Λένα Διβάνη
Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 352, τιμή 16,96 ευρώ
To ραντεβού μας δίνεται σε ένα κεντρικό καφέ της Αθήνας. Η Λένα Διβάνη στέκεται απέναντί μου με τη γνώριμη εικόνα της: με τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά της και τους χαρακτηριστικούς κρίκους, τα σκουλαρίκια της. Καπνίζει. Καπνίζει αρκετά. Προσπαθώ να τη φανταστώ με αμφίεση βουνού, καθώς έχουμε συναντηθεί για να μιλήσουμε για τα ορειβατικά της ταξίδια, τα οποία κατέγραψε λεπτομερώς στο νέο της βιβλίο «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο» (εκδόσεις Καστανιώτη). «Δεν έχω ασχοληθεί στο βιβλίο με όλες τις χώρες που επισκέφθηκα. Καταπιάστηκα μόνο με τα μέρη που άφησαν μια σφραγίδα μέσα μου. Μου έμαθαν κάτι για εμένα και έμαθα και εγώ κάτι για την ανθρωπότητα» εξηγεί στο «Βήμα».
Ελβετία λοιπόν, εκεί «όπου τα βουνά διατάζουν και οι άνθρωποι υπακούν», Νέα Ζηλανδία με τα «ερωτεύσιμα» πρόβατά της, ερωτική Κούβα, εκρηκτική Βενεζουέλα «όπου η βενζίνη είναι δωρεάν, αλλά δεν έχεις λεφτά να αγοράσεις αυτοκίνητο», αντιφατική Ινδία, Βιετνάμ, Γη του Πυρός και Αιθιοπία «των κομμένων κλειτορίδων». Αυτοί είναι οι τόποι στους οποίους μας ταξιδεύει όχι μόνο με τη ματιά μιας επίμονης ορειβάτισσας, αλλά και της ιστορικού –είναι άλλωστε καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η υπόσχεση
Ξεκίνησε να ορειβατεί πριν από 16 χρόνια. «Ποιος; Εγώ που καπνίζω αρειμανίως! Που αν δεν πάει τρεις το πρωί δεν κλείνω μάτι! Δεν το είχα φανταστεί ποτέ» λέει γελώντας. Ομως η υπόσχεση που έδωσε σε μια φίλη της λειτούργησε ως καταλύτης. «Δεν με ενδιαφέρει η κατάκτηση της κορυφής» τονίζει. «Το μοναδικό αίτημα στη ζωή μου είναι να μην καταντήσω βαρετή. Για αυτό κάνω ορειβασία. Εκθέτω τον εαυτό μου σε αγνώστους με τους οποίους πρέπει να συνεργαστώ σε συνθήκες δύσκολες και ενίοτε επικίνδυνες. Αυτό με κρατά σε ψυχική και σωματική φόρμα. Δεν θέλω να ξεμάθω να κοιμάμαι στον δρόμο. Είμαι ιστορικός και γνωρίζω ότι αυτό που έχουμε σήμερα, ένα σπίτι και ένα μαλακό στρώμα, δεν είναι αυτονόητο ότι θα υπάρχει αύριο. Θέλω να μπορώ να κοιμάμαι στη σκηνή, δίπλα στην κοπριά».
Την ίδια στιγμή προτάσσει και ένα «κοινωνικό αίτημα», όπως το ονομάζει. «Να μάθω τον κόσμο, αλλά όχι να τον μάθω μέσα από τη βιτρίνα. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα αξιοθέατα, οι πρωτεύουσες. Είναι σαν να επισκεφθείς ένα σπίτι και να δεις μόνο το living room. Μα, εγώ θέλω να τρυπώσω στο μπάνιο. Να δω τι κρύβουν στο ντουλαπάκι: ναρκωτικά, ασπιρίνες ή καλλυντικά; Επισκέφθηκα, για παράδειγμα, τη Γεωργία. Είναι ένα ταξίδι που δεν καταγράφω στο βιβλίο. Λοιπόν, αν έμενες μόνο στην Τιφλίδα, πίστευες ότι είσαι σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Αν έβγαινες προς τα έξω, ένιωθες τον πόλεμο, το τραύμα στους ανθρώπους, τα σύνορα που αχνίζουν».
Ακατανίκητες εικόνες
«Σκοπός του ταξιδιού δεν είναι δεις καινούργια μέρη αλλά να δεις με καινούργια μάτια» γράφει ο Μαρσέλ Προυστ. Η Λένα Διβάνη θεωρεί ότι αυτό ακριβώς έπραξε ταξιδεύοντας. Δεν τα κατάφερε όμως πάντα, παραδέχεται. Δεν τα κατάφερε στην Ινδία, για παράδειγμα. Δεν άφησε πίσω τις εικόνες που ήδη είχαν σχηματιστεί μέσα της, ακατανίκητες. Μιλά για τις κάστες, που μπορεί τυπικά να καταργήθηκαν το 1947, αλλά τελικά μέχρι σήμερα ζουν και βασιλεύουν. Και κάπως έτσι μπήκε στο μετρό του Νέου Δελχί, στο ειδικό βαγόνι που δημιούργησαν για τις γυναίκες μετά το κύμα βιασμών, και κοίταξε τα κορίτσια γύρω της. «Τυχερές είστε που ζείτε, σκέφτομαι» γράφει στο βιβλίο χαρακτηριστικά. «Τι ατυχία να γεννηθείτε εδώ όμως, σε μια χώρα που σας φτύνει από την κοιλιά της μάνας σας. Μου ‘ρχεται κάτι σαν ναυτία. Τι θα έκανα αν είχα γεννηθεί εδώ; Ξέρω εγώ, του κεφαλιού μου θα έκανα. Δεν θα ζούσα για πολύ όμως».
Από την Αιθιοπία όμως, εκεί όπου «παιδάκια ξεβράκωτα και ξυπόλυτα φωνάζουν, γελάνε, ελπίζουν σε μια καραμέλα, σε ένα χαμόγελο με δόντια, γιατί συχνά οι γονείς τους δεν έχουν», γύρισε μια άλλη Λένα. «»Η δυστυχία μας αλλάζει» λέει ο Σοπενχάουερ. Την ευτυχία θεωρούμε ότι αυτοδικαίως τη δικαιούμαστε και έτσι τη συνηθίζουμε» υπογραμμίζει. «Στην Αιθιοπία πήγα θλιμμένη για προσωπικούς μου λόγους. Ετσι, χωρίς προστατευτικό κάλυμμα, ολόκληρη η δυστυχία αυτής της χώρας εισέβαλε μέσα μου και ξέπλυνε τη δική μου, την προσωπική, την εγωιστική θλίψη» εξηγεί. «Γύρισα πίσω πολύ ήρεμη, με πλήρη συναίσθηση ότι είμαι τυχερή επειδή έτυχε να γεννηθώ εδώ, με ενισχυμένο το αίσθημα ότι έχω την υποχρέωση να κάνω κάτι για αυτούς τους ανθρώπους εκεί. Με βάραινε η ευθύνη του λευκού ανθρώπου για τα δεινά της χώρας. Και ας σταματήσουμε εδώ την γκρίνια για Μνημόνια και πετσοκομμένους μισθούς. Είμαστε προνομιούχοι εκ γενετής».
Φόβος και γοητεία
Στα όρη και στα όμορφα βουνά δεν φοβήθηκε. Φοβήθηκε όμως λιγάκι στη Βενεζουέλα του ετοιμοθάνατου τότε Τσάβες, εκεί όπου οι κάτοικοι, παρά τα βάσανα, δεν έχαναν το κέφι τους. «Στο Καράκας, το ξενοδοχείο μας δεν είχε παράθυρα και γύρω του υπήρχε συρματόπλεγμα. Είχε νυχτώσει, θυμάμαι, και η ρεσεψιονίστ μάς είπε μην να κυκλοφορήσουμε στον δρόμο. Ναι, καλύτερα που δεν γίναμε Βενεζουέλα. Δεν το συζητώ…» απαντά όταν τη ρωτώ σχετικά.
Από τη νοικοκυρεμένη Νέα Ζηλανδία, το φυσικό ντεκόρ του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», γοητεύτηκε. «Και εμείς με τις φυσικές ομορφιές μας Νέα Ζηλανδία θα μπορούσαμε να είμαστε» σχολιάζει. «Υπερπλούσιοι, δηλαδή. Σκεφτείτε μόνο τι πηγή εσόδων θα ήταν τα θερμά λουτρά. Και τα καταντήσαμε ένα μίζερο σπα συνταξιούχων».
Στην Κούβα άκουσε την πιο ωραία θεωρία ζωής από έναν ρομαντικό ήρωα που ζει ακόμα στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, παλιό σύντροφο του Τσε και του Φιντέλ. Οταν τον ρώτησε γιατί παραμένει ακόμα εκεί, μακριά από την πόλη, απάντησε: «Εδώ η επανάσταση κάθε μέρα αρχίζει. Εκεί κάτω μπορεί και να τελειώνει».
Αποστολή στο Περού
Αυτό το καλοκαίρι πάντως θα λάβει μέρος σε μια ακόμη ορειβατική αποστολή στο Περού και εμμένει να υποστηρίζει ότι τελικά το σπίτι μας είναι το πιο επικίνδυνο μέρος του κόσμου. «Η προσωπικότητα του ανθρώπου καθορίζεται κυρίως κατά τα πρώτα επτά έτη της ζωής του» εξηγεί.«Μέχρι τότε βρίσκεται στην απόλυτη δικτατορία δύο ανθρώπων: των γονιών του».
Συνήθης ύποπτη λοιπόν και επιδραστικό πρόσωπο των social media, αντιλαμβάνεται ότι οι απόψεις της πολλές φορές προκαλούν. «Πόλεμος πάντων πατήρ» απαντά. Για το μέλλον δηλώνει αισιόδοξη. Αν και η λογική τής δείχνει ότι μάλλον δεν πρέπει να είναι. «Δεν μπορεί παγκοσμίως αυτό το στάδιο του καπιταλισμού να πάει μακριά. Δύο άτομα στην κορυφή να πλουτίζουν, οι μάζες να φτωχοποιούνται και να εξαφανίζεται σταδιακά η μεσαία τάξη. Ετσι γεννιέται η βία, μια βία που θα κορυφώνεται. Ενας νέος δεν μπορεί ούτε οικογένεια πλέον να κάνει. Να πάρει την καλή του και να ζήσουν σε ένα σπιτάκι. Σιγά το όνειρο, δηλαδή. Ζούμε πρωτοφανείς, μεταβατικές, ιστορικές στιγμές και ένα είναι σίγουρο: δεν θα πλήξουμε αλλά ούτε θα περάσουμε καλά».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ