Το Βήμα της Κυριακής παρουσιάζει για πρώτη φορά τα σπάνια, συλλεκτικά και ακυκλοφόρητα αλφαβητάρια και αναγνωστικά της διασποράς.

Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Βουκουρέστι, Νέα Υόρκη, Αλεξάνδρεια

Οι αξίες και οι μνήμες όλων μας ζωντανεύουν μέσα από τα βιβλία τα οποία γαλούχησαν τα ελληνόπουλα.
Μία νοσταλγική περιδιάβαση στο παρελθόν, τη ζωή και την εκπαίδευση του ελληνισμού της ομογένειας, μέσα από γλαφυρά κείμενα κορυφαίων παιδαγωγών και λογοτεχνών και αριστουργηματικές εικονογραφήσεις.

Η εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» προσφέρει στους αναγνώστες της σε πολυτελείς, σκληρόδετες εκδόσεις, αλφαβητάρια και αναγνωστικά που κυκλοφόρησαν στην Κωνσταντινούπολη του τέλους του 19ου αιώνα και στη Σμύρνη πριν από την Καταστροφή, στη Νέα Υόρκη του Μεσοπολέμου, στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά τον Εμφύλιο και στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου πριν από τη μεγάλη φυγή των Αιγυπτιωτών στα μέσα του 20ού αιώνα.

Με Το Βήμα την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου το αναγνωστικό της Β’ Δημοτικού «Τα Ελληνόπουλα της Αιγύπτου»

Από όλες τις εστίες του ελληνισμού, από όλες τις πόλεις στις οποίες μας ταξίδεψαν τα προηγούμενα βιβλία της σειράς «Αλφαβητάρια και Αναγνωστικά της Διασποράς» του «Βήματος», η Αλεξάνδρεια είναι ίσως η πόλη με την πιο εξακολουθητική λάμψη. Με την έννοια ότι την αίγλη της δεν σκοτεινιάζει η πίκρα της οριστικής κατάλυσης του Βυζαντίου (Κωνσταντινούπολη), ούτε η τραγωδία της μεγάλης Καταστροφής (Σμύρνη), ούτε η ένδεια και η επείγουσα ανάγκη της μετανάστευσης (Νέα Υόρκη), ούτε ο σπαραγμός του Εμφυλίου (Βουκουρέστι). Είναι η πόλη που συνδέει το όνομά της με τον Μέγα Αλέξανδρο και με την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας –της ελληνιστικής κοινής της εποχής– σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Στα χριστιανικά χρόνια, εκεί ιδρύεται, από τον ευαγγελιστή Μάρκο η Εκκλησία Αλεξανδρείας το 43 μ.Χ. και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας θα λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος του ελληνισμού της Αιγύπτου με την Κωνσταντινούπολη. Στον χώρο των γραμμάτων, η Αλεξάνδρεια ακτινοβολεί από τα ελληνιστικά χρόνια ως εκδοτικό και φιλολογικό κέντρο με την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και τους αλεξανδρινούς γραμματικούς, που συνέλεξαν, κατέγραψαν και σχολίασαν την αρχαία γραμματεία θέτοντας τα θεμέλια της φιλολογικής επιστήμης. Στα νεότερα χρόνια, ο αλεξανδρινός ποιητής Κ. Π. Καβάφης θα καταλάβει μια θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία ως η πιο αναγνωρίσιμη ελληνική φωνή.

Ο ελληνισμός, που διατηρείται στην Αλεξάνδρεια στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, αυξάνεται στα χρόνια της γαλλικής κατοχής (1798-1801), ευημερεί και αναπτύσσεται στα χρόνια της αντιβασιλείας του Μεχμέτ Αλή (1804-1849) και φτάνει στη μεγάλη του ακμή στα χρόνια του μεσοπολέμου. Οι Έλληνες στην Αίγυπτο οργανώνονται σε ελληνικές κοινότητες. Η ισχυρή και φημισμένη Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας (ΕΚΑ), η οποία ιδρύεται το 1843, «είναι η μητέρα Κοινότητα όλων των άλλων στη χώρα και στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική». Οι κοινότητες αναλαμβάνουν και τη λειτουργία ελληνικών σχολείων. Σχολικά βιβλία έρχονται πολλά από την Ελλάδα, γράφονται όμως και ντόπια, όπως στην περίπτωση του αναγνωστικού «Τα ελληνόπουλα της Αιγύπτου» για τους μαθητές της δευτέρας δημοτικού του Φίλιππου Εμμανουήλ. Στα «Ελληνόπουλα της Αιγύπτου» πρωταγωνιστής της σχολικής ζωής είναι ο Μανώλης. Ο κόσμος του αναγνωστικού, ένας κόσμος μακριά από την Ελλάδα, προσδιορίζεται σταδιακά, καθώς εισάγονται στην ύλη στοιχεία της καθημερινότητας στην Αίγυπτο: Μαζί με τα ζώα του σπιτιού, τον σκύλο, το άλογο, το πρόβατο, το γαϊδούρι, αναφέρεται και η καμήλα. Στη γιορτή της Σημαίας τα «Ελληνόπουλα της Αιγύπτου» παρελαύνουν καμαρωτά ενώ στα κοντάρια του Σταδίου της Κοινότητας ανεμίζουν δύο σημαίες, «Η μία είναι Ελληνική και η άλλη η Αιγυπτιακή.

Στη γιορτή παρευρίσκονται οι «επίσημοι» της ελληνικής παροικίας: ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο έλληνας πρεσβευτής και ο πρόξενος, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας. Στο λαχανοπωλείο του Αιγύπτιου Άλη, ο Άλης μιλά στους πελάτες αραβικά «Χάντερ για σίττι», «Σίτα γκερς κούλου» κι ο Πετράκης εξηγεί στον Μανώλη, που δεν γνωρίζει ακόμα αραβικά. Με αυτή την ευκαιρία παρουσιάζεται η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας και η κοινωνική (συσσίτιο) και η εκπαιδευτική δράση της (σχολείο, μουσείο, βιβλιοθήκη) και γίνεται λόγος για τον εθνικό ευεργέτη, και από τα επιφανέστερα μέλη της ΕΚΑ, Γεώργιο Αβέρωφ. Γνωστοί διδακτικοί μύθοι του Αισώπου, ενσωματώνονται φυσικά σε σύντομες ιστορίες. Ο συγγραφέας αντλεί από ένα απόθεμα παιδικής ποίησης, με πολλά δημοφιλή ποιήματα: «Πώς να πειράξω τη μητέρα» (Γεώργιος Βιζυηνός), «Τσιριτρό» (Ζαχαρίας Παπαντωνίου), «Τα ζώα» (Ιωάννη Πολέμη) κ.ά. Μεταξύ αυτών και ο ελληνικός εθνικός ύμνος. Τα «Ελληνόπουλα της Αιγύπτου» πρωτοεκδίδονται το 1939. Θα κάνουν δεύτερη έκδοση το 1950 ενώ στους καταλόγους του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ) εντοπίζονται άλλη μια έκδοση, ανατύπωση πιθανόν, του 1943, και μια έκδοση του 1955, ανατύπωση εκείνης του 1950. Η έκδοση του «Βήματος» είναι η έκδοση του 1950, με μικρές διαφορές από την έκδοση του 1939, κυρίως μετακινήσεις ύλης.

Η εκπαίδευση στα σχολεία των κοινοτήτων σκοπό είχε τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας, με την εκμάθηση της γλώσσας και της ελληνικής ιστορίας, και την παροχή γνώσεων ώστε οι απόφοιτοι να μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. «Τα κοινοτικά σχολεία ακολουθούσαν, σχεδόν κατά γράμμα, το πρόγραμμα σπουδών που ίσχυε στην Ελλάδα», οι εκπαιδευτικοί που διόριζαν οι κοινότητες έπρεπε να πληρούν τα κριτήρια που όριζε η ελληνική νομοθεσία, η Αθήνα επιθεωρούσε τα προγράμματα σπουδών και έδινε οδηγίες, γι’ αυτό και τα κοινοτικά σχολεία αναγνωρίζονταν ως ισότιμα με τα ελλαδικά.

Ωστόσο, υπήρχε μια μεγάλη διαφορά στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια: η διδασκαλία ξένων γλωσσών, αφενός της αραβικής –απαραίτητη για την ένταξη στην αιγυπτιακή κοινωνία και όλο και περισσότερο απαραίτητη για την εξεύρεση εργασίας μετά την κατάργηση των διομολογήσεων το 1937– αλλά και της γαλλικής –«θεωρούνταν απαραίτητη τόσο για την καθημερινή επικοινωνία όσο και για την επαγγελματική σταδιοδρομία. Πάντως, «η διδασκαλία της Αραβικής, που ένα καιρό υπήρξε θέμα εντόνων δημοσιογραφικών αγώνων για την επιβολή της, δεν έσωσε βέβαια τις παροικίες». Μετά την κατάργηση των διομολογήσεων, η επανάσταση Νάσερ της 23ης Ιουλίου του 1952 με σύνθημα «Η Αίγυπτος ανήκει στους Αιγυπτίους» θα είναι η αρχή εθνικοποιήσεων και νομοθετικών ρυθμίσεων που θα επιφέρουν αλλαγές στα εργασιακά και στο εμπόριο, αβεβαιότητα και ανησυχία που θα οδηγήσουν σταδιακά τους Έλληνες στην απόφαση να φύγουν από την Αίγυπτο για την Ελλάδα, την Αυστραλία, την Αμερική ή άλλες χώρες, ένα ρεύμα φυγής που θα διογκωθεί το 1962. Αποχαιρετώντας το 1965 την Αλεξάνδρεια για να εγκατασταθεί στην Αθήνα, ο αλεξανδρινός δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και πεζογράφος Μανώλης Γιαλουράκης, χαλκέντερος ερευνητής της ιστορίας του παροικιακού ελληνισμού στην Αίγυπτο, αναπολεί άλλες εποχές: «Ήρθε ο πόλεμος, τα φώτα σβήσανε, η γειτονιά πνίγηκε μες στο σκοτάδι. Πέρασα χτες από κει• δεν την εγνώρισα. Γίνηκε βρόμικη και χωρίς χρώμα. Μονάχα τα κατάρτια των καραβιών μείναν στο βάθος, να σημαδεύουνε το λιμάνι το κατάκλειστο. Έψαχνα για Ρωμιούς, βρήκα μερικούς, είχανε το ύφος πουλιών που μαδήσανε τα φτερά τους. Ετότες να έβλεπες! Ούτ’ ένας ήτανε ούτε δύο. Η γειτονιά έπηζε Ρωμιοσύνη, τα σοκάκια βουίζανε εργατιά […] Τις χρονιάρες μέρες κρεμόντανε στα μπαλκόνια οι γαλανόλευκες, τις Αποκριές οι κορδέλες φτάναν στο δρόμο. Ήταν ένας κουρέας εκεί με μια τσατσάρα στην κεφαλή, ένας Τουρκοκρητικός που ’παιζε λύρα, μια ταβερνιάρισσα που ’κανε ψυχικά, κορίτσια, πολλά κορίτσια κι αγόρια στα καφενεία να τα πειράζουν, μια μικρή Ελλάδα».