«Η αγριόπαπια» δεν ήταν από τα έργα που είχε προγραμματίσει ο Δημήτρης Τάρλοου. Προέκυψε όμως μέσα από τις «Τρεις αδελφές». Το ήξερε βέβαια από παλιά, όταν το είχε ανεβάσει ο Τάσος Μπαντής στο Εμπρός, την εποχή που ήταν και εκείνος εκεί. Θεωρώντας ότι σήμερα έχει λόγο ύπαρξης, καταπιάστηκε με το ιψενικό κείμενο, γνωρίζοντας τις δυσκολίες του. Αποφεύγοντας κάθε επικαιροποίηση, έστησε το δίπολο (οι οικογένειες των Βέρλε και Εκνταλ) ενός κόσμου γεμάτου ψευδαισθήσεις.
«Από μια οικογένεια ξεκινούν όλα. Αυτή είναι η βάση και η πηγή προβλημάτων και τραγωδιών. Στην «Αγριόπαπια» έχουμε να κάνουμε με δύο οικογένειες που κρύβουν μυστικά και τα οποία, με κάποιον τρόπο, συνδέονται. Και τα παιδιά αυτών των δύο οικογενειών, ο Γιάλμαρ και ο Γκρέγκερς, συνδέονται με μια φιλία και συγχρόνως ταλανίζονται από τα μυστικά των πατεράδων τους» λέει ο σκηνοθέτης, που πιστεύει ότι το έργο αφορά την πατρική φιγούρα, αφού «και οι δύο γιοι ζουν από και για τους πατεράδες τους», ενώ παράλληλα «μπερδεύονται οι προθέσεις με τη μοίρα και την κληρονομικότητα».
Με βασικό ζήτημα την αναγκαιότητα ή μη του ζωτικού ψεύδους, ο Δημήτρης Τάρλοου βλέπει την «Αγριόπαπια» με διαφορετικό τρόπο, ακολουθώντας, φυσικά, τον δρόμο του συγγραφέα. Η λαβωμένη αγριόπαπια που φροντίζει το 14χρονο κορίτσι, ο ρόλος του διαβολέα Γκρέγκερς, που μπαίνει μέσα και αφήνει πίσω του συντρίμμια εν ονόματι μιας ιδεολογίας, αλλά και το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο που ενυπάρχει στο έργο. «Γιατί χωρίς αγάπη και αλήθεια δεν μπορεί να ζήσει κανείς».
Και τα ζωτικά ψεύδη; «Ούτε μπορούμε ούτε οφείλουμε να απαλλαγούμε από το ζωτικό ψεύδος. Το θέμα είναι η αλήθεια και ποια από τα προσωπικά μας ζωτικά ψεύδη έχουμε ανάγκη για να δημιουργούμε και ποια είναι καταστροφικά –αυτά τα τελευταία μπορεί να είναι και συλλογικά».
Αόριστο τώρα
Ο Δημήτρης Τάρλοου τοποθετεί την παράσταση σε ένα αόριστο τώρα, διατηρεί ζωντανή τη γλώσσα του Ιψεν, ανταποκρινόμενος στο χιούμορ και τον σαρκασμό του συγγραφέα. Καθοριστικό, πώς αλλιώς, το casting, «που είναι πάνω από τη μισή δουλειά, χωρίς να σημαίνει ότι πετυχαίνεις πάντα. Επιλέγω να μεταφράζω γιατί έτσι είναι σαν να δίνεις συγκεκριμένη ζωή στα πρόσωπα που μεταφράζεις». Ικανοποιημένος από τον τρόπο που γίνεται η δουλειά, συνηθίζει να καλεί τους ηθοποιούς του να φέρουν κάτι πολύ προσωπικό στη σκηνή, ώστε να δώσουν άλλο νόημα στην παράσταση. «Θυμίζω ότι στον «Θερισμό» που ανέβασα πέρυσι στο Εθνικό, η Αλεξία Καλτσίκη έμεινε έγκυος κατά τη διάρκεια των προβών και μου το ανακοίνωσε έντρομη. Εγώ το βρήκα καταπληκτικό. Να παίζεις σε ένα έργο που οι γονείς θέλουν να απαλλαγούν από τα παιδιά τους και να είσαι έγκυος…».
Εγγονός του συγγραφέα Μ. Ν. Καραγάτση και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, γιος της Μαρίνας Καραγάτση και του νεοϋορκέζου ζωγράφου Φίλιππου Τάρλοου, ο Δημήτρης δύσκολα θα ξέφευγε από τον δρόμο της τέχνης.
«Πιστεύω πολύ στο γονίδιο. Οι άνθρωποι που έχουν κάτι, αυτό διακρίνεται από πολύ νωρίς και είναι αναντικατάστατο. Τώρα πώς από εκεί και πέρα θα συγκροτηθείς και θα αναπτύξεις τις δεξιότητές σου, εξαρτάται και από τον τρόπο που θα σε μεγαλώσουν, αλλά και από τον τρόπο που θα διαχειριστείς εσύ τον εαυτό σου. Είναι προσωπικό το θέμα. Μπορεί και η μοίρα να επηρεάσει, καθώς πολλές φορές ένα τυχαίο γεγονός –ή κάτι που φαίνεται τυχαίο, αλλά δεν είναι, παίζει τον ρόλο του. Οπως η γνωριμία με μια γυναίκα ή το αντίστροφο, που θα σε κάνει να δεις κάτι που ως τότε δεν τολμούσες».
Kαι παραδέχεται ότι από νωρίς κατάλαβε ποιος είναι. «Το εξέφρασα, έφηβος, ως προαίσθημα στη μητέρα μου, σαν να τη διαβεβαίωνα ότι κάτι με απασχολεί, ότι κάτι θα γίνω σε σχέση με όλα αυτά. Είχα την τύχη να μη με σπρώξουν προς μια καλλιτεχνικότητα αλλά να με αφήσουν αρκετά ελεύθερο, την ίδια στιγμή που μου προσέφεραν τα εφόδια. Και αυτό είναι αναντικατάστατο και πολύτιμο. Οπότε πρέπει να ευχαριστώ καθημερινά τους γονείς μου αλλά και τη γιαγιά μου, όλους τους συγγενείς μου, που υπήρχαν για μένα χωρίς να μου υποδεικνύουν τι πρέπει να κάνω».
Ζωτικά ψεύδη
«Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη χώρα μας, τα ζωτικά ψεύδη είναι σίγουρα καταστροφικά. Δεν επιτρέπουν στη συλλογική μας συνείδηση να απελευθερωθεί από πράγματα που μας καταστρέφουν, μας εξοργίζουν και μας κρατούν σε μια προεφηβική κατάσταση, μας τρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου, μας δημιουργούν ιδεοληψίες, αίσθημα ψευδούς υπεροχής και πολλά ακόμα.
Εχω την αίσθηση ότι τις τελευταίες δεκαετίες δεν θέλουμε να απαλλαγούμε από βαρίδια και από ψεύδη που μας έχουν στο παρελθόν ταλανίσει. Σαν να αυτοεπαναλαμβανόμαστε, κάτι που ψυχαναλυτικά παραπέμπει σε έναν αυνανισμό, μια μη εκσπερμάτιση. Και μαζί μια έλλειψη γενναιότητας επίσης.
Το βλέπουμε σε επίπεδο παιδείας, ιστορικής μνήμης, κατανόησης της διεθνούς πραγματικότητας, σε επίπεδο σχέσεων με τα παιδιά μας, τους συγγενείς και τους φίλους μας. Αυτό ονομάζεις ψεύδος. Τη μη ειλικρίνεια, τη μη διάθεση να πετύχουμε ένα βασικό επίπεδο ειλικρίνειας. Αυτό που ζητάω από τους ηθοποιούς επί σκηνής. Οχι να μην επιτυγχάνουν, αλλά να μην προσπαθούν ένα βασικό επίπεδο ειλικρίνειας. Είναι πολύ απλό να κάνεις το κοινό να βαρεθεί. Γι’ αυτό πρέπει να ακολουθούμε έναν πιο επικίνδυνο, έναν πιο ζωντανό δρόμο. Να αισθανθούμε ασφάλεια μέσα στη ζωντάνια».
Θεατρική Πορεία
«Η πρόθεση να φτιάξω ένα θέατρο υπήρχε, αλλά το πώς διαμορφώθηκε είναι μια άλλη ιστορία. Καταρχήν μαθαίνεις μέσα από τα λάθη σου. Τα πρώτα 7-8 χρόνια έκανα μπόλικα. Δεν είχα την εμπειρία, το know how, ούτε στην οργάνωση ούτε στην παραγωγή. Οταν ανέλαβα εγώ προσωπικά την ευθύνη και καλλιτεχνικά, σκηνοθετώντας, έπαψα να θέλω έναν πατέρα να με σκηνοθετήσει και τότε όλα άρχισαν να έρχονται στη θέση τους. Η σκηνοθεσία ήταν κομβικό σημείο. Το δεύτερο ήταν ότι βρέθηκαν άνθρωποι που είχαν το ίδιο όραμα με εμένα, ώστε τώρα να δίνονται σε κάτι που θεωρούν στόχο ζωής. Φυσικά το να κάνεις ένα θέατρο τέτοιου είδους με τόσα έξοδα και διακόσιες είκοσι θέσεις είναι καθαρή τρέλα. Αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να το κάνω. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να αντέξουμε για πάντα, αλλά όσο μπορούμε το προσπαθούμε.
Προσωπικά με εξέπληξε ότι μπορούσα να συγκινήσω άλλους ως σκηνοθέτης, μου έδωσε κουράγιο ότι οι παραστάσεις μου εκτός από καλλιτεχνική επιτυχία έκοψαν και εισιτήρια».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ