Ηρωας της εθνικής ανεξαρτησίας από τους λευκούς αποικιοκράτες και προστάτης του λαού ή στυγνός τύραννος, ένας διεφθαρμένος δικτάτορας που βύθισε στη φτώχεια και στη δυστυχία μια κάποτε πλούσια χώρα της Αφρικής; Ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε θα μείνει στην ιστορία και για τα δύο. Ο άνθρωπος που κυβέρνησε με αυταρχική πυγμή επί 37 ολόκληρα χρόνια και καυχιόταν ότι «μόνο ο Θεός» μπορεί να τον απομακρύνει από την εξουσία, αναγκάστηκε τελικά να παραιτηθεί στα 93 του, υπό την πίεση του στρατού, του κόμματος, και του λαού που ξεχύθηκε στους δρόμους ζητώντας του να φύγει.
Η χώρα αλλάζει σελίδα
Αυτό που ξεκίνησε σαν παλατιανό πραξικόπημα εξελίχθηκε σε λαϊκή εξέγερση με συνθήματα όπως «Φτάνει πια», «Αναπαύσου εν ειρήνη», και «Οχι στη δυναστεία Μουγκάμπε». Η πτώση του μετά το αναίμακτο πραξικόπημα του στρατού και τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό τον μέχρι πρότινος αντιπρόεδρο Εμερσον Μνανγκάγκουα αλλάζει τα δεδομένα σε μια χώρα η οποία, μετά την απελευθέρωσή της από τους Βρετανούς, δεν γνώρισε ποτέ άλλον ηγέτη πέραν του Μουγκάμπε.
Κυβέρνησε σαν αυτοκράτορας, έτοιμος να θυσιάσει την οικονομική ευημερία 16 εκατομμυρίων ανθρώπων για να παραμείνει, με κάθε μέσο, στην εξουσία. Η βιομηχανία και η γεωργία έχουν καταρρεύσει σε ολόκληρη τη χώρα, ο πληθωρισμός καλπάζει και μόνο το 10% των νέων μπορεί να βρει δουλειά στη Ζιμπάμπουε.
Αλλά για κάποιους ο «σύντροφος Μπομπ» θα παραμείνει πάντα ο ήρωας που έφερε την ανεξαρτησία και το τέλος της κυριαρχίας της λευκής μειονότητας. Ακόμη και εκείνοι που τον ανάγκασαν τελικά να φύγει, κατηγόρησαν τη σύζυγό του και «εγκληματίες» γύρω του.
Οταν αναλαμβάνει πρόεδρος, ο Μουγκάμπε φροντίζει να εξαφανίσει τους πολιτικούς αντιπάλους του και να φυλακίσει τον προκάτοχό του κατηγορώντας τον για ομοφυλοφιλία, που απαγορεύεται διά νόμου (κατά τον Μουγκάμπε «οι ομοφυλόφιλοι είναι χειρότεροι από τα γουρούνια»).
Από το 1990 και μετά η κατάσταση επιδεινώνεται δραματικά. Η Δύση τον κατηγορεί για αυταρχισμό, ο βρετανικός Τύπος τον συγκρίνει με τον Χίτλερ και η οικονομία πάει από το κακό στο χειρότερο. Το 2000, με δική του απόφαση, κρατικοποιήθηκαν, συχνά με τη βία, μεγάλες αγροτικές εκτάσεις, οι οποίες ανήκαν στους λευκούς. Αλλά χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα για αγροτικές μεταρρυθμίσεις, και με το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών αυτών να περνούν στην ιδιοκτησία ανθρώπων της κλίκας του, οι επιπτώσεις στην οικονομία ήταν ολέθριες.
Τέλος εποχής
Οταν το 2008 ξέσπασε επιδημία χολέρας με 4.000 θύματα, ο Μουγκάμπε αρνήθηκε απάνθρωπα τη διεθνή βοήθεια, φοβούμενος ανατροπή του καθεστώτος του. Ο επαναστάτης «μαρξιστής» δάσκαλος που οραματιζόταν τον δρόμο προς τον «πατριωτικό σοσιαλισμό» στράφηκε στον αυταρχισμό, στη βία, στις νοθείες και στον ακραίο εθνικισμό. Τελικά οδήγησε το κράτος του στην απόλυτη φτώχεια, τη στιγμή που ο ίδιος διαθέτει περιουσία πολλών εκατομμυρίων δολαρίων και ζει μέσα στη χλιδή.
Λόγω της επικής κακοδιαχείρισης στην οικονομία και της πολιτικής βίας, το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώνεται κατά 50% και ο πληθωρισμός καλπάζει ανεξέλεγκτος. Το τέλος της εποχής Μουγκάμπε βρίσκει το 80% του πληθυσμού να ζει σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας, με λιγότερο από πέντε δολάρια την ημέρα.
Η «Γκούτσι Γκρέις», ο «Κροκόδειλος» και το σφάλμα
Η 53χρονη πρώτη κυρία της Ζιμπάμπουε ήταν γνωστή με το παρατσούκλι «Γκούτσι Γκρέις» για τις σπατάλες σε διάσημους οίκους μόδας. (Σε ένα και μόνο ξεφάντωμα αγορών στο Παρίσι, η Γκρέις Μουγκάμπε φέρεται να ψώνισε ρούχα και αξεσουάρ αξίας 75.000 δολαρίων.) Αλλά ήταν η δίψα της για εξουσία που την έφερε απέναντι στον αντιπρόεδρο Εμερσον Μνανγκάγκουα, τον λεγόμενο και «Κροκόδειλο» για την πονηριά και τη σκληρότητά του.
Για να ανοίξει τον δρόμο της ηγεσίας στη γυναίκα του, ο Μουγκάμπε έκανε το μοιραίο σφάλμα: τα έβαλε με τον μοναδικό άνθρωπο που είχε τη δύναμη να ανατρέψει την αυταρχική εξουσία του – και έχασε. Απέλυσε με συνοπτικές διαδικασίες τον Μνανγκάγκουα, που κατέφυγε στη γειτονική Μοζαμβίκη και συνεννοήθηκε με τον στρατό, ο οποίος έκανε το πραξικόπημα για να διαφυλάξει το έθνος από τους «εγκληματίες».
Λίγοι στη Ζιμπάμπουε χρειάστηκαν επεξηγήσεις για να καταλάβουν ποιοι ήταν αυτοί: η G40 (Γενιά 40), η ομάδα γύρω από την πρώτη κυρία.
Επί μήνες ο αγώνας εξουσίας μεταξύ Μνανγκάγκουα και Γκρέις πλησίαζε στην κορύφωσή του. Ηταν τέτοια η αντιζηλία τους που η Γκρέις αναγκάστηκε να διαψεύσει δημοσίως τις φήμες ότι σχεδίαζε να δηλητηριάσει τον αντιπρόεδρο. Η σύγκρουση γινόταν εντός του κυβερνώντος κόμματος Zanu-PF αλλά είχε ευρύτερη σημασία: ήταν ένας αγώνας γενεών μεταξύ των βετεράνων των πολέμων της δεκαετίας του 1970 και του ’80 και φιλόδοξων νεαρών αμφισβητιών. Το όνομα G40 είναι μια αναφορά στη μέση ηλικία των μελών της ομάδας.
Ο πρόεδρος έμοιαζε να έχει αποφασίσει να ευνοήσει την οικογένεια έναντι του κόμματος. Τις τελευταίες εβδομάδες η πρώτη κυρία μιλούσε δημοσίως για μια γυναίκα πρόεδρο στο εγγύς μέλλον. Ο σύζυγός της επέκρινε ανοιχτά τους υποστηρικτές του Μνανγκάγκουα, που είχαν θορυβηθεί.
Τον Δεκέμβριο τα μέλη του Zanu-PF επρόκειτο να συναντηθούν για την ετήσια διάσκεψη στην οποία θα ανακοινώνονταν οι κορυφαίοι διορισμοί. Η προοπτική ανόδου της Γκρέις στη θέση του αντιπροέδρου έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει για τον 75χρονο Μνανγκάγκουα και τους πολλούς υποστηρικτές του στο κόμμα και στον στρατό. Το ίδιο και η συνεχιζόμενη εκκαθάριση μέσα στο Zanu-PF, που απειλούσε την επιρροή τους.
Γνώριζαν επίσης – προφανώς σε αντίθεση με τον απομονωμένο Μουγκάμπε – ότι η Γκρέις είναι σχεδόν μισητή στη Ζιμπάμπουε. Οι σπατάλες και οι βίαιες εκρήξεις της ήταν τόσο γνωστές που ακόμη και πιστοί οπαδοί του προέδρου έτρεμαν στην ιδέα ότι θα μπορούσε να τον διαδεχθεί στην ηγεσία…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ