Η αγωνία ενός ρεπόρτερ. Αγνωστα ιστορικά στιγμιότυπα (1975-2017), όπως τα αφηγήθηκε στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Στο βιβλίο αυτό ο Νίκος Χασαπόπουλος καταγράφει με τη βοήθεια του συναδέλφου και φίλου του Γιάννη Ν. Μπασκόζου την ιστορία των μικρών γεγονότων, τη γοητεία των κρυφών πλευρών, τις αδιόρατες συμπεριφορές πολιτικών, δημόσιων προσώπων και δημοσιογράφων, τις ρωγμές στην επίσημη, καθωσπρέπει ιστορία. Μερικές από αυτές είναι επικαιρικές, άλλες συμβολικές και κάποιες παραδειγματικές. Είναι αυτές που πιο πολύ τον γοήτευαν στο καθημερινό ρεπορτάζ. Τι περιείχε το αμάξι του Μπους, πώς προετοίμασε τον τάφο του ένας μεγάλος ηγέτης, μερικά επικίνδυνα ρουσφέτια, πώς ήταν η πρώτη συνέντευξη με τον πιο απόμακρο ηγέτη των ελληνικών μέσων, παρασκήνιο από κραυγαλέες δημοσιογραφικές γκάφες, εμμονές και κρυφά χαρίσματα ανθρώπων της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, και άλλα πολλά. Σημαντικό τμήμα στο βιβλίο καταλαμβάνουν τα ενδότερα του «Βήματος», πρόσωπα και καταστάσεις, διευθυντές, συνάδελφοι, άνθρωποι του περιβάλλοντος της εφημερίδας και ιδιαίτερα καταγράφονται οι τελευταίοι κρίσιμοι και ψυχοφθόροι μήνες πριν από την αλλαγή ιδιοκτησίας της. Πίσω από τις λέξεις των σημειωμάτων αυτών διαφαίνονται η ψυχολογία, η ένταση, ο φόβος του λάθους, η προσοχή στη λεπτομέρεια, αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «η αγωνία του ρεπόρτερ»…
Χρήστος Λαμπράκης: «Προσοχή τι γράφετε»
«Μόλις είχα προσληφθεί στο «Βήμα». Εμενα στην Κυψέλη, στην οδό Μυτιλήνης, πολύ κοντά στο άσυλο ανιάτων. Γράφω λοιπόν ένα ρεπορτάζ με τίτλο «Γιατί πρέπει να φύγει το άσυλο από την περιοχή», διανθισμένο με πολλές συνεντεύξεις. Την επόμενη ημέρα πήγα στην εφημερίδα χαρούμενος. Βλέπω το δημοσίευμα στη σελίδα 5 (χωρίς υπογραφή βεβαίως), αλλά ήταν ένα πρώτο βήμα. Σε λίγο έρχεται ο κλητήρας ο Λάμπρος και με ρωτάει αν έγραψα εγώ το ρεπορτάζ. Απαντάω περήφανα: «Εγώ». «Ελα μέσα, σε θέλει ο κ. Λαμπράκης». Με το που ακούν τη φράση «σε θέλει ο κ. Λαμπράκης», οι συνάδελφοί μου στο γραφείο κοίταζαν ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί καχύποπτα εμένα, σκεπτόμενοι προφανώς: «Ποιος είναι αυτός που τον ζητάει ο Λαμπράκης;». Πάω στο γραφείο του Λαμπράκη, τον βρίσκω πάλι πνιγμένο στα χαρτιά του. Βήχω, με προσέχει και ρωτάει: «Εσείς είστε ο δράστης αυτού του ρεπορτάζ;», και μου δείχνει το πόνημά μου. «Ναι» απαντώ, χωρίς να μπορώ να διευκρινίσω αν με ρωτάει για καλό ή για κακό. «Εχετε βαλθεί να μου διαλύσετε την οικογένεια. Ποιος είναι πρόεδρος του ασύλου;». Αστραπιαία μου έρχεται στον νου η γηραιά κυρία που είχα επισκεφθεί στον Πόρο για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. «Η κυρία Λαμπράκη… είναι μήπως η γυναίκα σας;». «Δεν είμαι παντρεμένος, είναι η μητέρα μου». Λέω από μέσα μου: «Ωχ, μέχρι εδώ ήταν η δημοσιογραφία για μένα». «Ακούστε, κύριε» μου λέει ο Χρήστος Λαμπράκης «το ρεπορτάζ είναι άρτιο. Συνεχίστε, αλλά μην ξαναγράψετε για την οικογένειά μου»».
Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Οποιος θέλει να ξεκουραστεί…»
«Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξυπνούσε πρωί, διάβαζε όλες τις εφημερίδες και μετά έπαιρνε στη σειρά τηλέφωνο τους υπουργούς και ζητούσε διευκρινίσεις. Τρέμανε όταν άκουγαν το τηλέφωνο, γιατί συνήθως τους έκανε παρατηρήσεις και ήταν πολύ αυστηρός. Ο ίδιος δεν ανεχόταν τις δικαιολογίες και τις καθυστερήσεις. Κανείς δεν τολμούσε να του φέρει αντίρρηση. Θυμάμαι μια μέρα, θα ήταν Ιούνιος, μόλις είχε γίνει η διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, τον Νίκο Αναγνωστόπουλο και άλλους κεντρώους, υπήρχε ένα κρίσιμο υπουργικό συμβούλιο με εθνικά θέματα, όπως η πορεία της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση κ.ά. Ηταν αρχές καλοκαιριού και οι υπουργοί διαπίστωσαν ότι ο Καραμανλής μάλλον δεν θα έδινε άδειες. Επρεπε κάποιος να του το πει. Ο κλήρος έπεσε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να ζητήσει λίγες μέρες άδεια για όλους. Ηταν πάντα ο πιο ανεξάρτητος και ο περισσότερο άφοβος απέναντι στον Καραμανλή. Με το τέλος της συνεδρίασης του υπουργικού, ο Μητσοτάκης τον ρωτάει αν θα μπορούσαν τα μέλη του συμβουλίου να πάρουν λίγες μέρες άδεια. Ο Καραμανλής γυρίζει, τον κοιτάει με εκείνο το σερραίικο βλέμμα και λέει: «Οποιος θέλει να ξεκουραστεί, να μου το πει τώρα να τον στείλω κατευθείαν διακοπές». Υπάκουσαν όλοι».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου προφητεύει
«Θα πηγαίναμε ένα ταξίδι στο Eυρωκοινοβούλιο, όπου ο Παπανδρέου θα έκανε την επίσημη παράδοση στην επόμενη χώρα, τη Γαλλία. Ο Ανδρέας στο αεροπλάνο καθόταν πάντα στην πρώτη σειρά, στην άκρη του διαδρόμου. Δίπλα του ο Μαχαιρίτσας και στο παράθυρο καθόταν πάντα ένας εκ των υπουργών. Σε εκείνο το ταξίδι ήταν και ο Γιώργος Παπανδρέου. Εμείς οι δημοσιογράφοι διασκορπισμένοι στα πίσω καθίσματα. Κάποια στιγμή έρχεται ο εξ απορρήτων του Ανδρέα, ο διπλωματικός του σύμβουλος Χρήστος Μαχαιρίτσας, και μου λέει: «Σε θέλει ο Πρόεδρος μπροστά». Πηγαίνω στις μπροστινές θέσεις. Ο Ανδρέας κάπνιζε την πίπα του και είχε ριγμένες μπροστά του κάμποσες ξένες εφημερίδες. Μου λέει «Κάθισε» και μου δείχνει τη θέση του Μαχαιρίτσα. Σκύβει λίγο και με ρωτάει: «Τι έγινε στο Ευρωκοινοβούλιο με τον Γιάννη (Χαραλαμπόπουλο), γιατί νομίζω δεν μας τα λέει καλά;». «Καλά, Πρόεδρε, δεν σας είπε τίποτα;». «Μόνον ότι η αποστολή εξετελέσθη». «Πρόεδρε, πέρασε πολύ άσχημες στιγμές. Τον λοιδόρησαν, του ρίξανε ροχάλες, τον χτύπησαν σαν χταπόδι». «Μα γιατί;» με ρωτάει. «Μα… για όλα. Για τους πυραύλους PERSHING και CRUISE, για το κορεατικό Jumbo, γι’ αυτά που κάνουμε με τις αποπυρηνικοποιημένες ζώνες σε κάθε δήμο, και τα λοιπά». Ο Παπανδρέου γελούσε. Τον κοιτούσα με απορία. Μου γνέφει να πλησιάσω κι άλλο. «Δεν βαριέσαι, σε λίγο καιρό η Σοβιετική Ενωση θα διαλυθεί και θα δημιουργηθούν πολλά τριτοκοσμικά κράτη. Ο,τι γίνεται τώρα δεν θα έχει καμιά αξία πια». Τον κοίταζα με απορία. «Καλά, φύγε τώρα» είπε και ευγενικά με στέλνει πίσω στο κάθισμά μου. Στον διάδρομο πέφτω πάνω στον Μαχαιρίτσα. «Τι σε ήθελε ο Πρόεδρος;». «Μου έλεγε ότι η Σοβιετική Ενωση θα διαλυθεί». Γελάει και κάνοντας μια χειρονομία σχολιάζει: «Θα ήπιε κάνα ουισκάκι παραπάνω σήμερα ο Πρόεδρος»».
Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 7 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ