους εαυτού τους, του ιδεατού εαυτού τους, που θα έχει όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα και τα περιουσιακά στοιχεία που θα ονειρεύονται και δεν θα μπορούν να έχουν. Στην ουσία όλο αυτό συμπυκνώνεται στη φράση «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;».
Aυτή λοιπόν την καταφυγή σε έναν ουτοπικό εαυτό την έχουμε όλοι –από τον πρωθυπουργό έως έναν απλό μικροπωλητή. Γιατί εκεί μέσα έχουν όλοι μια ελευθερία, τη δυνατότητα να φεύγουν από μια παθολογία. Εκεί μέσα μπορούν να είναι ευτυχισμένοι και να απολαμβάνουν ένα επίπεδο ζωής που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σαν προσομοίωση, σαν παράλληλο σύμπαν. Είναι αυτή η φράση του Μπαλζάκ, «μικροί άνθρωποι, μεγάλες προσδοκίες»».
Πού και πότε
Στην Κεντρική Σκηνή του Ιδρυματος Μιχάλη Κακογιάννη.Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00.Παραστάσεις ως τις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ