Μία εβδομάδα μετά την κατάρρευση των συνομιλιών για τον σχηματισμό κυβέρνησης «Τζαμάικα», η Γερμανία προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει την αβεβαιότητα. Το «μπαλάκι» σήμερα βρίσκεται στον Μάρτιν Σουλτς και στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) που, ενώ αρχικά είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να εξετάσει την περίπτωση ενός νέου «μεγάλου συνασπισμού» με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της Ανγκελα Μέρκελ (και το αδελφό κόμμα από τη Βαυαρία, τους Χριστιανοκοινωνιστές του CSU), την Παρασκευή δήλωσε ανοιχτός προς τις συνομιλίες με την καγκελάριο προκειμένου να αρθεί το πρωτόγνωρο για τη Γερμανία αδιέξοδο.

Το μεγάλο παζάρι

Δεν είναι σαφές πού θα οδηγήσουν οι συνομιλίες αυτές –σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» ανάμεσα στο CDU/CSU και στο SPD, όπως εκείνον που κυβέρνησε τη χώρα το 2013-2017, ή στη στήριξη μιας κυβέρνησης μειοψηφίας της Μέρκελ;
Το πολιτικό, οικονομικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο της Γερμανίας έπεσε πάνω στον Σουλτς για να τον πείσει να αλλάξει την αρχική αδιάλλακτη στάση του και να αποκτήσει κυβέρνηση η χώρα. Ο στόχος επετεύχθη ύστερα από τη συνάντηση του Σουλτς με τον πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, που προέρχεται από το SPD, την Πέμπτη το απόγευμα και στη συνέχεια τη μαραθώνια, σχεδόν ολονύχτια, συνάντηση στελεχών του SPD.
Ο Σουλτς πιεζόταν και από βουλευτές του SPD να αλλάξει τη στάση του –μερικοί τοποθετούνται υπέρ της στήριξης κυβέρνησης μειοψηφίας, άλλοι υπέρ της συμμετοχής σε «μεγάλο συνασπισμό». Ο ίδιος ο Σουλτς φαίνεται ότι προτιμά να στηρίξει μια κυβέρνηση μειοψηφίας της Μέρκελ, το οποίο σημαίνει ότι θα υπερψηφίζει νομοσχέδια κατά περίπτωση χωρίς να συμμετάσχει σε κυβερνητικό συνασπισμό. Η Μέρκελ θα προτιμούσε να αποφύγει τον σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας, διότι ανησυχεί ότι θα είναι δυσκίνητη και θα δυσκολευθεί να χειριστεί τις μεγάλες προκλήσεις που έχει μπροστά της, από την Ευρώπη ως το Προσφυγικό.
Και το CSU είναι αρνητικό προς μια κυβέρνηση μειοψηφίας της Μέρκελ, θεωρώντας ότι θα εντείνει την αστάθεια σε μια περίοδο που η Γερμανία, η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος έχουν ανάγκη από μια στιβαρή καγκελάριο στο Βερολίνο. Αλλοι βουλευτές του SPD πιέζουν τον Σουλτς να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος, το οποίο έφερε ιστορικά άσχημο αποτέλεσμα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου (20,5% και 153 έδρες, δηλαδή 5% και 40 έδρες λιγότερες από την προηγούμενη Βουλή). Η πίεση αυτή μάλλον αποσκοπεί στο να ανοίξει ο δρόμος για «μεγάλο συνασπισμό». Οι προθέσεις της πλειοψηφίας του SPD θα γίνουν πιο σαφείς στο συνέδριο του κόμματος που θα διοργανωθεί στις 7-9 Δεκεμβρίου στο Βερολίνο.
Γενικώς, η αριστερή πτέρυγα του SPD θεωρεί ότι οι δύο «μεγάλοι συνασπισμοί» με τη Μέρκελ, στην πρώτη και στην τρίτη θητεία της, ευθύνονται για την κατάρρευση του ποσοστού του SPD στις εκλογές. Αλλοι προωθούν την άποψη ότι η συμμετοχή του κόμματος στην κυβέρνηση θα του δώσει την ευκαιρία να πιέσει για την υιοθέτηση κοινωνικών πολιτικών, όπως στον τομέα της πρόνοιας και στη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.
Υπάρχει ένα ακόμα σενάριο, το οποίο προωθούν ανώτατα στελέχη του SPD, ο λεγόμενος συνασπισμός «Κένυα» –από τα χρώματα της σημαίας της χώρας αυτής: μαύρο για το CDU/CSU, κόκκινο για το SPD και πράσινο για το κόμμα των Πρασίνων -, το οποίο επίσης είχε αποκλείσει αρχικά ο Σουλτς.

Χαμένη η Μέρκελ;

Οι εξελίξεις της Παρασκευής απομακρύνουν το ενδεχόμενο προκήρυξης νέων εκλογών που είχε εγείρει ακόμα και η ίδια η Μέρκελ στην αρχή της εβδομάδας. Βάζουν στον πάγο επίσης τη ρητορική περί της αρχής του τέλους της Μέρκελ, που φούντωνε όλο και περισσότερο όσο περνούσε η εβδομάδα και δεν διαφαινόταν λύση για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Αν και όλοι παραδέχονταν ότι στην παρούσα συγκυρία δεν υπάρχει κανένας ικανός να διαδεχθεί τη Μέρκελ στο τιμόνι του CDU, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναρωτιόντουσαν αν έχει έρθει το τέλος του «μερκελικού πραγματισμού» και αν οι Γερμανοί ζητούν πλέον πολύ ευρύτερες συμμετοχές στην κυβέρνηση. Μένει να δούμε πού ακριβώς θα καταλήξουν οι συνομιλίες ανάμεσα στο CDU και στο SPD, όπως και αν η Μέρκελ θα βγει τελικά αποδυναμωμένη από την έκβαση –το οποίο θα έχει αντίκτυπο στη διακυβέρνηση της χώρας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η «βαρετή εκλογική αναμέτρηση» για την οποία μιλούσαν όλοι στις αρχές του 2017, αναφερόμενοι στον «περίπατο» της Μέρκελ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, κάθε άλλο παρά βαρετή αποδείχθηκε.

Θα την πληρώσει ο Λίντνερ;

Δεν θέλησε να γίνει ο νέος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (το όνομά του ακουγόταν για το υπουργείο Οικονομικών) αλλά ο Εμανουέλ Μακρόν της Γερμανίας. Αντ’ αυτού ο Κρίστιαν Λίντνερ συγκρίνεται, όχι χωρίς μια δόση υπερβολής, με τον Ντόναλντ Τραμπ. Εγινε το μαύρο πρόβατο, υπεύθυνος για τη «μαύρη Κυριακή», όπως ονόμασε ο γερμανικός Τύπος την περασμένη Κυριακή, όταν ανακοινώθηκε ότι κατέρρευσαν οι «διερευνητικές συνομιλίες» για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.
Λέγεται ότι ο Λίντνερ βιαζόταν να τελειώνει με τον λεγόμενο συνασπισμό «Τζαμάικα» –ανάμεσα στο κόμμα του, τους φιλελεύθερους στα οικονομικά Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), το CDU/CSU της Μέρκελ και τους Πράσινους –και ότι επί ημέρες προετοίμαζε την ηρωική έξοδό του από τις συνομιλίες. Μάλιστα κατηγορείται ότι αποχώρησε ακριβώς τη στιγμή που οι συνομιλίες κόντευαν να φέρουν θετικό αποτέλεσμα.
Η κίνηση αυτή του Λίντνερ τον έκανε πολύ δημοφιλή ανάμεσα στους ψηφοφόρους της ακροδεξιάς AfD: το 80% των ψηφοφόρων της AfD τον επικροτεί για τον ρόλο του στην κατάρρευση των συνομιλιών έναντι 64% των οπαδών του FDP, σύμφωνα με δημοσκόπηση των Forsa-RTL. Η AfD επιθυμεί νέες εκλογές διότι πιστεύει ότι θα την ευνοήσουν –είναι από τα λίγα κόμματα που καταγράφουν άνοδο στην ενδεχόμενη νέα προσφυγή στις κάλπες: οι δημοσκοπήσεις τής δίνουν από 13% ως 13,6% (έναντι 12,6% που έλαβε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου).
Ο Λίντνερ, αποφασισμένος να «πουλήσει» με νέο μάρκετινγκ το FDP στους ψηφοφόρους, το έφερε επικίνδυνα κοντά στην AfD. Απομακρύνθηκε από τον παραδοσιακό τομέα του κόμματος, που είναι η ελεύθερη οικονομία, και ανέδειξε υπ’ αριθμόν 1 ζήτημά του στις συνομιλίες το Προσφυγικό, το οποίο είναι μάλλον και αυτό που τις έκανε να αποτύχουν. Με αυτόν τον τρόπο απομάκρυνε το FDP από μία ακόμα παράδοσή του: να παίζει τον ρόλο της σταθεροποιητικής δύναμης που στήριζε πότε το CDU και πότε το SDP στον σχηματισμό κυβέρνησης.
Η «Frankfurter Rundschau» επέκρινε τη δήλωση του Λίντνερ ότι «είναι προτιμότερο να μην κυβερνήσουμε από το να κυβερνήσουμε άσχημα». «Μα ολόκληρη η Γερμανία μοιάζει να πιστεύει το αντίθετο, ότι μια κακή κυβέρνηση είναι προτιμότερη από καθόλου κυβέρνηση» έγραψε η εφημερίδα.
Η «Die Tageszeitung» ήταν επίσης καυστική: «Το FDP δεν οδήγησε σε αποτυχία την «Τζαμάικα» από λάθος αλλά επίτηδες. Βύθισε τη χώρα σε κρίση, χωρίς να μπορεί να δώσει μια εξήγηση για αυτό. Πολλή πόζα –«εμείς εναντίον του ενωμένου μετώπου Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Χριστιανοδημοκρατών» –και λίγη ουσία. Οποιος κάνει παραλληλισμούς με τον Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει άδικο».
Τι έχει στο μυαλό του ο Λίντνερ; Λέγεται ότι επιθυμεί να μετατρέψει το FDP σε ένα κίνημα διαμαρτυρίας της μεσαίας τάξης, χτισμένο γύρω από το πρόσωπό του στα πρότυπα του Le Republique En Marche και να γίνει ο Εμανουέλ Μακρόν της Γερμανίας. Στόχος του είναι το FDP να ξεφύγει από το 10% στις εκλογές (έφερε 10,7% τον Σεπτέμβριο), που το καταδικάζει μόνιμα στον μικρότερο εταίρο κυβερνητικών συνασπισμών, και να στοχεύσει στην Καγκελαρία, με τον Λίντνερ καγκελάριο βεβαίως.
Ο 38χρονος Λίντνερ υπολογίζει ότι μερικά ακόμα χρόνια βαρετών «μεγάλων συνασπισμών», με τον ίδιο να μεγαλουργεί στην αντιπολίτευση, θα του ανοίξουν τον δρόμο προς την Καγκελαρία. «Αλλά ο τρόπος που αποχώρησε από τις συνομιλίες ήταν τόσο προφανώς σκηνοθετημένος και τόσο ανεπαρκώς αιτιολογημένος που το μεγάλο του σχέδιο μπορεί απλώς να αποδειχθεί ένας οδικός χάρτης προς το πουθενά» έγραψε το «Spiegel».

«Εχουν ιστορικό “ψυχικό τραύμα με την αστάθεια”»

Οι Γερμανοί έχουν «ψυχικό τραύμα με την αστάθεια», λέει στο «Βήμα» ο Γιόζεφ Γιάνινγκ, επικεφαλής του γραφείου του European Council on Foreign Relations στο Βερολίνο. Γι’ αυτό αναμένουν από τα κόμματα που έστειλαν στη Βουλή να σχηματίσουν οπωσδήποτε κυβέρνηση. Οπως δείχνει η κατάσταση σήμερα, αν διοργανώνονταν νέες εκλογές δεν θα άλλαζαν και πολλά πράγματα όσον αφορά τα ποσοστά των κομμάτων αλλά, σύμφωνα με τον κ. Γιάνινγκ, ίσως οι εκλογές να ήταν χρήσιμες προκειμένου τα κόμματα να τεθούν προ των ευθυνών τους: «Να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να υπολογίζουν πως θα αναδειχθούν ισχυρότερα από τις νέες κάλπες και ότι οφείλουν να σχηματίζουν κυβέρνηση με ό,τι έχουν στα χέρια τους».
Οι Γερμανοί απεχθάνονται την επανάληψη των εκλογών και είναι συνηθισμένοι να κάνουν το παν για να συνεννοηθούν και να σχηματίσουν κυβέρνηση. Πού οφείλεται αυτή τους η αποστροφή;
«Οι Γερμανοί έχουν ένα ιστορικό «ψυχικό τραύμα με την αστάθεια» από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, στην οποία ενισχύονταν τα δύο άκρα ενώ τα κόμματα του Κέντρου ήταν ανίκανα να συνεργαστούν. Εκείνη η εμπειρία άφησε έντονη τη σφραγίδα της όχι μόνο στο Σύνταγμα της Γερμανίας αλλά και στην κοινή γνώμη. Γι’ αυτό οι Γερμανοί προτιμούν πάντα μια σταθερή κυβέρνηση και αναμένουν από τα κόμματα να σεβαστούν την εντολή που έλαβαν από τους ψηφοφόρους και να τη σχηματίσουν. Συνεπώς, η γενική προσδοκία είναι ότι τα κόμματα οφείλουν να συμφωνήσουν μεταξύ τους και να οικοδομήσουν μια στέρεα, σταθερή κυβέρνηση. Τα κόμματα που αποχωρούν από τις συνομιλίες παίρνουν ένα ρίσκο. Αυτή τη φορά ρίσκο πήραν οι Φιλελεύθεροι αλλά και οι Σοσιαλδημοκράτες που δήλωσαν ότι δεν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε έναν μεγάλο συνασπισμό. Δηλώνοντας κάτι τέτοιο, οι Σοσιαλδημοκράτες πήραν μεγάλο ρίσκο απέναντι στην κοινή γνώμη διότι ο κόσμος αναμένει από τα κόμματα να μπορούν να σχηματίζουν συνασπισμούς –παρά το γεγονός ότι οι ένθερμοι υποστηρικτές των Σοσιαλδημοκρατών πιστεύουν ότι ο μεγάλος συνασπισμός δεν ευνόησε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Οπως έχει η κατάσταση, τυχόν νέες εκλογές δεν θα άλλαζαν και πολλά πράγματα. Θα ήταν όμως ενδεχομένως απαραίτητες προκειμένου τα κόμματα να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να υπολογίζουν πως θα αναδειχθούν ισχυρότερα από τις νέες κάλπες και ότι οφείλουν να σχηματίζουν κυβέρνηση με ό,τι έχουν στα χέρια τους».
Η υποδιευθύντρια του περιοδικού «Der Spiegel» στο Βερολίνο αποκάλεσε την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων ως τη «στιγμή Brexit, στιγμή Τραμπ της Γερμανίας». Συμφωνείτε με αυτό;
«Δεν συμφωνώ, γιατί τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία υπήρχε ένα μέρος της πολιτικής τάξης αποφασισμένο να καταστρέψει το υπάρχον σύστημα και να το μετουσιώσει σε κάτι άλλο. Προφανώς δεν ισχύει το ίδιο στη Γερμανία. Επίσης, στη Γερμανία η μεγάλη πλειοψηφία ψήφισε κόμματα που, σε κανονικές συνθήκες, θα μπορούσαν να σχηματίσουν συνασπισμό, και αυτό θα έκαναν αν στην πορεία δεν ανακάλυπταν ότι ήταν υπερβολικά δύσκολο να το φέρουν εις πέρας. Η περίπτωση της Γερμανίας είναι πολύ διαφορετική από εκείνη της Βρετανίας όπου η κοινή γνώμη κινητοποιήθηκε από μέρος της πολιτικής τάξης για ένα πολιτικό στοίχημα. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τα γερμανικά κόμματα τα οποία επιθυμούν μια σταθερή κυβέρνηση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ